Ωραία θα είναι στο χωριό, ….
Γράφει η Νανά Χασικοπούλου.
– Ωραία θα είναι στο χωριό αυτές τις μέρες, μου λέει ένας φίλος.
– Χμ, ναι βέβαια, στο χωριό πάντα είναι ωραία……..
Όμως τρελό το μυαλό, ασυγκράτητη η σκέψη, βουρ πίσω στα παλιά, στο παρελθόν. Αχ αυτό το παρελθόν, γαντζωνόμαστε πάνω του λες και θα βάλει φρένο στο χρόνο, σκαλίζουμε μέσα του, ξεθάβουμε εικόνες για να στολίσουμε το σήμερα….
Δε, λέω ωραίο το χωριό αυτές τις μέρες, όμως δε νιώθω καμιά χαρά που κλείσαν τα σχολεία, δεν μυρίζω ασβέστη στα πεζούλια και το βρεγμένο χώμα στις σκουπισμένες αυλές, δεν τρέχω απ τα μεσημέρια ακόμη να βρω τις φιλενάδες μου «για να πάμε στην εκκλησία»,………..
(Καλά που πάει αυτή από τώρα, ε;
Που θα πάει, βρε Σοφοκλή, στην εκκλησία.
Από τόσο νωρίς, ούτε ο παπάς δεν πήγε ακόμη.
Ε, παδιά είναι, κλείσαν και τα σχολεία….
Και τις Κυριακές παιδί είναι, αλλά με ζόρι τη στέλνουμε στην εκκλησία. Τέλος πάντων, έκανε καμιά δουλειά, τουλάχιστον;
Ναι, ναι πότισε τα λουλούδια και σκούπισε και την αυλή …..)
Ωραία θα είναι στο χωριό, δε λέω, αλλά δε βλέπω πια κορίτσια με πανέρια στα χέρια να μαζεύουν απ τα σπίτια λουλούδια για τον Επιτάφιο, δε θα πάω με τη Ντίνα και τη Θεοπούλα να μαζέψουμε άγριο μάραθο, πίσω απ το νταμάρι, για το φρικασέ της Δευτέρας, δε θα βγώ να μαζέψω ποδαράκια απ τα σφαγμένα αρνιά για να βγάλω τα κότσια τους.Κι εκείνα τα τόπια που παίζαμε τι να έγιναν, εξαφανίστηκαν, δεν έχει πια τόπια;
Ωραία θα είναι στο χωριό, γιατί δε θα έχω πια αγωνία μήπως σφάξουνε το «δικό» μου αρνάκι.
(Το αρνάκι που μας χάρισαν μια χρονιά και το βάφτησα δικό μου. Δεν το σφάξαμε εκείνο το Πάσχα γιατί το λυπηθήκαμε. Την άλλη χρονιά πήραμε άλλο ένα για να έχει και ο αδελφός μου ένα δικό του. Όμως ποιο απ τα δύο να σφάζαμε, το δικό μου ή το δικό του; χαμός!! Και πάλι δε σφάξαμε κανένα. Κι έτσι λυπήσου το ένα, λυπήσου το άλλο, χωρίς να το θέλουμε γίναμε σε λίγα χρόνια μικροκτηνοτρόφοι με τα πρώτα αρνάκια που λυπηθήκαμε και τα παιδιά τους!! Ακόμη τα «βλέπω» να τριγυρνάνε όλα μαζί στη γειτονιά, ένα αστείο, περίεργο και όμορφο θέαμα).
Ωραία θα είναι στο χωριό, δε λέω, αλλά η θεία μου γέρασε πια, ανήμπορη, άρρωστη, δεν μπορεί να βάψει αυγά με κείνα τα σχέδια από λουλούδια και φύλλα μαϊντανού, που τόσο μου άρεσαν!! Φέτος θα βάψω κι εγώ τέτοια, θεία μου, σαν και τα δικά σου και θα σου φυλάξω ένα, έτσι για να σε δω να χαμογελάς κι ας μην θυμάσαι πια ποια είμαι.
………………………………………………………………………………
Ωραία που ήταν στο χωριό, εκείνο το βράδυ της Ανάστασης με το κόκκινο βελούδινο φουστάνι και την άσπρη ζακέτα που μου έπλεξες, μαμά. Εκείνη που την έκαψα με τη λαμπάδα την πρώτη φορά που τη φόρεσα!!! Θυμάσαι που με ρώταγες γιατί περπατάω έτσι στραβά και παράξενα; ήταν για να κρύψω τις τρύπες της ζακέτας, να πέρναγε τουλάχιστον το Πάσχα, κι ας «έβρεχε» μετά!!
Ωραία θα είναι στο χωριό, δε λέω, ……