Σκόρπιες σκέψεις,
ανάρια ριγμένες μεσ στο χρόνο.
Σκόρπιες ελπίδες,
σκαρφαλωμένες στα σκαλιά του αύριο,
ελπίδες που βολοδέρνουν στον αγέρα,
τον τρελό
που δεν κουνάει τα κλαριά
του ξεχασμένο δάσους.
Έτσι είναι οι ελπίδες.
σαν την τρελή,
αναμαλλιασμένη μάνα
από έναν αγέρα που δεν φυσά
και που χασε ότι αγαπούσε.
Την ελπίδα.
Την ελπίδα που γέννησε
μέσα από τα σπλάχνα της
και πονά… αφού έφυγε
για πάντα η χαρά
της ανάστασης…του εγώ της;
της συνέχισης της ζωής της
μέσα από την ζωή που γέννησε;
Μια ελπίδα που έβγαλε μέσα
από τα ματωμένα σπλάχνα της
κι εχάθει απ την αιωνιότητα;
Μια αιωνιότητα που το
Ανθρώπινο μυαλό αναπαράγει;
Το συμφέρει;
Φοβάται μήπως χαθεί στης λήθης
τα σοκάκια τα ασμίλευτα;
Μήπως ξεχαστεί; προδοθεί;
Από το χρόνο
που δεν σταματά, αυτός, έχει…χρόνο.
Η ελπίδα όμως;
Σκόρπιες ελπίδες,
μέσα στο ψέμα και την αλήθεια βουτηγμένες,
ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη,
ανάμεσα στο τίποτα και σ όλα,
άγρια ρουλέτα θανάτου
τα πάθη και τα θέλω.
Οι σκέψεις μένουν σκόρπιες,
Ο χρόνος ακίνητος,
ασάλευτος…έχει χρόνο.
Κι ελπίδα,
κρυμμένη μέσα στο φάντασμα της,
μέσα στο σκοτάδι και το φώς
που αλλάζει και πάει
πότε στα βαθιά κι ανήλιαγα
σοκάκια της θάλασσας
Και πότε φτερουγίζει
μέσα στο φώς
που πάει να συναντήσει τον Δημιουργό.
Μα είναι ελπίδα που ποτέ
δεν θα γίνει κάτι.
Δεν θα φτάσει στο τέλος.
Μα σαν πάψει η ελπίδα να είναι ελπίδα
Τότε τι μένει;
Καινούρια ελπίδα που θα βολοδέρνει
πότε στο φώς και πότε στο σκοτάδι
μα πάντα μέσα στο αύριο
Κι αν το αύριο δεν έρθει;
Δεν ξημερώσει;
Κι αν το αύριο δεν θα είναι ποια αύριο;
Αν δεν φωτίσει ότι φωτίζεται;
Κι η ελπίδα θα μείνει καρφωμένη
σε ένα αύριο
που δεν έρχεται;
σε ένα αύριο που δεν θα ρθει;
Αυτή είναι η ελπίδα;
Μία ελπίδα που βολοδέρνει
ακόμα και στα στενά ανήλιαγα
σοκάκια του πληρωμένου έρωτα;
Της ντροπής και των ποταπών αισθημάτων;
Ποιόν κάνει άνδρα και ποια γυναίκα;
Ελπίδα για τον άνδρα, πώς ακόμη μια φορά
είναι άνδρας;
Και την γυναίκα που από την πληρωμή
του κόπου της, θα αναστήσει τα παιδιά της;
Με βρώμικα λεφτά, πασπαλισμένα
από τον βρώμικο ιδρώτα;
Ελπίδα που; Γιατί;
Ευχές για καλυτέρευση,
από φωνές
που δεν πιστεύουν σαυτό που λένε.
Από φωνές που ξέχασαν να βουτηχτούν
στην γνώση και το σεβασμό.
Είναι κενές,
άδειες, ανούσιες γιατί δεν είναι δεμένες
με ψυχές.
Και τούτες οι ψυχές,
δεν είναι ριζωμένες σε βάσεις
στέρεες,
πακτωμένες μέσα στον άνθρωπο
έτσι όπως τον έφτιαξε ο Δημιουργός.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΥΛΙΚΙΑΝΟΣ