«Η Ελλάδα έχει ανάγκη από ταχείες και τολμηρές μεταρρυθμίσεις»
Υπέρ της ευρύτερης δυνατής πολιτικής συναίνεση στα μεγάλα θέματα που απασχολούν την Ελλάδα, τάσσεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε άρθρο του στα «Νέα», θέτοντας ωστόσο τρεις προϋποθέσεις.
«Ως αρχηγός της αντιπολίτευσης δεν θα είχα κανέναν ενδοιασμό να συναινέσω σε ένα σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από την κρίση, υπό τρεις προϋποθέσεις», αναφέρει χαρακτηριστικά ο υποψήφιος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
Ειδικότερα, στο άρθρο του σημειώνει:
«Είμαι υπέρ της ευρύτερης δυνατής πολιτικής συναίνεσης στα μεγάλα θέματα που απασχολούν την Ελλάδα. Δεν έχω σταματήσει να αναφέρομαι σε παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος) που με πολιτική συναίνεση κατάφεραν να βγουν από κρίσεις και να αποτινάξουν από επάνω τους τα μνημόνια.
Ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, δεν θα είχα κανέναν ενδοιασμό να συναινέσω σε ένα σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από την κρίση, υπό τρεις προϋποθέσεις:
Πρώτον: θα έπρεπε να πεισθώ ότι οι προθέσεις της Κυβέρνησης είναι ειλικρινείς. Θα μπορούσα να δεχθώ μια συνειδητή αλλαγή πλεύσης του κ. Τσίπρα αν αναγνώριζε εμπράκτως τα σφάλματά του και αν έδινε επαρκή δείγματα αυτογνωσίας, μεταμέλειας και πολιτικής ωριμότητας. Όμως ο ίδιος άνθρωπος που πέρυσι στην αντίστοιχη ομιλία του στη Βουλή ως αρχηγός της αντιπολίτευσης πρέσβευε τα εντελώς αντίθετα από όσα μας εξέθεσε το περασμένο Σάββατο στη συζήτηση του προϋπολογισμού, δεν νομιμοποιείται να ζητά συναίνεση από την αντιπολίτευση.
Απλώς θυμίζω ότι το Δεκέμβριο του 2014 ο κ. Τσίπρας είχε μεταξύ άλλων δεσμευτεί ότι θα καταργήσει τα μνημόνια, ότι θα εγγράψει στον επόμενο προϋπολογισμό το χρέος του γερμανικού κατοχικού δανείου και ότι θα θέσει τις αναχρηματοδοτούμενες, με κεφάλαια του ελληνικού λαού, ελληνικές τράπεζες υπό δημόσιο έλεγχο. Το μείζον δεν είναι απλώς ότι έπραξε ακριβώς τα αντίθετα. Είναι ότι δεν αισθάνθηκε σε καμία στιγμή την ανάγκη να πει έστω μια λέξη για αυτήν του τη μεταστροφή.
Δεύτερον: θα έπρεπε η κυβέρνηση που ζητά συναίνεση να εμπνέει εμπιστοσύνη. Δίχως αξιοπιστία, συναίνεση δεν χτίζεται. Και πως να εμπιστευτεί κανείς έναν πρωθυπουργό που ψεύδεται ασύστολα και χωρίς ενδοιασμούς;
Ζήτησε και έλαβε συναίνεση από την αντιπολίτευση τον περασμένο Αύγουστο προκειμένου να διατηρηθεί η Ελλάδα στην ευρωζώνη διαβεβαιώνοντας ότι δεν θα προκηρύξει εκλογές, τις οποίες προκήρυξε πριν καλά – καλά στεγνώσει το μελάνι της υπογραφής του στο τρίτο μνημόνιο. Δεσμεύτηκε ότι η Ελλάδα θα εκπληρώνει εγκαίρως και στο διηνεκές τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές μας και μας οδήγησε στο κλείσιμο των τραπεζών και τους κεφαλαιακούς ελέγχους.
Τρίτον: προκειμένου να υπάρξει συναίνεση, θα έπρεπε να συμμετέχει η αντιπολίτευση στη σύνταξη και την εποπτεία υλοποίησης ενός κοινού σχεδίου αντιμετώπισης της κρίσης και εξόδου από αυτήν. Αν πράγματι ο κ. Τσίπρας επιθυμούσε συναίνεση θα μπορούσε να δημιουργήσει μια διακομματική εθνική επιτροπή για το σκοπό αυτό. Αντ’ αυτού, ο κ. Τσίπρας κομματικοποιεί το κράτος σε κάθε ευκαιρία, φρενάρει τις μεταρρυθμίσεις και αναστέλλει κάθε αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Είναι στα όρια του σουρεαλισμού το γεγονός ότι σήμερα ζητά συναίνεση αυτός που κατέλυσε μονομερώς την ευρύτερη κοινοβουλευτική συναίνεση που σημειώθηκε στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, το 2011 για την Παιδεία. Ακόμη και για τη Συνταγματική Αναθεώρηση για την οποία η συναίνεση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, αν κ. Τσίπρας πράγματι την επιδιώκει, (σημειωτέον ο ίδιος την ανέκοψε οδηγώντας τη χώρα σε πρόωρες εκλογές τον Ιανουάριο του 2015 αρνούμενος να συναινέσει στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας), θα προέβαινε αμέσως στη θεσμικά προβλεπόμενη συγκρότηση της διακομματικής επιτροπής της Βουλής για την Αναθεώρηση του Συντάγματος.
Υπό τη δική μου ηγεσία, η Νέα Δημοκρατία δεν θα μπορεί να συναινέσει με τον κ. Τσίπρα όσο η Κυβέρνησή του δεν πληροί τις τρεις αναγκαίες προϋποθέσεις που θέτω.
Δυστυχώς, αποδεικνύεται ότι η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν μπορεί να συμβάλλει στην ανάταξη της Ελλάδας. Οι πράξεις της υπαγορεύονται από ιδεοληπτικές εμμονές και οδηγούν τη χώρα βαθύτερα στο τέλμα. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από ταχείες και τολμηρές μεταρρυθμίσεις, από δραστική απορρύθμιση της αγοράς, από ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ώστε να ανακάμψει.
Γι’ αυτό σήμερα περισσότερο από ποτέ η Νέα Δημοκρατία οφείλει να εκφράσει εκείνα τα δυναμικά στρώματα της κοινωνίας που είναι πολιτικά άστεγα. Γι’ αυτό σήμερα περισσότερο από ποτέ η Νέα Δημοκρατία οφείλει να είναι έτοιμη να κρατήσει σθεναρά το τιμόνι της Ελλάδας σε απαρέγκλιτη πορεία προς την ανάπτυξη και την ευημερία. Οι πολίτες εναποθέτουν τις προσδοκίες τους σε εμάς. Και η μαζική τους συμμετοχή στη διαδικασία ανάδειξης νέου Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου θα είναι το πρώτο βήμα προς την πολιτική αλλαγή που περισσότερο παρά ποτέ έχει ανάγκη σήμερα η Ελλάδα».