Εξανθήματα, φωτοευαισθησία, τριχόπτωση είναι μόνο μερικά από τα συμπτώματα που προκαλεί το αυτοάνοσο νόσημα στο δέρμα. Η δερματολόγος δρ Αμαλία Τσιατούρα εξηγεί τι μπορούμε να κάνουμε.
Με αφορμή την αποκάλυψη της 23χρονης star Σελένα Γκόμεζ ότι πάσχει από το αυτοάνοσο νόσημα, τις τελευταίες μέρες υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον για τον ερυθηματώδη λύκο και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει μετά από χρόνια στους πνεύμονες, την καρδιά, τον εγκέφαλο, τα νεφρά, την σπονδυλική στήλη, αλλά και το δέρμα.
Ο ερυθηματώδης λύκος εμφανίζεται περισσότερο σε γυναίκες ηλικίας 15-44. Ο οργανισμός επιτίθεται στον ίδιο του τον εαυτό μέσω αυτοαντισωμάτων που προσβάλλουν υγιείς ιστούς, χωρίς η αιτία να έχει διευκρινιστεί. Τα αρχικά συμπτώματα περιλαμβάνουν πυρετό, πόνο στις αρθρώσεις, εξάνθημα, αναιμία, έλκη στο στόμα, φωτοευαισθησία κ.ά.
Όπως εξηγεί η δερματολόγος Δρ Αμαλία Τσιατούρα, επιστημονική διευθύντρια της κλινικής Cosmetic Derma Medicine «ορισμένοι άνθρωποι εκδηλώνουν συμπτώματα μόνο στο δέρμα. Επειδή αυτά διαφέρουν ανάλογα με το είδος του ερυθηματώδη λύκου, απαιτείται η συμβολή έμπειρου δερματολόγου».
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν εξάνθημα στο πρόσωπο με τη μορφή πεταλούδας, επίπεδες ή επηρμένες βλατίδες και οίδημα, λέπτυνση των τριχών της κεφαλής, ουλωτική αλωπεκία κ.ά. Σε αυτές τις περιπτώσεις παρατηρείται και φωτοευαισθησία γι’ αυτό απαιτείται πολύ καλή ηλιοπροστασία όλο το χρόνο. Σε άλλες περιπτώσεις το ερύθημα και οι βλατίδες εντοπίζονται στα άκρα και τον κορμό (υποξύς δερματικός ερυθηματώδης λύκος), ενώ μερικές φορές η νόσος οδηγεί σε ουλωτική αλωπεκία στο τριχωτό της κεφαλής, συνοδεύεται από κνησμό και βλάβες που μοιάζουν με έρπη. Ο δερματικός ερυθηματώδης λύκος είναι συνήθως εντοπισμένος και δεν υπάρχουν εκδηλώσεις από άλλα όργανα.
Όπως αναφέρει η Δρ Τσιατούρα, η διάγνωση γίνεται με τρεις τρόπους: κλινική εξέταση, λήψη ιστοτεμαχίου για βιοψία από τις βλάβες, ανοσοφθορισμό και αιματολογική εξέταση για συγκεκριμένα αντισώματα που σχετίζονται με τον ερυθηματώδη λύκο.
Τέλος, όσον αφορά τη θεραπεία, αυτή διαφέρει ανάλογα με τα συμπτώματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Για παράδειγμα σε περίπτωση φωτοευαισθησίας, απαιτείται εφαρμογή αντιηλιακού όλο το χρόνο και αποφυγή έκθεσης στον ήλιο. Ουσίες, όπως τα ρετινοειδή χρησιμοποιούνται τοπικά στις υπερπλασίες του δέρματος, ενώ η συστηματική αγωγή που μπορεί να δοθεί από το στόμα περιλαμβάνει κατά περίπτωση ανθελονοσιακά και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα κ.ά. «Αυτό που είναι σημαντικό να θυμούνται οι ασθενείς» τονίζει η Δρ Τσιατούρα «είναι ότι τα συμπτώματα ελέγχονται με την κατάλληλη θεραπεία, γι’ αυτό πρέπει να διατηρούμε την καλή ψυχολογία μας».