Στέλιος Αναστασιάδης: Τα πλούτη του «Κακομοίρα»
του Ντέηβιντ Τονγκ *
Σε όλη του τη ζωή ο Στέλιος Αναστασιάδης διατήρησε την περιέργεια και την αθωότητά του, ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας για να τις προστατεύσει. Ήταν ψηλόλιγνος και οι κινήσεις του ασυντόνιστες. Η φαλάκρα του γυάλιζε, τούφες μαλλιών πετούσαν πάνω από τ΄ αυτιά, κι είχε πάντα ένα τσιγάρο στο στόμα κι ένα φλιτζάνι δυνατό, μαύρο καφέ στο χέρι. Αν ήταν να σε συναντήσει θα έφτανε αργά, ασθμαίνοντας, μετά από κάποιo εκκεντρικό ή καταστροφικό συμβάν που μόλις είχε ξεπεράσει. Αν πήγαινες εσύ να τον βρεις θα τον έβλεπες με ένα ποτήρι κρασί, περιτριγυρισμένο από ένα συνονθύλευμα ρούχων και άπλυτων πιάτων, να ετοιμάζει κάποια λιχουδιά στον φούρνο. «Ας προσθέσουμε και λίγο Φίλμπι» θα έλεγε, μνημονεύοντας με ποιον τρόπο ο περιβόητος Βρετανός κατάσκοπος προσέθετε αγγλική μουστάρδα στα περισσότερα πιάτα του.
Ένα βράδυ ήρθε αργά, ήταν σοκαρισμένος. Είχε δειπνήσει με κάποιον συλλέκτη έργων τέχνης, ο οποίος του είχε προτείνει να του εξασφαλίσει για έναν ολόκληρο χρόνο τα προς το ζην με αντάλλαγμα να του ζωγραφίσει δύο πίνακες: «Μα τι νόμιζε; ότι πάω για καριέρα;» εξανέστη ο Στέλιος. Περιγράφοντας οποιονδήποτε άλλο ζωγράφο θα στεκόταν κάποιος στις εκθέσεις και στα άρθρα που διάφοροι κριτικοί έγραψαν γι’ αυτόν. Στην περίπτωση του Στέλιου υπήρχαν δύο, ίσως και τρεις κριτικές και μόνο μία έκθεση, το 1979, στην απομακρυσμένη γκαλερί «Ιωνία» στη Νέα Ιωνία Αττικής, όπου ο Στέλιος επέτρεψε σε κάποιον επιχειρηματία να αγοράσει όλα τα έργα που ήταν προς πώληση, θεμελιώδες λάθος για όποιον προσπαθεί να καθιερώσει ένα όνομα. Σήμερα, όλα του τα έργα βρίσκονται σε χέρια ιδιωτών και κανένα σε μουσείο. Γεγονός που εξηγεί, εν μέρει, γιατί εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος ακόμη και σήμερα.
Η δουλειά του αποτελείται κυρίως από πορτρέτα και τοπία. Τα πορτρέτα του, ύψους περί το 1,5 μέτρο, είναι έντονα σχέδια προσώπων σε κάρβουνο, τα χαρακτηριστικά γεωμετρικά διαιρεμένα, τα μάτια κυρίαρχα και διεισδυτικά, οι χαρακτήρες απογυμνωμένοι και ευάλωτοι. Τα θέματά του είναι συνήθως εργάτες, περιστασιακά μια ανιψιά ή φίλοι του. Οι δύο πίνακες του σκεπτικού μπουζουκτσή που διακόπτει το παίξιμό του, έγιναν αργότερα. Δούλευε συνήθως ταυτόχρονα δύο ή τρία έργα και τα δούλευε λίγο-λίγο, με ένταση και κάθε τόσο αποτραβιόταν κρατώντας κατά χρονικά διαστήματα απόσταση απ’ αυτά.
