της Ιωάννας Παπαθανασίου*
«Δεν έχω συναντήσει χειρότερο βουνό από τον Γράμμο […] σχεδόν αδιάβατα τα φαράγγια του, αλλού υψώνονται πέτρινες βελόνες αετοφωλιές απάτητες και άλλες στενότατες ράχες σε ξεγελούν. Νομίζεις ότι βρήκες την κύρια ράχη, την δεσπόζουσαν οδό και σε λίγο βρίσκεσαι από κάτω.
Κάπου-κάπου βλέπεις έναν ομαλό τρούλο – η τούμπα περιβάλλεται στη βάση της από γκρεμούς […]. Αδιάβατες οι λόχμες. Τόσο απανωτά είναι τα βουνά που νομίζεις ότι εδώ ξέχασε ο Ζεύς να τα ξαναβάλη στη θέση τους μετά την Τιτανομαχία. Από τα σύνορα κατεβαίνει προς τον Αλιάκμονα το ρέμα της Κελαρίνας, ανατολικά της Σλήμνιτσας κι όπως στα παλιά κάστρα σχηματίζει την τάφρο του Κονοπιάτσε και του Πιού. Κοντά στο Μονόπυλο, νότια από τον Αλιάκμονα υψώνονται τα φοβερά Ψωριάρικα, πέτρινος τοίχος, απότομος, δυόμιση χιλιόμετρα μακρύς. […] Λίγο δυτικώτερα από τη στενή κορυφογραμμή του Παπούλη-Τσάρνο κατεβαίνουν ανατολικά μέσα στη λόχμη αναρίθμητες χαραβδώσεις, φυσικές βληματοδόχες. Στενότατες είναι και οι ράχες που τις χωρίζουν.[…]. Παραπίσω ως την κορυφογραμμή της βορειοτάτης Πίνδου, ως την κορυφογραμμή του Γράμμου που ακολουθεί τα σύνορα, σηκώνονται άλλα υψώματα, απίθανα στη μορφή και την κατεύθυνση». («Πώς εκερδήθη η μάχη», εφημερίδα Ελευθερία, 30.08.1949).
«Φυσικό οχυρό» ο Γράμμος, όπως τον περιέγραφαν οι στρατιωτικές αρχές και οι πολεμικοί ανταποκριτές «απόρθητο φρούριο της λευτεριάς», όπως τον χαρακτήρισε η πολιτικο-στρατιωτική ηγεσία του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), είχε γίνει γνωστός με τ’ όνομά του σ’ ολόκληρο τον ψυχροπολεμικό κόσμο, σε Δύση και Ανατολή. Η μέχρις εσχάτων αντιπαράθεση ανάμεσα στο «καλό» και στο «κακό», ανάμεσα στην «δημοκρατία» και στον «φασισμό» ή τον «κομμουνισμό», σύμφωνα με το περιεχόμενο που έδιναν στις λέξεις τα αντίπαλα στρατόπεδα και τα αφυπνισμένα μανιχαϊστικά δίπολα, τον έφεραν από νωρίς στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, ενδιαφέροντος που κορυφώθηκε στην τελευταία φάση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου.
Αυτός ο παραμεθόριος ορεινός όγκος είχε συμβολικά επωμιστεί ένα ιδιαίτερο βάρος και ταυτόχρονα είχε απολέσει, για τρία τουλάχιστον χρόνια, την αδιασάλευτη στους αιώνες πέτρινη σιωπή του. Πριν ακόμη εκλείψουν οριστικά οι δυνατότητες για τη δημιουργία μιας «ελεύθερης περιοχής» σε ομαλότερα εδάφη στο βορεινό τμήμα της χώρας, ο Γράμμος είχε καθιερωθεί στις αριστερές συνειδήσεις ως ο τόπος όπου χτυπούσε ο σφυγμός της «Ελεύθερης Ελλάδας» και της «προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησής» της. Για τους αντιπάλους της, όσοι είχαν γίνει κοινωνοί του «τρίτου γύρου της κομμουνιστικής ανταρσίας» αποδεχόμενοι την νομιμότητα του «μοναρχοφασιστικού κράτους και της κυβέρνησης των Αθηνών», εκείνη η απώτατη γωνιά της ελληνικής μεθορίου δεν εκπροσωπούσε παρά τη «φωλεά των κομμουνιστοσυμμοριτών», το «άνδρον όπου, συνεργία των βορείων γειτόνων, εξυφαίνετο η κομμουνιστική συνωμοσία εναντίον του έθνους».
