Μια παραδοχή που τείνει να λάβει εξοργιστικά μεγάλες διαστάσεις στη χώρα μας είναι η ανεργία των νέων. Η γενιά που είχε την ατυχία στα πιο παραγωγικά της χρόνια να βρεθεί μπροστά στα αδιέξοδα των μνημονίων, στη άκρατη και ανεύθυνη πολιτική του λαϊκισμού των κομμάτων, οι άνθρωποι των οποίων στο βωμό της «καρέκλας» υποσχέθηκαν πολλά, δίχως να υπάρχουν οι υποδομές αλλά και οι ικανότητες ώστε να υλοποιήσουν στην πράξη τις εξαγγελίες τους.
Τα ποσοστά ανεργίας είναι μεγαλύτερα στα άτομα που κατέχουν κάποιον μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο έναντι των ατόμων με τη βασική μόνο εκπαίδευση, ενώ ταυτόχρονα αναμένεται να μείνουν για μεγαλύτερο διάστημα άνεργοι πριν βρουν εργασία. Κάποιοι εγκαταλείπουν ψάχνοντας για κάτι πιο αξιοκρατικό σε χώρες που τα προσόντα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά έχουν μεγαλύτερη σημασία έναντι στην ελληνική λογική του «βολέματος».
Νέοι και νέες, ταλαντούχοι, φιλόδοξοι απόφοιτοι των ΑΕΙ και των ΤΕΙ βγαίνουν στην αγορά εργασίας κοντά στην ηλικία των 25. Δυστυχώς κάπου εκεί σηκώνεται ένα μεγάλο τείχος. Υπάρχει βέβαια η επιλογή να ιδιωτεύσεις. Στις μέρες μας πρόκειται για μία πολύ μεγάλη απόφαση, με παραμέτρους και αστάθμιστους παράγοντες όπως το αρχικό κεφάλαιο, ο ανταγωνισμός (αθέμιτος πολλές φορές), η νοοτροπία περί εμπειρίας και επιλογής ενός επαγγελματία πιο «ψημένου» και τέλος η πιθανότητα της αποτυχίας.
Ένας από τους λόγους της υπάρχουσας κατάστασης είναι η αδυναμία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος να προσαρμοστεί στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η προσφορά των πτυχιούχων είναι αλληλένδετη με τη ζήτηση της αγοράς εργασίας και δυστυχώς οι δρόμοι τους παράλληλοι. Παλαιότερα, αποτυπωνόταν έντονα η ανάγκη να απορροφηθεί κανείς στον δημόσιο τομέα, στελεχώνοντας τη δημόσια διοίκηση , ούτως ώστε να απολαμβάνει τη σιγουριά του μισθού του και να εξασφαλίζει έτσι τα «προς το ζην». Πλέον το δημόσιο δεν φαντάζει ο ιδανικός προορισμός ανέλιξης.
Δευτερευόντως, η επίμονη τάση των Ελλήνων να επιλέγουν τις σπουδές τους σύμφωνα με την κοινωνική θέση που θα αποκτήσουν μετέπειτα και όχι σύμφωνα με τις προοπτικές απασχόλησης. Σχολές που προσδίδουν κύρος προτιμούνται απερίσκεπτα δίχως κανένα απολύτως πλάνο. Εναπόκειται λοιπόν στη λογική του καθενός η επιλογή. Βέβαια, στο φαινόμενο αυτό συνεισφέρει και το γεγονός ότι οι προσδοκίες για το μελλοντικό εισόδημα είναι υψηλές, ειδικότερα όταν οι σπουδές λαμβάνουν χώρα στο εξωτερικό και τα δίδακτρα είναι μεγαλύτερα.
Επιπρόσθετα, η προσέλκυση των νέων από τις μεγαλουπόλεις με στόχο φυσικά την επαγγελματική αποκατάσταση και η εγκατάλειψη της επαρχίας εντείνει το πρόβλημα. Είναι λαθεμένη, κατά την γνώμη μου, η άποψη πως τα «κέντρα» βρίθουν ευκαιριών, πόσο μάλλον τούτη την εποχή. Συσσωρεύεται μεγάλο ποσοστό ανέργων, με αποτέλεσμα να μην γίνεται δυνατόν να απορροφηθεί η πλειοψηφία, ενώ ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει το κόστος ζωής είναι σίγουρα μεγαλύτερο και δυστυχώς, σε εποχή εκμετάλλευσης, οι μισθοί πενιχροί. Στον αντίποδα για να γίνει πιο ελκυστική η επαρχία επιβάλλεται η ανά(σ)ταση της βιομηχανίας.
Καθίσταται σαφές ότι το πρόβλημα της ανεργίας των νέων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε θεσμικούς παράγοντες και στην νοοτροπία των Ελλήνων. Επομένως η καταπολέμησή του απαιτεί την άμεση αλλαγή πολιτικών και κοινωνικών κατεστημένων σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως η προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων που θα συνεισφέρουν στην επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας αλλά και ευρωπαϊκών προγραμμάτων στήριξης της νεανικής επιχειρηματικότητας.
Κλείνοντας, θεωρώ δεδομένο ότι δεν θα γίνουμε ποτέ ούτε Αυστρία ούτε Λουξεμβούργο όπου τα ποσοστά ανεργίας είναι μηδαμινά. Ίσως να μην μπορούμε ή ακόμα χειρότερα ίσως κάποιοι να μην το επιτρέπουν. Το πιθανότερο είναι πως η Ελλάδα μας θα χαραμίσει μία γενιά γεμάτη τεχνογνωσία, πολύγλωσση, ψηφιακά καταρτισμένη, ΜΟΡΦΩΜΕΝΗ. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζονται δομές και μεταρρυθμίσεις άμεσα. Ο χρόνος στην κλεψύδρα λιγοστεύει επικίνδυνα…..
ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΣ Δ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ – ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