Του Νίκου Κοσμίδη,
υποψήφιου βουλευτή της Λαϊκής Ενότητας στην Ξάνθη.
Ζούμε σε μπερδεμένους καιρούς. Έχουν μπερδευτεί οι συνειδήσεις, τα πολιτικά μας κριτήρια, οι κοινωνικές αναγνώσεις, οι ελπίδες και οι αξιακές μας θέσεις. Εν μέσω αυτής της κατάστασης που διατρέχει σύνολη την κοινωνία, καλούμαστε ξανά να αποφασίσουμε για το μέλλον μας. Βρισκόμαστε, λοιπόν, λίγες μόνο μέρες πριν τις εσπευσμένες εκλογές που με συνοπτικές διαδικασίες ζητούν -σχεδόν απαιτούν σε πλαίσιο καλλιέργειας φόβου- από τις Ελληνίδες και τους Έλληνες να επικυρώσουν με την ψήφο τους τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής.
Έναν χρόνο πριν παρουσιάστηκε ως εναλλακτική πρόταση το γνωστό πια σε όλους «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Σε εμάς που βρισκόμασταν στην κατάμεστη αίθουσα του Βελλιδείου, η ανακοίνωση του προγράμματος διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ από τον Αλέξη Τσίπρα, εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων, ισχυροποιούσε την ελπίδα πως μια δημοκρατική, αριστερή, πατριωτική πολιτική σε σταθερή αντιμνημονιακή κατεύθυνση ήταν επιτέλους εφικτή. Ότι ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, που αποδεσμεύονταν επιτέλους από τον συστημικό δικομματισμό.
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Η σύντομη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η νεομνημονιακή κατάληξη της διαπραγμάτευσης, κατέδειξαν πως το ευρωπαϊκό περιβάλλον στο οποίο επιχειρεί η Ελλάδα να ανακάμψει από τη συνεχιζόμενη κρίση είναι βιαιότερο, ασφυκτικότερο και σκληρότερο απ’ ότι φοβόμασταν. Στα όρια της απανθρωπιάς. Ένα περιβάλλον που η ΝΔ, το ΠΟΤΑΜΙ και το ΠΑΣΟΚ, ως απροκάλυπτα πιστές και υπάκουες δυνάμεις στις μνημονιακές πολιτικές και στα συμφέροντα που αυτές εκφράζουν, συνεχίζουν να αποκαλούν «το στήριγμα της Ελλάδας». Χωρίς κανένα ίχνος ντροπής. Χωρίς καμία ουσιαστική κριτική των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων των ομοϊδεατών τους στις ηγεμονεύουσες χώρες της ΕΕ.
Δυστυχώς, μπροστά στις απειλές των αποκαλούμενων εταίρων η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ απώλεσε κακήν-κακώς βασικές αρχές που χαρακτήριζαν τις προεκλογικές φιλολαϊκές και πατριωτικές δεσμεύσεις και των δυο κομμάτων. Παρά τις έντονες αντιδράσεις στελεχών και μελών τους. Από μια κυβέρνηση που θα απελευθέρωνε τον τόπο από τις καταπιεστικές δεσμεύσεις των μνημονίων που φυλακίζουν το μέλλον των επόμενων γενιών και της δικής μου αποκαλούμενης νεκρής γενιάς (πόσες νεκρές γενιές αντέχουμε να μετρήσουμε άραγε;), βρεθήκαμε στη θέση να πρέπει να αποδεχτούμε την υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου. Ένα μνημόνιο που τα ίδια τα στελέχη της κυβέρνησης, με πρώτο τον πρώην πρωθυπουργό, χαρακτήρισαν ως αναγκαστική επιλογή και μη λύση για το χρόνιο αδιέξοδο που βρίσκεται η χώρα. Εντούτοις, στο πλαίσιο του προεκλογικού τους αγώνα οι ηγεσίες και των δυο πολιτικών δυνάμεων υπερασπίζονται τώρα τη δυνατότητα ανάπτυξης και οικονομικής ανάκαμψης της χώρας, παρά τους δυσμενέστερους όρους της νέας σύμβασης.
