Εφόσον λάβουν την έγκριση από το υπουργείο Υγείας, μόνον τότε το προϊόν που κυκλοφορεί στην αγορά είναι ασφαλές για το κοινό που το προμηθεύεται, καθώς έτσι μπαίνει και η σφραγίδα ότι τηρούνται οι προδιαγραφές που τίθενται για την κυκλοφορία του.
Η υποχρέωση αυτή προβλέπεται – ανάμεσα σε άλλες για την κυκλοφορία των καπνικών προϊόντων – στην ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο μετά την ψήφισή της, την ερχόμενη Πέμπτη από την Ολομέλεια της Βουλής. Από τη δημοσίευση του νόμου, οι εταιρείες εμπορίας των ηλεκτρονικών τσιγάρων οφείλουν να συμμορφωθούν και να καταθέσουν τον σχετικό φάκελο στο υπουργείο Υγείας προκειμένου να πιστοποιηθεί η δυνατότητα κυκλοφορίας του ή η απαγόρευσή του σύμφωνα με τις οδηγίες της Ε.Ε.
Σήμερα, στην αρμόδια Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων ψηφίστηκε το σχετικό νομοσχέδιο με τον υπουργό Υγείας, Ανδρέα Ξανθό να ενημερώνει, ότι συστήνεται επιτροπή εμπειρογνωμόνων από τον ΕΟΦ, την Πνευμονολογική Εταιρεία και άλλους φορείς, η οποία οφείλει μέσα σε τρεις μήνες να καταθέσει το πόρισμά της για την τύχη του φακέλου που υποβλήθηκε. Στην περίπτωση που δεν υπάρξει, θα δίνεται ένας επιπλέον μήνας στη διάθεση της Επιτροπής, ο οποίος θα είναι και καταληκτικός. Εφόσον η περίοδος αυτή παρέλθει χωρίς πόρισμα, τότε η κυκλοφορία του εξεταζόμενου προϊόντος θα εγκρίνεται, ενώ προβλέπεται η απόσυρσή του ύστερα από μία εκ των υστέρων αρνητική γνωμοδότηση.
Όπως ανέφερε ο υπουργός Υγείας, η προσέγγιση της ευρωπαϊκής οδηγίας είναι πιο ευέλικτη αφού επιτρέπει την αξιοποίηση επιστημονικών ερευνών πάνω σε νέα καπνικά είδη. Όσον αφορά ειδικά το ηλεκτρονικό τσιγάρο, ο κ. Ξανθός τόνισε ότι είναι λάθος η εξαίρεσή του από το υπό ψήφιση νομοσχέδιο, αφού η θέση αυτή κινείται στο πλαίσιο μιας λογικής «του λιγότερο επιβλαβούς» και – ταυτίζοντας την τοποθέτησή του με αυτή της Ε.Ε. – υπογράμμισε, πως κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητώς και δεν θα μπορούσε να υπάρχει αδειοδότηση για προϊόντα που φέρουν μόνον ισχυρισμούς υγείας.
«Η προσέγγισή μας είναι η προσέγγιση της δημόσιας υγείας. Η προσέγγιση του λιγότερου επιβλαβούς, που αναδεικνύουν κάποιες πλευρές, είναι λανθασμένη σύμφωνα και με την ευρωπαϊκή οδηγία. Λανθασμένη είναι και η προσέγγιση των ισχυρισμών υγείας και δεν θα μπορούσε να υπάρξει αδειοδότηση για προϊόντα που έχουν ισχυρισμούς υγείας. Είναι έξω από το πνεύμα και το γράμμα της οδηγίας» εξήγησε. Προσέθεσε επίσης, ότι δεν έχουν θέση οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στην καπνοβιομηχανία ή σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, που προσπαθούν – αξιοποιώντας την γενικευμένη πεποίθηση ότι το κλασικό τσιγάρο είναι πλέον επιβλαβές – να προωθήσουν στην αγορά προϊόντα με την τεκμηρίωση του λιγότερου επιβλαβούς.
«Δεν μπορεί η Πολιτεία να μπει ρυθμιστής και ενδιάμεσος αυτού του ανταγωνισμού. Η προσέγγιση πρέπει να είναι σταθερή και σαφής υπέρ της δημόσιας υγείας, υπέρ των υγιών ατόμων αλλά και των ασθενών οι οποίοι επειδή δεν εφαρμόζεται ο αντικαπνιστικός νόμος στερούνται τις δημόσιες εκδηλώσεις», συμπλήρωσε ο κ. Ξανθός.
Εξάλλου, είπε, ότι το υπουργείο δεν θέλει να θέσει εμπόδια, ούτε να πλήξει την επιχειρηματικότητα, ούτε την παραγωγική προοπτική περιοχών της χώρας, παρά θέλει να αισθάνονται οι πολίτες ότι τα προϊόντα στα οποία έχουν πρόσβαση έχουν τις εγγυήσεις ασφαλούς χρήσης. «Αυτό κάνουμε. Έπρεπε να υπάρξει μια διαδικασία αδειοδότησης και όπου η οδηγία προβλέπει κοινοποίηση μόνο, αυτό θα γίνεται» σημείωσε. Σχετικώς με τον προβληματισμό που έθεσε η βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Εύη Χριστοφιλοπούλου, μήπως η περαιτέρω αυστηροποίηση οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, ο κ. Ξανθός είπε, πως υπάρχει αυτός ο κίνδυνος, ωστόσο επισήμανε, ότι πρέπει να υπάρξει συνεννόηση για τη συγκρότηση ενός σοβαρού σχεδίου για την σταδιακή εφαρμογή του νόμου.
Αναφερόμενος τέλος στον αντικαπνιστικό νόμο, ο υπουργός Υγείας είπε πως η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της γενικευμένης ανομίας, παραβατικότητας και ατιμωρησίας δεν βοήθησε, αλλά αυτή την περίοδο γίνεται συστηματική προσπάθεια να δοθεί το πολιτικό σήμα ότι αυτό κλείνει και σιγά σιγά σε κρίσιμους τομείς έχουμε τη βούληση και την συλλογική ευθύνη να υλοποιήσουμε την νομιμότητα και να παρέμβουμε στους θύλακες της ανομίας και ασυδοσίας. Επισήμανε ωστόσο, ότι ουδείς μπορεί να εγγυηθεί την εφαρμογή του νόμου, όσο καλές και αν είναι οι διατυπώσεις του, παρά μόνο μία ώριμη κοινωνία που σε συνεργασία με τους επιστημονικούς φορείς θα συστρατευθεί και θα το επιβάλλει.