Μιχαήλ Μητσάκης: Ένας μάγος της εικόνας και του ύφους
του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Ο Μιχαήλ Μητσάκης υπήρξε πολυσχιδής συγγραφική φυσιογνωμία: έγραψε ποιήματα και διηγήματα, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική και το χρονογράφημα, πέρασε από τις σημαντικότερες εφημερίδες και τα μεγαλύτερα περιοδικά της εποχής του, μεταξύ των οποίων και οι σατιρικές «Ασμοδαίος» και «Άστυ», εξέδωσε ο ίδιος δύο σατιρικά φύλλα, δημοσίευσε κατ’ επανάληψη τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις και υπέγραψε τα κείμενά του με πλήθος ψευδώνυμα. Γεννημένος στα Μέγαρα το 1868, ο Μητσάκης μεγάλωσε στη Σπάρτη με πατέρα ανώτερο υπάλληλο και μητέρα αρχοντικής καταγωγής, αλλά ελλείψει πατρικής περιουσίας βιοπορίστηκε αποκλειστικά από τη δημοσιογραφία. Η λαμπρή, όμως, σταδιοδρομία του διεκόπη σε ηλικία μόλις 28 ετών, όταν εκδηλώθηκε η ψυχική του ασθένεια η οποία τον οδήγησε στο Δρομοκαΐτειο, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Ιουνίου του 1916.
Εκατό χρόνια μετά τον θάνατό του ο Μητσάκης, ο οποίος απέρριψε τόσο την τυραννία της καθαρεύουσας όσο και τη στρατευμένη δημοτική του Ψυχάρη, παραμένει ζωντανός στη μνήμη των επόμενων γενεών όχι μόνο για τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της λογοτεχνίας του, που αποσπάστηκε ευθύς εξαρχής από το παραδοσιακό πλαίσιο, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο επηρέασε ο διαταραγμένος ψυχισμός του τον τρόπο της γραφής του. Απευθυνθήκαμε σε δύο πανεπιστημιακούς που έχουν μελετήσει επισταμένως το έργο και την προσωπικότητά του και φωτίζουν τη δράση και τον βίο του μέσα από την οπτική γωνία της επιστήμης τους. Συζητάμε με τον Δημήτρη Ν. Πλουμπίδη, καθηγητή Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τον Διονύση Γούτσο, καθηγητή Γλωσσολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ίδιου πανεπιστημίου.
«Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τον Μητσάκη μέσω ενός γάλλου καθηγητή που είχε βρει μια έκδοση του 1957 με τα γαλλικά ποιήματά του. Με εντυπωσίασαν από την πρώτη στιγμή η χρήση και η πυκνότητα του λόγου του», λέει ο Δ. Ν. Πλουμπίδης: «Είναι ένας μάγος της εικόνας, που προχωρεί πάντοτε σε μεγάλο βάθος. Κι αυτό χωρίς να έχει ιδεολογία, χωρίς να διαθέτει μια συγκροτημένη θεωρητική σκευή – κάτι που τον κάνει να λειτουργεί με έναν ψυχικά πολυέξοδο τρόπο. Ο Μητσάκης έγραψε πολύ καλά ποιήματα στα γαλλικά (δοκιμάζοντας ταυτοχρόνως τις δυνάμεις του και στον ελληνογαλλικό στίχο) και έσπευσε να οχυρωθεί πίσω από τη γαλλική γλώσσα όταν ξέσπασε η τρέλα του. Μέσω της γαλλικής γλώσσας είχε τη δυνατότητα να διαλέξει τους συνομιλητές του. Τα γαλλικά είναι ο προστατευτικός του μανδύας».
«Το κυριότερο χαρακτηριστικό του Μητσάκη», επισημαίνει προς την ίδια κατεύθυνση ο Δ. Γούτσος, «είναι η ετερογλωσσία του. Από τα πρώτα κιόλας ποιήματά του ξεκινάει ένα παιχνίδι εναλλαγής ελληνικών και γαλλικών, που αποκτά όλο και μεγαλύτερη ένταση όσο περνούν τα χρόνια και κορυφώνεται όταν φτάνει στην περίοδο της τρέλας του. Είναι η εποχή κατά την οποία επεξεργάζεται περαιτέρω τη σχέση με το γράψιμό του. Τότε οξύνεται και η αίσθηση που έχει για τις εναλλαγές, τις παραλλαγές και τις αποχρώσεις του λόγου του, αίσθηση την οποία διακρίνουμε ήδη από τα αρχικά συγγραφικά του βήματα. ”Ζήτωσαν αι παραλλαγαί των εννοιών”, όπως έλεγε κι ίδιος. Κυρίαρχο εξάλλου ρόλο στα κείμενά του (πρωτότυπα και λογοτεχνικές κριτικές) αναλαμβάνουν και τα λογοπαίγνια τόσο σε μορφολογικό όσο και σε φωνολογικό επίπεδο».