Τελικά τι έχει συμβεί; Ήταν τα μνημόνια η μόνη «διέξοδος» για τη χώρα και το ουσιαστικό πατριωτικό καθήκον για τους πολίτες της, αλλά δεν το είχαν αντιληφθεί μέχρι τώρα οι βασικοί εκπρόσωποι της ανανεωτικής και ταυτόχρονα ριζοσπαστικής Αριστεράς μας; Η μεταστροφή τους αυτή προέκυψε από μια δεύτερη ανάγνωση της «αντικειμενικής» κατάστασης ή αποτελεί ένα συμβιβασμό για τη διατήρηση της κυβερνητικής εξουσίας; Μήπως συμφωνούν σήμερα και με όσους εκπροσώπους του σοσιαλφιλελεύθερου χώρου έλεγαν πως οι αρχές του σοσιαλισμού πρέπει να κάνουν στην άκρη, όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια οικονομική κρίση; Ασφαλώς από δυνάμεις που συντάσσονται ιδεολογικά με τον νεοφιλελευθερισμό και την κεφαλαιοκρατία δεν αναμένουμε καμία διαφορετική προοπτική. Μας το επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά στο χθεσινό ντιμπέιτ των δυο πολιτικών αρχηγών ο πρόεδρος της ΝΔ, δηλώνοντας πως θα εφαρμόσει απαρέγκλιτα το τρίτο μνημόνιο. Δυστυχώς, όμως, και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αρκέστηκε να υποσχεθεί πως θα κάνει καλύτερη και δικαιότερη(!) τη διαχείριση του μνημονίου απ’ ότι ο πολιτικός του αντίπαλος.
Για εμάς που η πολιτική συμμετοχή στην Αριστερά δεν ήταν αποτέλεσμα αγανακτισμένης ή ευκαιριακής αντίδρασης στις παλαιοκομματικές δυνάμεις, αλλά συνεπής στάση πολλών χρόνων, η άνωθεν επιβαλλόμενη και δυστυχώς εντεινόμενη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα της «ελαφριάς» Αριστεράς, που αποδέχονται πλέον οι ηγεμονικές αρχές της Ευρώπης ως «ενηλικιωμένο συζητητή», μας οδήγησε στο να διαχωρίσουμε τη θέση μας από την παρούσα ηγεσία του κόμματος. Καλούμε σε συστράτευση όσους συντρόφους, συναγωνιστές και φίλους πιστέψαμε πως το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος ήταν ιστορική έκφραση της λαϊκής βούλησης και όχι το άλλοθι της κυβέρνησης για να υπογράψει το νέο μνημόνιο χωρίς ενοχή.
Το μέτωπο «ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ» (ΛΑΕ) αποτελεί την συνέχεια των αρχών και των αξιακών θεμελίων που κατέστησαν τον άλλοτε μειοψηφικό ΣΥΡΙΖΑ συλλογική φωνή της ελληνικής ψυχής. Απέναντι στις πολιτικές που επέβαλαν την λιτότητα, την φτωχοποίηση και την μαζική εξαθλίωση στο όνομα μιας κάποιας φανταστικής μελλοντικής οικονομικής ανάκαμψης. Η ανάκαμψη αυτή, ακόμα και αν κάποτε θα μπορούσε να επιτευχθεί, θα επιτευχθεί στις πλάτες των πολλών και θα αφορά τους λίγους.
Η παραίτησή μου από τη Νομαρχιακή Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ Ξάνθης και η αποδοχή της τιμητικής πρότασης να συμμετάσχω στις εκλογές ως υποψήφιος βουλευτής με το ψηφοδέλτιο της ΛΑΕ, πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια συμμετοχής μου σε Διαχριστιανική συνάντηση διαλόγου στη Φιλανδία. Αποτελεί συνειδητή επιλογή να μη συνταχθώ με μια πολιτική που μέχρι πριν δυο μήνες αντιπαλεύαμε. Μια πολιτική που ζητούσαμε από τον κόσμο, ανεξάρτητα από την όποια προηγούμενη κομματική του τοποθέτηση, να καταψηφίσει. Και ο λαός μας τίμησε με την ψήφο του και την εμπιστοσύνη του. Εμείς πώς τον τιμούμε τώρα;
Αναμένω και από όσους συντρόφους μου στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν εκφράσει στις εσωκομματικές διεργασίες την αντίθεσή τους με την κατεύθυνση που πήρε το κόμμα, να ξεκαθαρίσουν εξίσου τη στάση τους. Τίποτα δεν έχει τελειώσει και η μεγάλη πιθανότητα μετεκλογικής σύμπραξης του εναπομείναντα ΣΥΡΙΖΑ με μνημονιακές δυνάμεις για το σχηματισμό κυβέρνησης θα πυροδοτήσει νέες εξελίξεις. Όπως σημείωσα και στο σύντομο μήνυμα αποχώρησής μου που έστειλα από το εξωτερικό στη ΝΕ της Ξάνθης, αναμένω τις ευρύτερες διεργασίες που θα ακολουθήσουν -και θα ακολουθήσουν- στην Αριστερά, στις οποίες και δηλώνω ενεργά παρών.
