Η Ακρόπολη αποτελεί για τους ευρωπαίους διανοούμενους, συγγραφείς και καλλιτέχνες του 19ου αιώνα έναν ιστορικό αλλά ταυτοχρόνως και μυθικό τόπο. Ο Φραγκίσκος Ρενέ ντε Σατωμπριάν, ο Σατωβριάνδος όπως ονομαζόταν στις παλιές ελληνικές μεταφράσεις, που γεννήθηκε το 1768 στο Σεν Μαλό, ταξίδεψε ως εξερευνητής στη Β. Αμερική, υπερασπίστηκε το βασιλικό καθεστώς κατά της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά υπήρξε ένθερμος φιλέλληνας, υποστηρίζοντας με πάθος τον Αγώνα του 1821, θα φτάσει στην Ελλάδα το 1806 με σκοπό να ανέβει στον Ιερό Βράχο. Οι πρώτες εντυπώσεις του θα είναι απογοητευτικές: θα μείνει κατάπληκτος από την καθυστέρηση, την αμάθεια και τις προκαταλήψεις (χώρια που ερχόμενος θα κοντέψει να πνιγεί στα ανοιχτά της Κέρκυρας), αδυνατώντας να ταιριάξει όσα έχει διδαχθεί από την αρχαιοελληνική του παιδεία με τις νεοελληνικές εικόνες. Όμως, όλα αυτά θα μείνουν πίσω αμέσως μόλις πατήσει το πόδι του στη γη της Αττικής. «Ένιωθα», γράφει στο Οδοιπορικό του για την Ελλάδα (το οποίο θα μεταφράσουν, μεταξύ άλλων, ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Ανδρέας Καραντώνης), «πως θα ‘θελα να πέθαινα με τον Λεωνίδα και να ζούσα με την Περικλή».
Αλλά να πώς ακριβώς περιγράφει την άφιξη στην Αθήνα και στην Ακρόπολη: «Επιτέλους, η μεγάλη μέρα που μας είδε να μπαίνουμε στην Αθήνα στην Αθήνα, ξημέρωσε. Στις 23 Αυγούστου, στις τρεις το πρωί, είμαστε όλοι επάνω στ’ άλογά μας. Κι αρχίσαμε να παρελαύνουμε, σιωπηλοί, από την Ιερά Οδό. Πρέπει να βεβαιώσω πως κι ο πιο ευλαβικός από τους μυημένους στα Ελευσίνια Μυστήρια, δεν θα ένιωσε ποτέ τη δική μου συγκίνηση. Όλοι είχαμε φορέσει τα γιορτινά μας, ο γιαννίτσαρος είχε “γυρίσει” τα μέσα – έξω του τουρμπανιού του, και -γεγονός εξαιρετικό- είχε τρίψει και ξυστρίσει τ’ άλογα. Περάσαμε την κοίτη ενός χείμαρρου, του Σαρανταπόταμου -ίσως νάταν ο Ελευσίνιος Κηφισσός-, είδαμε κάποια λείψανα χριστιανικών ναών, χτισμένων ίσως πάνω στον τάφο εκείνου του Ζάρηκα που ο Απόλλων του είχε διδάξει τη μουσική. Κάποια άλλα ερείπια μας δείχναν σε ποιο σημείο υψωνόνταν τα μνήματα του Εύμολπου και του Ιπποθόντα. Το πρώτο που χτύπησε τα μάτια μου ήταν η Ακρόπολη, φωτισμένη από τον ήλιο, που μόλις είχε βγει… Παρουσίαζε ένα συγκεχυμένο σύνολο από τα κιονόκρανα των Προπυλαίων, τις κολώνες του Παρθενώνα, τον ναό του Ερεχθείου, τις επάλξεις ενός τείχους φορτωμένου κανόνια, από τα γοτθικά ερείπια των χριστιανών κι από τις καλύβες των Οθωμανών».
Περιδιαβαίνοντας την Ακρόπολη, ο Σατωμπριάν αρχίζει να καταγράφει τα πάντα: την υψηλή αρχιτεκτονική των μνημείων, τους βανδαλισμούς που υπέστησαν από τους Ενετούς και τον λόρδο Έλγιν, τον μιναρέ που βρίσκεται στο πιο υψηλό σημείο του Παρθενώνα και από τον εξώστη του οποίου μπορεί κανείς να λουστεί στη δύναμη και τη διαύγεια του αττικού φωτός: «Όποιος τώρα θέλει να συλλάβει τη θέα αυτής της έκτασης ας τη φανταστεί αλλού γυμνή και σκεπασμένη κίτρινα ρείκια, αλλού να κόβεται από συστάδες λιόδεντρων από αμπέλια και μικρά χωράφια φυτεμένα με κριθάρι. Ας υποθέσει κορμούς κιόνων και ερείπια αρχαία και μεταγενέστερα να βγαίνουν μέσα απ’ αυτά τα σπαρτά, τοίχους ασβεστωμένους και φράχτες περιβολιών να χωρίζουν τα χωράφια. Εδώ κι εκεί στον κάμπο Αρβανίτισσες που τραβάν νερό από τα πηγάδια ή ξεπλένουν ρούχα Τούρκων. Η Αθήνα, η Ακρόπολη και τα ερείπια του Παρθενώνα ήταν σαν ντυμένα μ’ εξαίσια άνθη ροδακινιάς, τα γλυπτά του Φειδία -φωτισμένα οριζόντια από μια ηλιαχτίδα- ήταν σαν να ζωντάνευαν και σαν να σάλευαν πάνω στο μάρμαρο από το παίξιμο των ίσκιων του ανάγλυφου. Μακριά η θάλασσα κι ο Πειραιάς ασπρογυάλιζαν στον ήλιο, κι ο Ακροκόρινθος, αντανακλώντας τη λάμψη της Ανατολής, λαμποκοπούσε στον ορίζοντα σαν πυρφορόχρυσος βράχος».
Αποχαιρετώντας πάντως την Ακρόπολη και την Αθήνα, ο Σατωμπριάν δεν μπορεί να αποφύγει -και πάλι- κάποιες πικρές σκέψεις. Τα ερείπια που μόλις επισκέφθηκε αντιπροσωπεύουν το πνεύμα ενός λαού τη μεγάλη ώρα της γέννησης και της άνδρωσής του. Οι Νεοέλληνες, που την εποχή της επίσκεψής του ζουν ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία, μοιάζουν γερασμένοι και άβουλοι, σαν να περιφέρονται άσκοπα στον τόπο του αρχαίου μεγαλείου. Παρόλα αυτά ο Σατωμπριάν δεν παύει να πιστεύει πως η Ακρόπολη αποτελεί την παρακαταθήκη του ευρωπαϊκού (αν όχι και του παγκόσμιου) πολιτισμού και πως παραμένει μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας – στιγμή την οποία πρώτη κληρονόμησε η Γαλλία της εποχής του. Ένας γνήσιος ρομαντικός με κλασική αγωγή.
(Πηγές: Σατωμπριάν «Οδοιπορικό. Η Ελλάδα του 1806. Από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», μετάφραση Ανδρέας Καραντώνης, Δωδώνη 1979. Ερνέστ Ρενάν, Σατωμπριάν, Εντγκάρ Κινέ «Επίσκεψη στην Ακρόπολη», μετάφραση Αλέξανδρος Ζαγκούρογλου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1999. Κώστας Ακρίβος «Αλλάζει πουκάμισο το φίδι», Μεταίχμιο, 2013).
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: επιμέλεια Νατάσσα Δομνάκη