Ο Γεώργιος Βιζυηνὸς γεννήθηκε στὴ Βιζύη τῆς Ἀν. Θρᾴκης τὸ 1848. Σὲ πολὺ νεαρὰ ἡλικία τὸν στείλανε στὴν Κωνσταντινούπολι κοντὰ σ᾿ ἕνα θεῖο του, γιὰ νὰ μάθῃ ραφτική, αὐτὸς ὅμως κατώρθωσε νὰ εἰσαχθῇ σπουδαστὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ὅπου μεταξὺ τῶν καθηγητῶν του εἶχε καὶ τὸν ποιητὴ Ἠλία Τανταλίδη. Ὁ τυφλὸς Κωνσταντινουπολίτης καθηγητὴς διέκρινε στὸ νεαρὸ σπουδαστὴ ἰδιοφυΐα καὶ τὸν σύστησε στὸν ἐθνικὸ εὐεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη· μὲ δαπάνες αὐτοῦ ὁ Βιζυηνὸς κατέβηκε στὰς Ἀθήνας, ὅπου σπούδασε φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο, κατόπιν ἐπῆγε στὴ Γερμανία, κι᾿ ὅταν ἀνηγορεύθη διδάκτωρ, κατέβηκε πάλι στὰς Ἀθήνας καὶ διωρίσθη καθηγητὴς τοῦ δραματικοῦ τμήματος στὸ Ὠδεῖο Ἀθηνῶν. Τὸ 1892 προσεβλήθη ἀπὸ φρενικὴ νόσο καὶ μετὰ τέσσαρα ἔτη (1896) ἀπέθανε στὸ Δρομοκαΐτειο φρενοκομεῖο.
Ὁ Γεώργιος Βιζυηνὸς πρωτοπαρουσιάσθηκε στὰ ἑλληνικὰ γράμματα μὲ τὸ ποίημά του «Κόδρος», ποὺ φοιτητὴς στὰς Ἀθήνας, τὸ ὑπέβαλε σ᾿ ἕνα ποιητικὸ διαγωνισμὸ τοῦ 1874 κι᾿ ἐβραβεύθη. Τὸ 1878 ἔστειλε ἀπὸ τὴ Γερμανία στὸν Βουτσιναῖο διαγωνισμὸ συλλογὴ ποιημάτων μὲ τὸν τίτλο «Ἄρες μάρες κουκουνάρες», ποὺ βραβεύθηκε κι᾿ αὐτή. Τὸ 1884 ἐξέδωκε στὸ Λονδίνο ἄλλη συλλογὴ ποιημάτων μὲ τὸν τίτλο «Ἀτθίδες αὖραι» κι᾿ ὅταν πιὰ ἐγκατεστάθη στὰς Ἀθήνας, ἐδημοσίευσε διηγήματα καὶ ποιήματα στὰ περιοδικὰ «Ἑστία» καὶ «Διάπλασις τῶν παίδων».
Ἡ καθαρεύουσά του εἶναι δουλεμένη καὶ ζωντανή, ἐνῷ οἱ διάλογοι γράφονται στὴ δημοτική. Κρῖμα, ποὺ ἐνῷ τὸν συγκίνησε ἡ δημοτικὴ (ἀπόδειξη τὸ χαριτωμένο ἀφήγημά του Διατὶ ἡ μηλιὰ δὲν ἔγινε μηλέα) δὲν μπόρεσε νὰ ὑπερνικήσει τὸν γλωσσικὸ διχασμό. Ὁπωσδήποτε τὰ διηγήματά του Τὸ ἁμάρτημα τῆς μητρός μου, Ποῖος ἦταν ὁ φονεὺς τοῦ ἀδελφοῦ μου, Αἱ συνέπειαι τῆς Παλαιᾶς ἱστορίας, Τὸ μόνον τῆς ζωῆς τοῦ ταξείδιον καί, κυρίως, τὸ καλύτερό του Μοσκὼβ Σελὴμ θεωροῦνται σημαντικότατα ἔργα τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας. Σημαντικὰ ἐπίσης εἶναι τὰ δοκίμιά του γιὰ τὸν Πλωτίνο, τὸν Ἴψεν, τὶς μπαλάντες κ.ἄ. Τὸ 1885 ἐξελέγη άμισθος ὑφηγητὴς τῆς φιλοσοφίας μὲ τὸ ἔργο του Ἡ φιλοσοφία τοῦ καλοῦ παρὰ Πλωτίνῳ.
Το πανεπιστημιακό κατεστημένο δεν τον δέχθηκε ποτέ. Στις μέρες μας γίνεται επανεκτίμηση του πολυσχιδούς και σημαντικού έργου του.