Οι συμβολισμοί βρίσκονται πάντα σε συνάρτηση με τις πραγματικότητες. Βεβαίως, δεν επρόκειτο μόνο για τον Γράμμο, αλλά για μια ευρύτερη έκταση, ένα νοητό τετράπλευρο και ανισομερές σχήμα που διαμορφώνεται βασικά από τους όγκους του Γράμμου και του Βίτσι και οροθετείται στον βορρά από τα τότε ελληνο-γιουγκοσλαβικά σύνορα και δυτικά από μια στενή ζώνη στην ελληνο-αλβανική μεθόριο. Ο ΔΣΕ, με τις υποδομές και τις εγκαταστάσεις του, η παρουσία και της πολιτικής ηγεσίας του ΚΚΕ, έθεσαν τις βάσεις για ένα νέο πλαίσιο που άρχισε να οργανώνεται συστηματικά από το φθινόπωρο του 1947. Στο σχέδιο αυτό ενεπλάκησαν -τις περισσότερες φορές οικειοθελώς- οι τοπικές μικρο-κοινωνίες. Μια άτυπη ελληνική «λαϊκή δημοκρατία» άρχισε να λειτουργεί στα πρότυπα και με την ενίσχυση των ιδεολογικά συγγενών με το ΚΚΕ, κομμάτων-κρατών. Αγροτικοί και κτηνοτροφικοί πληθυσμοί, Έλληνες, πρόσφυγες του ’22 και μειονοτικοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, διασταυρώθηκαν με εξεγερμένους αγρότες της ηπειρωτικής ενδοχώρας και κατοίκους κυρίως των μικρών αστικών κέντρων, όσοι είχαν ενταχθεί στις γραμμές του ΔΣΕ για να κατακτήσουν από κοινού την κοινωνική επανάσταση και την πολιτική ανατροπή, αυτά που δεν κατέστησαν εφικτά στη χώρα μετά το τέλος της «πρώτης Κατοχής».
Τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησε η προδιαγεγραμμένη από το τέλος του 1948 ήττα, οι εντάσεις που προκάλεσαν οι εσωτερικοί κραδασμοί στο «κομμουνιστικό στρατόπεδο», ιδιαιτέρως μετά την ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν και την Κομινφόρμ, επέφεραν δυσλειτουργίες στη λαϊκο-δημοκρατική Ελλάδα, στο κόμμα και τον στρατό του. Παραμορφώσεις και ακρότητες δεν ήταν ξένες από το κλίμα περιχαράκωσης, όπως το καλλιέργησαν οι ψυχροπολεμικές καχυποψίες και το ενίσχυσε η σταλινική ορθοδοξία και ο φανατισμός. Οι δυσλειτουργίες έγιναν γνωστές και πολυ-συζητήθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν την στρατιωτική και πολιτική ήττα της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς. Όμως, όσο τα πράγματα ήταν σε εξέλιξη, δεν ανέστειλαν τις νέες πραγματικότητες. Το αντίθετο μάλιστα, μάς επέτρεψαν να αποτιμήσουμε εκ των υστέρων το μέγεθος της αυταπάρνησης απέναντι στον φόβο και τον θάνατο, την πίστη στον αγώνα και την γενναιότητα απέναντι στην υπεροπλία του αντιπάλου, την ανάγκη για αντίσταση των μάχιμων του ΔΣΕ όπως και των τοπικών πληθυσμών που στήριξαν τα εξαιρετικά εκτεθειμένα μετόπισθέν του.
Τον Αύγουστο του 1949 οι ουρανοί «έβρεξαν» φωτιά και σίδερο στο νοητό τετράπλευρο της «Ελεύθερης Ελλάδας». Φωτιά και σίδερο! Μετά τις πετυχημένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και τη νότια Ελλάδα, το ενδιαφέρον των επιτελών του Εθνικού Στρατού (ΕΣ) και των Αμερικανών αξιωματούχων-συμβούλων στράφηκε στο Βίτσι και τον Γράμμο. Εκτός των άλλων, η αποτυχία των κυβερνητικών δυνάμεων στην περιοχή την περασμένη χρονιά, τον Αύγουστο του 1948, με τον περίφημο ελιγμό του ΔΣΕ, δεν άφηνε περιθώρια επιλογών. Η επιχείρηση με το κωδικό όνομα «Πυρσός» σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε σε τρείς φάσεις. Η πρώτη, από τις 2 έως στις 8 Αυγούστου, προέβλεπε παραπλανητικές επιθέσεις στον Γράμμο, με σκοπό την δημιουργία της εντύπωσης ότι εκεί θα ξεδιπλωνόταν η κύρια επίθεση. Η δεύτερη, από τις 10 έως τις 16 Αυγούστου, έστρεφε τις ενέργειες του κυβερνητικού στρατού στην ευρύτερη περιοχή του Βίτσι, την κατάληψή της και την εξόντωση των ανταρτών. Στην τρίτη και αποφασιστική φάση, από τις 24 ως τις 30 Αυγούστου, ο ΕΣ στράφηκε και πάλι στον Γράμμο, με σκοπό την κατάληψή του και την πλήρη καταστροφή των ανταρτικών δυνάμεων. Μετά την διείσδυση, ο αποκλεισμός των αλβανικών συνόρων θα στερούσε κάθε δυνατότητα διαφυγής στις δυνάμεις του ΔΣΕ.
«Ο Γράμμος έπεσε»! «Ο Γράμμος απηλευθερώθη»! Στις 29 Αυγούστου 1949, με την οπισθοχώρηση των τμημάτων του ΔΣΕ στην Αλβανία, η μάχη του Γράμμου έληξε νικηφόρα για τον ΕΣ και «σύσσωμον το έθνος». Στην «πλήρη κατάρρευσιν του συμμοριτισμού» απάντησε το «όπλο παρά πόδα» δίνοντας συνέχεια στη μάχη των συμβόλων. Πληγή αιμάσσουσα ο εμφύλιος δεν κλείνει όσο το μίσος συντηρείται από ιδεολογικές χρησιμοθηρίες.
* Η Ιωάννα Παπαθανασίου είναι ιστορικός, διευθύντρια ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (EKKE).
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: επιμέλεια Νατάσσα Δομνάκη