Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η συνέντευξη Τύπου του αρμόδιου αναπληρωτή υπουργού με αρμοδιότητα για ζητήματα Μετανάστευσης Γιάννη Μουζάλα ήταν αποκαλυπτική ως προς μια πραγματικότητα, η οποία είναι αναπόδραστη: η συμφωνία με την Τουρκία, όσο ηθικά επιλήψιμη και αν μπορεί να θεωρείται από κάποιους, είναι το μοναδικό σχέδιο, προκειμένου να μην γεμίσει μια πλήρως ανέτοιμη χώρα, όπως η Ελλάδα, με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και παράνομους μετανάστες.
Η παραδοχή του κ. Μουζάλα -ο οποίος συνηθίζει να είναι ευθύς και να λέει τα πράγματα με το όνομά τους- πως, σε περίπτωση που καταρρεύσει η συμφωνία με την Τουρκία, θα εισρεύσουν στη χώρα 180.000 πρόσφυγες και μετανάστες είναι ενδεικτική της σοβαρότητας της κατάστασης και της αδήριτης αναγκαιότητας να διατηρηθεί στη ζωή η συμφωνία. Διότι, όσο δεν δίνεται η βίζα στους Τούρκους -και ορθά, κατά την άποψη της στήλης, αφού δεν πληρούνται λίγα αλλά πολύ ουσιώδη κριτήρια- και η ΕΕ δεν μπορεί να πιέσει τη γείτονα χώρα, προκειμένου να πάρει πίσω περισσότερους μετανάστες από επιστροφές και να προχωρήσει το πρόγραμμα του relocation.
Είναι σαφές πως οι αυταπάτες της κυβέρνησης ως προς το προσφυγικό έχουν καταρρεύσει παταγωδώς. Ο βαλκανικός διάδρομος είναι κλειστός, δεν πρόκειται να ανοίξει άμεσα και, αν υπάρξει απελευθέρωση των ροών εκ μέρους της Τουρκίας, τότε είναι που αυτός θα κλείσει ερμητικά, μιας και καμία βαλκανική χώρα δεν θα επιτρέψει μαζική διέλευση από το έδαφός της, με αποτέλεσμα αυτοί οι άνθρωποι να εγκλωβιστούν στην Ελλάδα, όπου ήδη πολλές δομές είναι πάνω από τα όριά τους, με αποτέλεσμα οι συνθήκες να είναι δύσκολα υποφερτές σε αρκετές εξ αυτών. Και μπορεί ο κ. Μουζάλας να υπόσχεται νέους χώρους στέγασης και περισσότερα δικαιώματα παιδείας, εργασίας, στέγασης και υγείας, πλην όμως ο αριθμός που μπορεί να αντέξει η χώρα είναι πεπερασμένος.
Και είναι πεπερασμένος για έναν ακόμα λόγο: αν συμβεί οιαδήποτε «στραβή» και η συμφωνία με την Τουρκία καταρρεύσει, η μόνη υποστήριξη που θα λάβουμε από την ΕΕ είναι σε ανθρωπιστικό και οικονομικό επίπεδο, προκειμένου να διαχειριστούμε εμείς το βάρος. Η πιθανότητα ισοκατανομής ή έστω μερικής ανάληψης κρίσιμου βάρους από άλλες χώρες είναι τελείως αμφισβητήσιμη, την ώρα που στη Γερμανία εκτιμούν πως αργά ή γρήγορα θα πρέπει να λειτουργήσει εκ νέου ο κανονισμός του Δουβλίνου, δηλαδή να στέλνονται στην πρώτη χώρα καταγραφής παράνομοι μετανάστες, προκειμένου να απελαθούν από εκεί.
Το ζήτημα, επίσης, είναι πως η κυβέρνηση δοκιμάζεται και συνήθως περνά κάτω από τον πήχυ της διαχείρισης μεγάλων προκλήσεων, όπως είναι το προσφυγικό. Συνεπώς, πώς θα μπορούσε αυτή η κυβέρνηση, χωρίς μάλιστα την έμπρακτη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη των πρώτων μηνών της προσφυγικής κρίσης, να διαχειριστεί την παρουσία πολύ περισσότερων ανθρώπων σε δομές οριακής δυναμικότητας; Η απάντηση είναι πως δεν θα μπορούσε και η επόμενη μέρα θα ήταν εφιαλτική, τόσο λόγω της κυβερνητικής αβελτηρίας όσο και λόγω των αντικειμενικών δεδομένων που δεν επιτρέπουν την ορθή διαχείριση μιας τέτοιας υπερσυγκέντρωσης.
Με άλλα λόγια, να «προσευχόμαστε» να συνεχίσει να υφίσταται, έστω και στη σημερινή κουτσουρεμένη της μορφή η συμφωνία με την Τουρκία, γιατί η εναλλακτική, το Plan B, είναι από γκρίζο έως κατάμαυρο για τη χώρα μας.