Τα πορτρέτα αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ της δουλειάς του, από τα 130 έργα του που έχουν διασωθεί, σύμφωνα με τον κατάλογο που συγκρότησαν οι αρχιτέκτονες Ρεγγίνα και Αλαίν Γκοντιέ ( Regina, Alain Gonthier) και κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση, ελληνικά και γαλλικά, στο λεύκωμα «Στέλιος Αναστασιάδης» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2000). Αυτός ο τόμος – δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να δει κανείς σήμερα το έργο του – συμπεριλαμβάνει το δοκίμιο τού ιστορικού τέχνης Νίκου Χατζηνικολάου. Σύμφωνα με τον Χατζηνικολάου, τα πορτρέτα έχουν «μια σπάνια δύναμη που μπορούν να σταθούν επάξια δίπλα στις καλύτερες προσωπογραφίες της νεοελληνικής τέχνης» αλλά είναι τα τοπία με την τόσο ισχυρή απόρριψη των τουριστικών κλισέ για τα ελληνικά νησιά, που κάνουν τον Χατζηνικολάου να γράψει:
«Απ’ όλo τον χώρο της Αριστεράς, που τόσα πρόσφερε στη νεοελληνική τέχνη, είναι αυτός ο περιθωριακός, «ο Κακομοίρας», που ζωγράφισε με πειστικό τρόπο, χωρίς εξιδανικεύσεις, το μεγάλο όραμα ενός υπαρκτού παραδείσου, παραμένοντας έτσι πιστός συνεχιστής του Fernand Leger, του πρώτου δασκάλου του? ήρθε ο καιρός να του δοθεί η θέση που του αξίζει στο πλαίσιο της νεοελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα».
Ο Στέλιος υπήρξε απείθαρχος και προσωρινός μαθητής του Φερνάν Λεζέ (Fernand Leger) τη δεκαετία του 1940, αλλά ήδη από τότε είχε σημαδευτεί από το όραμα κοινωνικής ισότητας που τον οδήγησε από το Παρίσι και τους Έλληνες φίλους του -οι οποίοι είχαν διαφύγει από την Ελλάδα με το πλοίο Ματαρόα-, στη Βουδαπέστη, το 1949. Εκεί παρέμεινε και συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εγκατέλειψε πεζός την Βουδαπέστη το 1956, με προορισμό την Βιέννη, διασχίζοντας ένα ναρκοπέδιο στα σύνορα. Στη συνέχεια, έζησε στο Λονδίνο και αργότερα επέστρεψε στο Παρίσι. Όπου του δόθηκε το ελληνικό διαβατήριο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα ερχόταν ποτέ στην Ελλάδα. Ήταν το πρώτο πράγμα που έπραξε. Έφτασε στην Ελλάδα το 1965, κι αμέσως τον συνέλαβαν. Κατηγορήθηκε για λιποταξία και στρατολόγηση υπέρ του ΔΣΕ -είχε υποστηρίξει το ΚΚΕ όσο ήταν στο Παρίσι και τη Βουδαπέστη- και απέφυγε την καταδίκη χάρη σε μια τεχνική λεπτομέρεια: ο δικηγόρος του, υποστήριξε ότι όσο «στυγερός εγκληματίας» κι αν ήταν ο Στέλιος Αναστασιάδης, γεννηθείς στους Αρμένους Χανίων, το 1925, δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον πελάτη του, Στέλιο Αναστασιάδη, γεννηθέντα στους Αρμένους Χανίων το 1926.
Στη χούντα, το 1967, όσοι έφθαναν σπίτι του έβρισκαν απέξω κάποιες φορές ένα μαύρο υπουργικό αυτοκίνητο και την αστυνομία. Αυτό σήμαινε ότι ο Γεώργιος Γεωργαλάς, υφυπουργός των Συνταγματαρχών για τον Τύπο, τον οποίο ο Στέλιος γνώριζε από την Βουδαπέστη, ήταν εκεί. Έπαψε να τον συναντά και στη διάρκεια της επταετίας δεν απέκτησε έγκυρα έγγραφα ταυτότητας.