Τίποτε δεν είναι τυχαίο: «Σκέφτομαι συχνά, και το έχω υποστηρίξει και παλαιότερα», παρατηρεί ο Δ. Ν. Πλουμπίδης, «πως στο έργο του Μητσάκη, ποιητικό και πεζογραφικό, υπάρχει ένα αφανές φιλολογικό σχέδιο, ένα σχέδιο που συνεχίζεται και στη φάση της τρέλας. Υπό αυτή την έννοια θα πρέπει να συνεξετάσουμε τα γαλλικά και τα ελληνικά ποιήματα και να τα μελετήσουμε συστηματικότερα». Μπορεί η τρέλα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο να αποτελέσει στοιχείο ύφους; «Θα έλεγα πως ο Μητσάκης βάζει το ωραίο του ύφος σε αδιάκοπη δοκιμασία», απαντά ο Δ. Γούτσος: «Το εντείνει, αυξάνει υπερβολικά την ταχύτητά του (το αφήνει να ενεργήσει σε υπέρτατο βαθμό) και έτσι κάποια στιγμή, όταν τρελαίνεται, χάνει το νόημα. Υπάρχουν, όμως, πάντοτε ο ρυθμός και το ύφος: ένα ύφος κι ένας ρυθμός που τον τοποθετούν όχι στον υπερρεαλισμό, αλλά σε μιαν άκρη του μοντερνισμού – μια άκρη που θα τον βοηθήσει να υπερπηδήσει την ηθογραφία αφού ουδέποτε τον κάλυψε η παράδοση».
Μεταξύ των ολίγων περιέργων θεαμάτων της μικράς επαρχιακής πόλεως, εν ή διήλθον την παιδικήν μου ηλικίαν, κατελέγετο και εις παράφρων, ούτινος η ανάμνησις έμεινε βαθέως εγχαραγμένη εις το πνεύμα μου… Άλλοτε εμονολόγει βαδίζων ως να συνδιελέγετο μετ’ αοράτων ομιλητών και τινασόμενος υπ’ αφνιδίων ορμών εγρονθοκόπει βιαίως τον αέρα ως επιτιθέμενος κατ’ αφανών εχθρών. ‘Άλλοτε ήδεν ακαταλήπτου στιχουργίας και μέλους άσματα, κατελαμβάνετο υπ’ εκρήξεων αλλοκότου ευθυμίας, έβαλλε διαμιας, ενώ εφαίνετο χαίρων, σπαρακτικοτάτους λυγμούς ή ετρέπετο, ενώ περιπάτει τέως γαλήνιος, εις δρομαίαν και ακατάσχετον φυγήν ως καταδιωκόμενος.
(«Εις τον οίκον των τρελλών», 1887)
Ο Μητσάκης έγραφε συχνά για τις ταλαιπωρίες και τους βασανισμούς που έβλεπε να υφίστανται τα ζώα στους αθηναϊκούς δρόμους. Όταν χτυπήθηκε από την ασθένεια και άρχισε να περιφέρεται άσκοπα σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας, έπεσε κι ο ίδιος θύμα της καθημερινής της βίας: περιφρονήθηκε, χλευάστηκε και λοιδορήθηκε όσο σχεδόν κανείς άλλος. «Τα καλύτερα έργα του είναι ενδεχομένως αυτά που αποτυπώνονται στα χαρτάκια τα οποία προμηθεύεται από τα γραφεία των εφημερίδων κατά τη διάρκεια των τρελών του περιπλανήσεων στην Αθήνα», σημειώνει ο Δ. Ν. Πλουμπίδης: «Θα δούμε κι εδώ κάτι από το κρυμμένο φιλολογικό του σχέδιο, όπως θα το δούμε και στα γαλλικά ποιήματα που εναποτίθενται ως σημειώσεις του στο περιθώριο των σελίδων μιας έκδοσης της Ιλιάδας».
Οι αθηναϊκές περιπλανήσεις του Μητσάκη, οι γραφές του στα χαρτάκια, οι ερωταποκρίσεις που υποκρύπτονται στα διάφορα «γιατί» του, είναι πιθανόν να αποκαλύπτουν μιαν άλλη όψη του μοντερνισμού του. «Ο Μητσάκης δημιουργεί με το αστικό περιβάλλον δεσμούς όπως οι δεσμοί, τους οποίους ανέπτυξαν με την πόλη ο Μπωντλαίρ και ο Μπένιαμιν», υπογραμμίζει ο Δ. Γούτσος: «Ο Μητσάκης δεν είναι μόνο ένας τρελός που περπατάει στους αθηναϊκούς δρόμους (”ένας ψυχίατρος θα το ονόμαζε αυτό υπερκινητικότητα”, παρεμβάλλεται ο Δ. Ν. Πλουμπίδης), αλλά κι ένας συγγραφέας που ακούει τα πάντα τριγύρω του: ήχους, μελωδίες, μουσικές».
Καραβάνια ολόκληρα εξεκίνων από των πόλεων προς ανιχνεύσεις ανά τας ερημίας μερών άτινα υπετίθεντο -διατί δε τούτο, άδηλον- πως θα εγκρύπτουν ορυκτά. Εταιρείαι εσχηματίζοντο. Συμμορίαι μεταλλοκυνηγών διωργανούντο… Καθ’ όλην την χώραν ουδέν άλλο ζήτημα, ουδέν άλλο θέμα, τίποτε εκτός αυτού δεν ενδιέφερεν… Αλλ’ όπως όλα, εξητμίσθη βαθμηδόν και αυτή η ορμή και κατηυνάσθη το μυστηριώδες πάθος και ησύχασαν τα εξαφθέντα νεύρα κ’ εκόπασεν ο πάταγος ο άλογος, πεισθέντος κατά μικρόν μετά πολλά του πλήθους ότι αυταπάτης πάταγος ο άλογος, πεισθέντος κατά μικρόν μετά πολλά του πλήθους ότι αυταπάτης θύμα ήν και ανοήτου ουτοπίας είχε γίνει παίγνιον…
(«Εις Αθηναίος χρυσοθήρας», 1890)
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: επιμέλεια Νατάσσα Δομνάκη