Ίσως η διαχώριση της θέσης των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς που επιμένει να είναι συνεπής τόσο στα μέχρι τώρα λόγια και στις υποσχέσεις της όσο και στα έργα της, μοιάζει να στέκεται εμπόδιο στην ενθάρρυνση ευρύτερης συμπόρευσης του κόσμου στον κοινό καλό αγώνα για την εκλογική νίκη που καλούμαστε να δώσουμε. Αλλά η κυβερνητική εξουσία δεν αποτελεί αυτοσκοπό για την Αριστερά. Πολύ περισσότερο όταν η ουσιαστική εξουσία των κυρίαρχων δυνάμεων του πλούτου και του χρήματος παραμένει σχεδόν ανέπαφη.
Η εσωκομματική εμπειρία των τελευταίων χρόνων κατέδειξε την μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα συμμετοχικό, συλλογικό και με δίκαιο στήριγμα τα κοινωνικά κινήματα, σε ένα κόμμα Αθηνοκεντρικό και προσωποκεντρικό. Με περιορισμένες προσπάθειες για την ενθάρρυνση και την ενίσχυση της τόσο αναγκαίας λαϊκής κοινωνικοπολιτικής δραστηριοποίησης. Αντ’ αυτού υιοθετήθηκε σιωπηλά η αντίληψη της ανάθεσης της συλλογικής ευθύνης και δράσης σε επαγγελματίες πολιτικούς και σε κλειστές ομάδες λήψης αποφάσεων. Χωρίς ουσιαστική ενημέρωση-συμβολή των μελών όχι μόνο για την πορεία της διαπραγμάτευσης και τη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και για ουσιαστικά ζητήματα εσωκομματικής δημοκρατίας. Μια στάση που επιβαρύνθηκε ακόμα περισσότερο από τις ενέργειες ορισμένων στελεχών που «μπέρδεψαν» τις προσωπικές τους επιδιώξεις και τους εμπαθείς εγωιστικούς αρχηγισμούς τους (κανένας πολιτικός χώρος δεν είναι άμοιρος τέτοιων καταστάσεων), με τον ρόλο τους στη λειτουργία του κόμματος, τόσο σε κεντρικό, όσο και σε τοπικό επίπεδο. Η Ξάνθη αποτελεί ένα ακόμα θλιβερό παράδειγμα.
Οι εκλογές της ερχόμενης Κυριακής θα διαμορφώσουν έτι περισσότερο την πορεία της χώρας. Οι πολίτες καλούνται να επιλέξουν μεταξύ μνημονιακών, λιγότερο ή κατ’ ανάγκη(;) μνημονιακών, καθώς και αντιμνημονιακών πολιτικών προτάσεων. Η ΛΑΕ καλεί σε συστράτευση όσους πολίτες αντιλαμβάνονται πως πρέπει να δοθεί ΤΩΡΑ ένα τέλος στη μνημονιακή πολιτική, όποια απόχρωση και αν έχει αυτή. Διότι κάθε καθυστέρηση και παράταση της κατάργησής της οδηγεί σε μεγαλύτερα αδιέξοδα. Πρέπει να ανοίξουν επιτέλους τα μεγάλα θέματα που έχουν να κάνουν με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην οικονομική και νομισματική ένωση και την επιλογή χάραξης εθνικής οικονομικής πολιτικής. Αν συμφωνούμε πως η παρούσα κηδεμονία της χώρας μας μόνο στην ανάκαμψη και στην παραγωγική ανασυγκρότηση δεν συμβάλει, τότε πρέπει να εξετάσουμε κάθε ενδεχόμενο εναλλακτικής πρότασης και προοπτικής, χωρίς ευρωλαγνικές ή δραχμολαγνικές ιδεοληψίες και αγκυλώσεις.
