Ο τρεις φορές χρυσός και μια χάλκινος Ολυμπιονίκης της άρσης βαρών Πύρρος Δήμας μίλησε για τις πιο δύσκολες στιγμές της μεγάλης καριέρας του και το πώς αντιμετώπισε την απόσυρσή του από τον επαγγελματικό αθλητισμό, σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης που παραχώρησε στο athletes.gr, από την οποία μπορείτε να διαβάσετε τα αποσπάσματα.
– Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στην αθλητική καριέρα σας και πώς καταφέρατε να την αντιμετωπίσετε;
«Και το Σίδνεϊ και η Αθήνα. Στο Σίδνεϊ, ενώ ήμουν πολύ ευχαριστημένος από την προετοιμασία μου, πήγα πολύ αγχωμένος λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού με τον Σουλεϊμάνογλου που πήγαινε για τέταρτο χρυσό. Ήμουν πολύ επηρεασμένος, πολύ αγχωμένος και με πολύ υψηλό στόχο που ήταν συγκεκριμένα τα 400kg. Στην πρώτη προσπάθεια και ενώ ποτέ δεν άκουγα τι γινόταν γύρω – γύρω στο στάδιο παρά μόνο τον προπονητή μου, από το άγχος άκουσα έναν φίλαθλο που φώναξε κάτι από τις κερκίδες, με αποτέλεσμα να χάσω τελείως τη συγκέντρωσή μου και να μην καταφέρω να σηκώσω τα κιλά. Χάνω και τη δεύτερη και πάω στον Χρήστο και του λέω να αλλάξουμε στρατηγική. Και εκείνος μου δίνει μια στην πλάτη με δύναμη και μου λέει “Ρε, καταλαβαίνεις ότι πάμε να ακυρωθούμε; Καταλαβαίνεις ότι πάμε να χάσουμε το μετάλλιο;” Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη την ώρα, ήμουν αλλού. Τότε το συνειδητοποίησα, συγκεντρώθηκα, πήγα το σήκωσα νευριασμένος και μάλιστα τόσο εύκολα σαν πούπουλο. Θυμάμαι καθόμουν μετά στην καρέκλα, έκλαιγα, ένιωθα τελειωμένος και έλεγα “Τι έκανα τώρα;”. Και τότε έρχεται ο Γεωργιανός, που ήταν πρώτος, βγάζει επιδεικτικά και με γελάκια τη σημαία της Γεωργίας την κρεμάει στους ώμους του, πανηγυρίζει και γυρνάω στον Ιακώβου και του λέω “Ό,τι βάζουν οι άλλοι, εμείς συν 5”. Γύρισε το μάτι μου. Μπήκα άλλος αθλητής στο ζετέ, άλλος στο αρασέ. Είδα και την κόλαση, είδα και τον παράδεισο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Και ξέρεις όταν βλέπω κάποιον μεγάλο αγώνα και λένε οι άλλοι ποιος θα κερδίσει εγώ γελάω. Γιατί σε οποιοδήποτε άθλημα και οποιοσδήποτε αθλητής έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές.
