Ραγδαίες αναμένονται οι εξελίξεις στον κλάδο των ιδιωτικών μαιευτηρίων στο άμεσο μέλλον, καθώς η σταθερή μείωση των γεννήσεων σε συνδυασμό με τον έντονο ανταγωνισμό έχει οδηγήσει σε δραματική μείωση του τζίρου, ο οποίο παράλληλα πλήττεται και από τις επιβαρύνσεις από clawback και rebate.
To 2015 αποτέλεσε έτος με αρνητικό ρεκόρ γεννήσεων για την Ελλάδα καθώς μετά από αρκετά χρόνια ο αριθμός των βρεφών που αντίκρισαν ελληνικό φως έπεσε κάτω από τις 92.000 και συγκεκριμένα με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ήταν μόλις 91.650. Την ίδια στιγμή και το 2016 άρχισε με τα ληξιαρχεία να καταγράφουν και νέα μείωση της τάξης του 1-1,5% , ρυθμός που αναμένεται να έχει αυξηθεί το Μάιο και ακόμη περισσότερο τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Κι αυτό γιατί αυτούς τους μήνες θα φανεί και η μειωμένη διάθεση των ελλήνων να αποκτήσουν παιδί κατά το προηγούμενο καλοκαίρι σε περιβάλλον capital control!
Τα παραπάνω στατιστικά πέρα από τη δημογραφική διάστασή τους, έχουν προκαλέσει έντονο προβληματισμό στα ιδιωτικά μαιευτήρια, τα οποία τα τελευταία χρόνια έχουν δει τους τζίρους του να μειώνονται σε ποσοστό πάνω από 30%. Μάλιστα πρόσφατη μελέτη της ICAP υπολόγισε το συνολικό τζίρο των ιδιωτικών μαιευτηρίου στα περίπου 185 εκατ. ευρώ το 2015, έναντι 280 εκατ. ευρώ το 2009 δηλαδή πριν το ξέσπασμα της κρίσης, ενώ για φέτος είναι πολύ πιθανό ο εν λόγω κύκλος εργασιών κινηθεί κάτω και από τα 180 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες εκπροσώπων του κλάδου των κλινικών, στην ελληνική επικράτεια λειτουργούν 70 Δημόσια και 33 ιδιωτικά μαιευτήρια, όπου με βάση τα πρώτα στοιχεία πέρυσι γεννήθηκαν σε αυτά 83.398 παιδιά. Στα ιδιωτικά μαιευτήρια γεννήθηκαν μάλιστα 44.752 παιδιά γεγονός που δείχνει ότι ο ιδιωτικός τομέας αποσπά το 50% των γεννήσεων αφού και για τα υπόλοιπα περίπου 8000 παιδιά το πιθανότερο είναι να γεννήθηκαν σε κάποιο δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα.
Τη μερίδα του λέοντος στις γεννήσεις κατέχουν τα Ιασώ , Ρέα και Μητέρα με συνολικά 22.785 γέννες δηλαδή έχουν μερίδιο της τάξης του 25% ενώ αν προστεθούν και τα μαιευτήρια Λητώ και Γαία (όμιλος Ιατρικού), στις πέντε αυτές κλινικές γεννιέται 1 στα 3 παιδιά στην Ελλάδα.
Αν και το μερίδιο είναι υψηλό, αυτό δε σημαίνει ότι οι κορυφαίοι του κλάδου δεν διατηρούν σημαντικές επιφυλάξεις και προβληματισμούς για το μέλλον. Μάλιστα όπως δηλώνουν οι εκπρόσωποι των εταιρειών προκειμένου να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στην πιεστική κατάσταση έχουν επεκτείνει τις υπηρεσίες τους και σε άλλες ιατρικές ειδικότητες όπως είναι τα γυναικολογικά περιστατικά και οι παιδιατρικές κλινικές. Εξάλλου ο όμιλος Ιασώ δεν είναι πλέον μόνο μαιευτική κλινική, ο όμιλος Μητέρα είναι Γενική Κλινική, το Ρέα είναι και χειρουργική κλινική ενώ έχει και μεθοδεύει την εξέλιξή του και σε Γενική Κλινική, ενώ το Γαία αποτελεί τμήμα του Ιατρικού Αθηνών.
Η ενίσχυση των παράλληλων ιατρικών εργασιών σε ένα βαθμό επιβλήθηκε καθώς από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα η μείωση στις τιμολογήσεις τοκετών κατά μέσο όρο είναι της τάξης του 50%. Μάλιστα η ραγδαία μείωση του τζίρου συγκρατήθηκε λόγω αυτή της δραστηριότητας.