Τα μνημόνια δεν μπορούν να είναι ούτε έξωθεν καταναγκαστική επιβολή σε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, ούτε εκβιαστικός μονόδρομος για το λαό μιας ελεύθερης χώρας. Και είναι η ίδια η νεοφιλελεύθερη ηγεσία της Ευρώπης που με δηλώσεις της υπενθυμίζει στον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας πως δεν πρόκειται να επιτραπούν αλλαγές στη συμφωνία που έχει υπογραφεί. Δηλώνουν, δηλαδή, απερίφραστα πως δεν υπάρχει περίπτωση να βελτιωθούν οι όροι του μνημονίου, όπως ορισμένοι ελπίζουν. Συνεπώς, σε όσους προσπαθούν να μας πείσουν πως το δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο ανήκει στο παρελθόν και πως τώρα πρέπει να επιλέξουμε τη συνεργασία των κομμάτων, απαντούμε πως το πραγματικό δίλημμα είναι η επιλογή της ελευθερίας και της προοπτικής για πρόοδο, έναντι της σύμπραξης στο ξεπούλημα του παρόντος και του μέλλοντός μας. Οι όποιες προτάσεις συνεργασίας χωρίς αποκήρυξη των μνημονίων, εξυπηρετούν στην ουσία την εδραίωση της αντίληψης πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τα συνεχιζόμενα μνημόνια. Συνεπώς, όχι μόνο δεν μας αφορούν, αλλά τις χαρακτηρίζουμε απερίφραστα ενέργειες υπονόμευσης της εθνικής κυριαρχίας, του πατριωτικού συμφέροντος, της αξιοπρέπειας του λαού μας και εγκατάλειψη του οραματισμού για μια ενωμένη Ευρώπη της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της ισότητας των λαών της.
Η επιθυμία να τελειώσει αυτή η ιστορία και να βρεθεί η Ελλάδα σε πορεία σταθερότητας και ομαλότητας είναι, ασφαλώς, κοινή. Σε αυτή όμως την κατεύθυνση δεν μπορεί να συμβάλει η υποταγή στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας που παρατείνουν την οικονομική ύφεση στη χώρα μας προς όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, κυρίως της Γερμανίας. Που κέρδισε στα χρόνια της ελληνικής οικονομικής κρίσης περί τα 100 δις ευρώ, μόνο από τις διαφορές επιτοκίων, χωρίς να συνυπολογίσουμε τα κέρδη από τις ετεροβαρείς εμπορικές δραστηριότητες, όπου οι γερμανικές και άλλες επιχειρήσεις δανείζονται με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, σε αντίθεση με τις ελληνικές (βλ. διαπιστώσεις έγκριτων γερμανικών ερευνητικών ινστιτούτων). Δεν επεκτείνομαι στη μονεταριστική πλευρά του νεοφιλελευθερισμού, διότι αυτή αποτελεί ένα ιδιαίτερα μεγάλο θέμα του αγώνα για τον απεγκλωβισμό από τη μέγγενη των μνημονίων. Ούτε, βεβαίως, αποτελεί λύση η αποχή μας από τις εκλογές ή η ψήφος οργής. Ιδιαίτερα όταν η τελευταία ενισχύει την ακροδεξιά κινδυνεύοντας να την καταστήσει δια παντός παρούσα στην κεντρική πολιτική σκηνή, όπως δυστυχώς συμβαίνει και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Γεγονός που πρέπει να ανησυχεί όλους μας.
Με δεδομένη την μετάλλαξη βασικών πυλώνων του αντιμνημονιακού μετώπου και την παραχάραξη της λαϊκής ετυμηγορίας για ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας και την απαλλαγή μας από τα συμφέροντα της οικονομικής κατοχής, η ψήφος της Κυριακής κρίνεται ως καθοριστικής σημασίας. Μόνο εύκολη και ανέξοδη δεν είναι. Για κανέναν! Συνεπώς, όσοι από εμάς τους νέους τιμούμε τη μνήμη των προγόνων μας που πάλεψαν στο ρου της ιστορίας για την ελευθερία της Ελλάδας από ξένους και εγχώριους δυνάστες, καλούμαστε με την ψήφο μας τουλάχιστον, να συνεχίσουμε τον αγώνα τους. Το μέλλον δεν θα μας το χαρίσει κανείς. Αν δεν αναλάβουμε την προσωπική και συλλογική μας ευθύνη και πάνω από όλα το κόστος αυτής της ευθύνης, απλά εγκαταλείπουμε τη χώρα μας και την αφήνουμε να παρασυρθεί εκεί όπου θα την ξεβράσει τελικά η ιστορία. Αυτό θέλουμε;