Στην Αθήνα ήμουν τραυματίας με τρεις επεμβάσεις στο γόνατο, με την τελευταία 25 ημέρες πριν από τον αγώνα. Σε προπόνηση μάλιστα πριν από τον αγώνα, προκειμένου να διαφυλάξω το γόνατο, άλλαξα το βάρος στήριξης, με αποτέλεσμα να τραυματίσω και τον καρπό μου. Μάλιστα, είχα τόσο άγχος με όλα αυτά, που πηγαίνοντας προς το γυμναστήριο κουβαλούσα την τσάντα με τα πράγματά μου -50kg βάρος- στην πλάτη και μόλις έφτασα στο γυμναστήριο είδα ότι έχει ροδάκια. Στον αγώνα πήγα με τη σκέψη ότι θα είμαι τελευταίος και ό,τι καλύτερο πετύχω από αυτό θα είναι πολύ καλό, μιας και στόχος μου ήταν να είμαι στην Ολυμπιάδα της χώρας μου και να κλείσω εκεί την καριέρα μου. Κάποιοι θέλανε χρυσό, κάποιοι χάρηκαν με αυτό που πέτυχα, κάποιοι χαρήκαν που αγωνίστηκα. Εγώ προσωπικά χάρηκα με το χειροκρότημα στο τέλος από τον κόσμο και αυτό έσβησε όλες τις πληγές μου, να το πω έτσι. Για μένα ήταν μια δύσκολη προετοιμασία λόγω των πολλών τραυματισμών που είχα. Βέβαια, ήμουν και πολύ τυχερός γιατί είχα δίπλα μου ανθρώπους διακεκριμένους στον χώρο τους που με συμβούλευαν και τους εμπιστευόμουν. Τον γιατρό Λάκη Νικολάου, την αθλίατρο Ελένη Μπέλα και τον φυσιοθεραπευτή Δημήτρη Βαλασιάδη. Και ήταν άνθρωποι που δεν έβαζαν το προσωπικό όφελος μπροστά και τους ευχαριστώ για αυτό».
-Πώς βιώσατε το κλείσιμο της αθλητικής σας καριέρας;
«Δεν υπήρξε ωραιότερο τέλος και μακάρι όλοι οι αθλητές να ζήσουν τέτοιο τέλος. Η επόμενη μέρα ήταν όμως δύσκολη. Είχα πει στα παιδιά μου ότι ήταν ο τελευταίος αγώνας και ότι μετά θα είμαι μαζί τους καθημερινά. Καταλαβαίνεις ότι όταν από 7½ χρόνων έως τα 33 σου, πας να γυμναστείς από τις 07.00 το πρωί και ξαφνικά δεν συμβαίνει αυτό… Για ένα εξάμηνο ήμουν άρρωστος. Σκουπίδι.. Τίποτα.. “Είμαι άχρηστος” έλεγα. Εντάξει, όμως, βοηθάει πάρα πολύ η οικογένεια. Μπορώ να πω ότι πέρασα κατάθλιψη. Αλλά βοηθάει πάρα πολύ η οικογένεια και η σύζυγός μου είναι ένας άνθρωπος ανοιχτόμυαλος. Στην αρχή με άφησε γιατί είχα ανάγκη από ξεκούραση, από ύπνο και από όλα αυτά που πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος. Μου έδωσε τον χρόνο μου και μετά σιγά-σιγά ξεκίνησε. “Ξέρεις, ο Βίκτωρας θέλει να παίξει ποδόσφαιρο. Να τον γράψουμε σε ένα σύλλογο”. Βρήκα λοιπόν σύλλογο, τον πήγα, γνωρίστηκα με κάποιους μπαμπάδες, φτιάξαμε και ομάδα ποδοσφαίρου και παίζαμε και οι μπαμπάδες κάποιες μέρες. Μετά σιγά – σιγά να πάω τα παιδιά σχολείο, μπαλέτο, πιάνο, να πάω και λαϊκή και σούπερ-μάρκετ. Σιγά – σιγά μπαίνεις σε μια καθημερινότητα. Εντάξει τα έχεις όλα έτοιμα στα χέρια μου, τώρα όμως έχεις και οικογένεια και πρέπει να τρέξεις. Μπαίνεις στην καθημερινότητα και είναι όλα μια χαρά και η ζωή συνεχίζεται. Σίγουρα ο αθλητισμός είναι τρόπος ζωής και δεν μπορούμε να τον αφήσουμε, αλλά δεν μπορείς να κάνεις μια ζωή πρωταθλητισμό. Γενικά κάνω γυμναστική, παίζω μπάλα ή τρέχω λίγο ή πάμε με τα παιδιά και τρέχουμε».