Κοινωνική Αναισθησία
κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση
Μέχρι την διόλου απίθανη, γιά την τερατώδη εποχή μας, στιγμή τής διά νόμου επιβολής – ή ακόμη και τής αδρής επιχορήγησης μέσω ΕΣΠΑ – τής κοινωνικής αναισθησίας στην ετοιμοθάνατη χώρα, η έργω και λόγω εξάπλωσή της μεταξύ τού λαού θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ως απότοκο κάποιας σοβαρής ψυχικής διαταραχής, πιθανώς θεμιτής και, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αυστηρώς προστατευόμενης. Εξάλλου, η πάνδημη συμμετοχή αρχόντων και αρχομένων στον εορταστικό διαγωνισμό κοινωνικής αναισθησίας αποδεικνύει όχι μόνον την πλήρη αποδοχή και επικρότηση τού φαινομένου εκ μέρους όλων, ανεξαιρέτως, των περιχαρών συμμετεχόντων, αλλά και την ένθερμη αποφασιστικότητα όλων αυτών να περιθωριοποιήσουν – ίσως αργότερα και να εκδιώξουν ανηλεώς – τους ανθιστάμενους σε αυτό.
Η ποικιλοτρόπως παρακμάζουσα πόλη μας είναι επικίνδυνη – και ενίοτε καθίσταται κατ’ εξοχήν αφιλόξενη – γιά όσους οφείλουν να μετακινηθούν εντός αυτής χωρίς να διαθέτουν αυτοκίνητο ή χωρίς να δύνανται ή να επιθυμούν να το χρησιμοποιήσουν. Εξίσου επικίνδυνη είναι και γιά τους περιορισμένους επισκέπτες της, αυτούς που ενισχύουν την παραπαίουσα τοπική αγορά και γεμίζουν τις απειράριθμες καφετερίες της. Είναι επικίνδυνη και γιά όσους κινούνται γιά λόγους άθλησης ή σοβαρούς λόγους υγείας, αλλά και γιά τα παιδάκια που προσπαθούν να διασκεδάσουν στους ψωραλέους δημόσιους κήπους της. Επικίνδυνη παραμένει και γιά τα άτομα με ειδικές ανάγκες, που η σκληρή μοίρα επέλεξε να μετακινούνται με βοηθητικές βακτηρίες ή αμαξίδια επάνω σε πεζοδρόμια που έχουν καταληφθεί αλαζονικά και ατιμώρητα από την έμπρακτη απόδειξη τής σκαιότερης μορφής εγωπάθειας, γνωστής και με το όνομα «φιλοτομαρισμός». Η πόλη «με τα χίλια χρώματα», ειρωνική επωνυμία που δεν ανταποκρίνεται πλέον σε τίποτε, είναι επικίνδυνη επειδή στους δρόμους της κυκλοφορούν αμέτρητες αγέλες πεινασμένων και εξαγριωμένων αδέσποτων σκύλων, όπως ακριβώς συνέβαινε στην Ρωσία κατά την εποχή τής πτώσης τού κομμουνισμού.
Ενώ, λοιπόν, τα ανυπεράσπιστα θύματα των διαφόρων αιματηρών επιθέσεων αυξάνονται καθημερινά, και ενώ ο τρόμος – ιδίως κατά τις νυχτερινές ώρες – προκαλεί ανατριχίλες φρίκης σε οποιονδήποτε κακόμοιρο διαβάτη ακούσει τα μακάβρια γαβγίσματα των αδέσποτων σκύλων, η τοπική «κοινωνία» λουφάζει και σιωπά, παρηγορείται όπως-όπως και μοιρολογεί, στρουθοκαμηλίζει και υποκρίνεται, αναμασά βλακώδεις δικαιολογίες και ηλίθια ηττοπαθή συνθήματα, όπως ακριβώς θα έπραττε υπό οθωμανική ή ναζιστική κατοχή. Αυτή η δουλική συμπεριφορά, ωστόσο, δείγμα εκούσιας ταπείνωσης και οικειοθελούς εξευτελισμού, καίτοι αποκρουστική, δεν είναι ανεξήγητη, αφού το «κακό προηγούμενο», εκείνο που «κρατά τα πρόβατα μέσα στο μαντρί», σείεται μονίμως ως απειλή επάνω από τα σκυμμένα κεφάλια των αγρίως φορολογούμενων δημοτών και αυστηρά τους υπενθυμίζει ότι όποιος αντιδρά – αν και ορθώς δεν παραβαίνει απολύτως κανέναν νόμο – σύντομα γνωρίζει την νοσηρή μάνητα των δήθεν φιλόζωων «δημοτών», καθώς και την εγκληματική αδιαφορία των πανάκριβων «αιρετών», ενώ οπωσδήποτε αντιμετωπίζει και τον «κοινωνικό» στιγματισμό εκείνου που «χαλά την σούπα» των δειλών, των βολεμένων και των σφουγγοκωλάριων.
