Βρυξέλλες
Η Ελλάδα πρέπει να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το συντομότερο δυνατόν και να γίνει πόλος επενδύσεων, που θα δημιουργήσουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 2017, δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας μετά τη λήξη της Συνόδου Κορυφής.

Ο πρωθυπουργός δήλωσε αισιόδοξος ότι είναι εφικτό να υπάρξουν θετικές εξελίξεις ώς το Eurogroup του Δεκεμβρίου και πώς η Ελλάδα μπορεί να ενταχθεί στο QE με τη νέα χρονιά.

Διαφορετικά, υποστήριξε απαντώντας σε σχετική ερώτηση, αν η χώρα δεν αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές, οι Ευρωπαίοι θα είναι αναγκασμένοι να μάς δανείζουν συνεχώς και η Ελλάδα να είναι συνεχώς στον γύψο.

Ο κ. Τσίπρας σημείωσε πως σε όλες τις επαφές που είχε στη διάρκεια της παραμονής του στις Βρυξέλλες (είχε συναντήσεις με Μέρκελ, Ολάντ, Γιούνκερ και Σουλτς) έθεσε την ανάγκη να τηρηθούν από όλες τις πλευρές τα συμφωνηθέντα.

Επανέλαβε ότι η Ελλάδα έχει τηρήσει όσα της αναλογούν, η ελληνική οικονομία έχει πλέον θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τώρα έχει ανάγκη να δοθεί ισχυρό σήμα στην επενδυτική κοινότητα ότι δεν υπάρχουν άλλες αναβολές σε όσα έχουν συμφωνηθεί.

Οι αγορές πρέπει να διαπιστώσουν, είπε, πως η η αβεβαιότητα είναι πια πίσω μας.

Όλοι οι συνομιλητές μου, συνέχισε, κατανόησαν την ανάγκη αυτή, κανείς δεν επιθυμεί να υπάρξουν νέες αναταράξεις, ειδικά με τον ρόλο που καλείται να παίξει η Ελλάδα στην περιοχή της, αλλά και εν όψει της εκλογικής χρονιάς σε κρίσιμες ευρωπαϊκές χώρες, ανέφερε ο κ. Τσίπρας.

Ο πρωθυπουργός είπε ακόμη ότι η βιώσιμη λύση για το χρέος δεν είναι ζήτημα μόνο της κυβέρνησης, αλλά της χώρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε ερώτηση ποια ήταν η θέση της γερμανίδας καγκελαρίου στο θέμα του ελληνικού χρέους, ο πρωθυπουργός αρνήθηκε να μεταφέρει τη συζήτηση λέγοντας πως ποτέ δεν μεταφέρει αυτά που του λένε οι ξένοι ηγέτες, γι’ αυτό και έχει δημιουργήσει σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους.

Σημείωσε ακόμη πως δεν συζήτησε με την κ. Μέρκελ αναφορικά με τις δηλώσεις του γερμανού υπουργού Οικονομικών Β.Σόιμπλε, όπως και ο ίδιος δεν θα δεχόταν συζήτηση από κάποιον ξένο ηγέτη σχετικά με μέλος της ελληνικής κυβέρνησης.

Αναφορικά με το Κυπριακό, επανέλαβε ότι το πλαίσιο των εγγυήσεων είναι αναχρονιστικό και πρέπει να καταργηθεί. Τόνισε πως την ίδια θέση εκφράζει και η Βρετανία, για την οποία εκτίμησε ότι δεν θα ζητήσει αξιώσεις. Επίσης, επανέλαβε στους συνομιλητές του και βρήκε κατανόηση πως βιώσιμη λύση με στρατεύματα κατοχής στο βόρειο τμήμα δεν μπορεί να υπάρξει.

Ο πρωθυπουργός έκανε αναφορά και στις προκλητικές δηλώσεις του Ερντογάν, ο οποίος επανειλημμένα τον τελευταίο καιρό έχει αμφισβητήσει την Συνθήκη της Λωζάννης. Ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι η στάση αυτή του τούρκου προέδρου δεν μπορεί να δημιουργήσει θετικό κλίμα στις συζητήσεις.

Για το προσφυγικό ο κ. Τσίπρας επέμεινε στον διαχωρισμό μεταξύ των κρατών: αυτών που κλείνουν τα σύνορα και αυτών που τάσσονται αλληλέγγυα. «Εμείς είπαμε ότι η αλληλεγγύη δεν είναι a la carte» τόνισε και αναφέρθηεκ στο δυασνάλογο βάρος που σηκώνει η χώρα. Οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται από όλους, οι συμφωνίες δεν είναι για να τηρούνται από τους πιο αδύναμους, είπε χαρακτηριστικά.

Χαρακτήρισε απαράδεκτο να υπάρχει δέσμευση για εκατοντάδες υπαλλήλους για το άσυλο, και σήμερα στα νησιά να είναι μόλις 32. Είναι απαράδεκτο, πρόσθεσε, να υπάρχει απόφαση για 62.000 μετεγκαταστάσεις από την Ελλάδα και να έχουν γίνει μόνο 5.200, όπως απαράδεκτο είναι να έχουμε συμφωνήσει σε αναθεώρηση του Δουβλίνου και κάποιοι να προτείνουν ένα χειρότερο σύστημα.

«Ευτυχώς οι θέσεις μας αντανακλώνται στα συμπεράσματα, όσο και αν ορισμένοι λειτουργούν με αστερίσκους» τόνισε.

Όσον αφορά τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, ο πρωθυπουργός τόνισε την σημασία τήρησής της και πρόσθεσε ότι η ΕΕ πρέπει να προχωρήσει στη φιλελευθεροποίηση των θεωρήσεων διαβατηρίων με την Τουρκία, τηρώντας τις δικές της υποχρεώσεις. Σημείωσε, ωστόσο, ότι «αυτό δεν μπορεί να γίνει με δύο μέτρα και δύο σταθμά σε σχέση με την Κύπρο».

Κατά των περαιτέρω κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας

Αναφορικά με τη Συρία, ο πρωθυπουργός εξέφρασε τη «σαφή θέση» της ελληνικής κυβέρνησης κατά των περαιτέρω κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, παρά την ευθύνη που φέρει στην κλιμάκωση της βίας στο Χαλέπι. Εξήγησε πως είναι απαραίτητος ένας «θετικός διπλωματικός ρόλος» της ΕΕ υπέρ της «ειρήνης» και της «σταθερότητας» στην περιοχή.

Καταδικάζοντας τις επιθέσεις εναντίον των αμάχων στο Χαλέπι και αλλού, ανέφερε πως η ΕΕ πρέπει να ασκήσει πίεση σε όλες τις δυνάμεις που εμπλέκονται στους βομβαρδισμούς. Παράλληλα, υπογράμμισε ότι δεν βοηθά σε τίποτα ο εγκλωβισμός της Ευρώπης σε έναν κύκλο αλλεπάλληλων κυρώσεων και ψυχροπολεμικής ρητορικής.

Νένα Σώκου