Το 1984, μια πυρκαγιά κατέστρεψε όλα τα σκίτσα του κι έναν άγνωστο αριθμό από τα ολοκληρωμένα και ημιτελή έργα του. Ήταν 58 ετών και είχε μόλις αρχίσει τη σύντομη καριέρα του ως ηθοποιός, με τον σκηνοθέτη Σταύρο Τορνέ. Πρωταγωνίστησε στην «Καρκαλού» και τον «Ντανίλο Τρέλες», μια «βαβυλωνιακή ταινία που φτάνει στα βάθη της αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής σκέψης». Ο Στέλιος αγαπούσε την υποκριτική, κι έλεγε στους φίλους του ότι ήταν αυτό που απόλαυσε περισσότερο στη ζωή του. Αλλά μόλις και μετά βίας πληρώθηκε. Ο Τορνές είχε τότε πει: «Θα σερνόμουν στα γόνατα από τη Λαμία για να σε πληρώσω, αν είχα τα χρήματα». Στο οποίο ο Στέλιος αποκρίθηκε: «Αλλά όχι από τον Σταθμό Λαρίσης», που ήταν δυο τετράγωνα από το σπίτι που έμενε τότε ο Τορνές.
Είχε επίσης εκείνη την εποχή να ασχοληθεί με προβλήματα υγείας, που συνεχίστηκαν και μετά την πρώτη εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε για καρκίνο του νεφρού, το 1986. Ακολούθησε μια πιο ήσυχη περίοδος της ζωής του. Τα περισσότερα από τα περίπου δέκα πορτρέτα που στη συνέχεια φιλοτέχνησε, ήταν παραγγελίες φίλων του στους οποίους διέμενε, κυρίως στην Ελβετία. Ο Ν. Χατζηνικολάου θεωρεί πως αυτά τα έργα δεν έχουν την ένταση των πρώιμων πορτρέτων του. Επίσης τότε, είχε σχεδόν σταματήσει να παράγει τα τοπία του. Εκτός από τρεις πίνακες της Νίσυρου, η μόνη άλλη δουλειά του από εκείνη την περίοδο περιλαμβάνει σκίτσα από τη Σκύρο και τη Σύμη, σχεδόν όλα του 1986. Έπειτα, μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στα Χανιά, την Αθήνα και την Ελβετία. Το 1989, έγραψε ένα δεύτερο βιβλίο μαγειρικής, εικονογραφώντας τις συνταγές του. Πέθανε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1995 και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Ζωγράφου.
Όπως γράφει με κομψότητα ο Χατζηνικολάου στο βιβλίο για τον Στέλιο:
«Ένας ανένταχτος, ένας Aussteiger, που δεν είχε όμως προηγουμένως ποτέ του δεχτεί «να μπει στο σύστημα» , σε οποιοδήποτε σύστημα, ώστε να «βγει» κάποτε απ΄ αυτό. Κάτι μεταξύ «κλοσάρ», επαναστάτη, φιλόσοφου, μποεμιέν, αντικομματικού αριστερού, squatter, κομμουνιστή… ανεξάρτητου καλλιτέχνη και εξαιρετικού μάγειρα? όλα αυτά τα στοιχεία, όμως, ενσωματωμένα σε ένα σύνολο γεμάτο αθωότητα και καλοσύνη».
Είκοσι χρόνια μετά, κι όποτε επισκέπτομαι την Αθήνα, φροντίζω να περνώ με τους φίλους του, τις μέρες μου. Για όλους εμάς, είναι το πιο ξεχωριστό πρόσωπο που συναντήσαμε ποτέ. Aθώος, όπως τα παιδιά, γενναιόδωρος ακόμα και όταν δεν είχε μία, δεν είπε ποτέ κακή κουβέντα για κανέναν, και τόσο μα τόσο σοφός. Είμαστε όλοι άθεοι, όπως υπήρξε κι εκείνος, κι όμως, μας έδεσε σε μια λατρεία, τη μόνη στην οποία θα θέλαμε να συμμετέχουμε.
David Tonge ξένος ανταποκριτής στην Aθήνα την περίοδο 1969-1977.
Σημ:Ο «Κακομοίρας» είναι ο χαρακτήρας που εμπνεύστηκε ο Στρατής Τσίρκας από τον Στέλιο Αναστασιάδη, στο μυθιστόρημά του «Χαμένη ‘Ανοιξη»(1976).
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: επιμέλεια Νατάσσα Δομνάκη