Η δικαιοσύνη, η μόνη ιερή αρχή και σεβαστή δύναμη που θα μπορούσε και θα όφειλε να επιθυμεί διακαώς να δώσει άμεση και οριστική λύση στο οδυνηρό πρόβλημα, αναστέλλει ανησυχητικά την αυτεπάγγελτη δράση της και περιορίζεται στην διεκπεραίωση μακροχρόνιων διαδικασιών, οικονομικά απαγορευτικών γιά τους φτωχούς και τους εσχάτως φτωχοποιημένους πολίτες. Η αστυνομία, δρώντας ενίοτε ως «γραμματειακή υποστήριξη» τής δικαιοσύνης, εν τέλει δηλώνει αναρμόδια, αλλά και στην αντίθετη περίπτωση κανείς δεν θα απαιτούσε να ασχοληθεί με το εν λόγω ζήτημα ένα σώμα που απασχολεί χιλιάδες κακοπληρωμένα στελέχη του στην αδιάλειπτη φύλαξη λαοπρόβλητων και δημοκρατικών αρχόντων. Η τοπική «αυτοδιοίκηση», ερωτοτροπώντας αναίσχυντα με την ιδέα τής μετονομασίας της σε «τοπική αυτοδιάλυση», υπολογίζοντας σε κάθε ανάσα και σε κάθε βήμα της το περίφημο «πολιτικό κόστος» – ψηφίζουν και τα αδέσποτα; – και αντικατοπτρίζοντας επιτυχώς και το ήθος και το σθένος των αρχομένων, κυρίως εκείνων που την εξέλεξαν, σπαταλά τον χρόνο της σε φλύαρες συσκέψεις, κάνοντας χρήση μίας βιολογικής δυνατότητάς της που μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να αποδείξει ούτε καν την στοιχειώδη επάρκειά της, τουλάχιστον επί τού προκειμένου. Οι δήθεν φιλόζωοι, αρνούμενοι πεισματικά να κοιτάξουν την αξιοθρήνητη καθημερινότητα των συνανθρώπων τους, επιζητούν την επαρχιώτικη – και κατά την γνώμη τους «πρωτότυπη» – προσωπική προβολή τους μέσα από «σωματεία», αλλά αρνούνται να στεγάσουν υπεύθυνα τα αδέσποτα ζώα μέσα στα δωμάτια και στις αυλές τους, δίπλα στα ευγενικής καταγωγής και αριστοκρατικής ανατροφής σκυλάκια τους. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι ποτέ δεν μελέτησαν τον Αριστοτέλη και ποτέ δεν πρόσεξαν την ακόλουθη φράση των «Ηθικών Νικομαχείων», κεφάλαιο Θ΄: «φίλοι είναι οι όμοιοι μεταξύ τους». Όσο γιά τα αξιολύπητα θύματα τής ανεξέλεγκτης σκυλοκρατίας, αυτά είτε προσπαθούν σιωπηλά να θεραπεύσουν τις πληγές τους, πνιγμένα μέσα στα ενοχικά σύνδρομα που τους υπαγορεύει ένας νοσηρός περίγυρος, είτε εκτονώνονται προσωρινά καταφεύγοντας σε μηνύσεις επί μηνύσεων και αγωγές επί αγωγών, των οποίων η τελεσιδικία μπορεί να ακολουθήσει χρονικά τον φυσικό θάνατό τους σε βαθύτατο γήρας.
Έτος 2015. Ευρωπαϊκή πόλη. Δημοκρατικό καθεστώς. Ποιός καλόπιστος άνθρωπος δεν θα αναρωτιόταν: τι είναι αδέσποτο στον τόπο μας, μόνον τα σκυλιά ή και η ίδια η κοινωνία μας; Και, εν τέλει, πόσοι νέοι νόμοι, πόσες νέες διατάξεις, πόσες νέες ερμηνευτικές εγκύκλιοι και πόσα νέα προεδρικά διατάγματα θα απαιτηθούν προκειμένου να απονεκρώσουν λυσιτελώς το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα των φυσιολογικών ανθρώπων να κυκλοφορούν νυχθημερόν ανενόχλητοι μέσα στους δρόμους τής πόλης τους και να αντιδρούν νομίμως – συμπεριλαμβανομένου και τού εθιμικού δικαίου – εναντίον όσων απειλούν την ζωή και την σωματική και ψυχική ακεραιότητά τους;
12/11/2015
Αθανάσιος Τσακνάκης