Επισημάνσεις εκπροσώπων κλινικών
Από κει και πέρα ξεκινά και ένας έντονος ανταγωνισμός ο οποίος σε συνδυασμό με την κρίση θα αφήσει έντονο αποτύπωμα. Συγκεκριμένα όπως σημειώνει ο Γενικός Διευθυντής του Ιασώ, κ. Πασχάλης Μπουχώρης, «εξετάζοντας τις γεννήσεις κάθε περιφέρειας και τον αριθμό των κλινικών μπορεί με βεβαιότητα να συμπεράνει ότι κάποιες κλινικές θα κλείσουν στο επόμενο διάστημα. Σε κάθε περίπτωση διακινδυνεύω να πω ότι κλινικές με λιγότερες από 500 γέννες δεν θα υπάρχουν στη επόμενη περίοδο. Με τιμές, περικοπές και καθυστερήσεις πληρωμών ΕΟΠΥΥ θα κλείσουν και άλλες».
Από την πλευρά του ο Γιάννης Κωνσταντάκης, Γενικός Διευθυντής, της Ρέα Μαιευτική Γυναικολογική Κλινική, υποστηρίζει ότι η κατάσταση δυσχεραίνει και λόγω του γεγονός ότι διαπιστώνεται μια τάση μετανάστευσης των ελλήνων η οποία αφορά παραγωγικά άτομα σε ηλικίες που συνδέονται με τη δημιουργία οικογένειας την οποία και προτιμούν να δημιουργήσουν εκτός Ελλάδα. Παρόλ’ αυτά σημειώνει ότι υπάρχουν «προτάσεις που σε περίπτωση που οι Κλινικές τις αξιοποιήσουν ενδέχεται να μπορέσουν να ξεπεράσουν την κρίση όσο το δυνατόν πιο αλώβητα. Οι δε ελληνικές εταιρείες έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που δεν είναι άλλο από την παροχή υψηλού επιπέδου Υπηρεσίες Υγείας.
Ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Υγεία και της θυγατρικής Μητέρα, κ. Αντρέας Καρταπάνης, σημειώνει τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί όσον αφορά τις πληρωμές από τον ΕΟΠΥΥ και ιδιαίτερα χαμηλή τιμή του ΚΕΝ για ένα φυσιολογικό τοκετό που μαζί με την σχετική είσπραξη για το παιδί είναι της τάξης των 800 ευρώ το πολύ. Από αυτό βέβαια το νοσοκομείο εισπράττει το 51%. Επίσης για τη δομή των ιδιωτικών μαιευτηρίων σημειώνει ότι «Η λειτουργία αυτοτελούς μαιευτηρίου με ταυτόχρονη λειτουργία γυναικολογικού τμήματος έξω από την δομή ενός γενικού νοσοκομείου, λειτούργησε και λειτουργεί ακόμα στην Ελλάδα. Στις ανεπτυγμένες χώρες του εξωτερικού , λειτουργούν μαιευτικά και γυναικολογικά τμήματα ενταγμένα σε γενικά νοσοκομεία και υπάρχει εκμετάλλευση των υποδομών και των υπηρεσιών του Γενικού Νοσοκομείου
Επίσης ο κ. Νίκος Μόσχος, διευθυντής Επιχειρησιακής Ανάπτυξης του ομίλου Ιατρικό Αθηνών, υπογραμμίζει, ότι «μέσα σε αυτό το αντίξοο περιβάλλον, τα ιδιωτικά μαιευτήρια στέκονται αρωγοί των νέων ανθρώπων και απαντούν τόσο με βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών όσο και με παράλληλη προσαρμογή της τιμολογιακής τους πολιτικής στις σημερινές οικονομικές συνθήκες. Αρκεί να σημειωθεί ότι, στο σύνολό τους, έχουν προβεί σε σημαντικές επενδύσεις συνολικά, κοντά στα 100 εκατ. ευρώ, και αυτά μέσα στην περίδο της κρίσης. Σύγχρονες τάσεις όπως η άμεση συνύπαρξη μητέρας και βρέφους μετά τον τοκετό, η οποία βοηθά στη δημιουργία δεσμού μεταξύ τους ή η παροχή δυνατότητας στον πατέρα να παρευρίσκεται στον τοκετό υποστηρίζονται πλήρως από τα Ελληνικά μαιευτήρια, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα».