Μπορεί η κυβέρνηση να ευαγγελίζεται πως η χθεσινή συμφωνία στο Eurogroup αποτέλεσε μια «εθνική επιτυχία», ωστόσο προβληματισμό δημιουργεί το αίτημα των δανειστών για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και πώς μπορεί αυτό να «μεταφραστεί».
Eιδικότερα, όπως προκύπτει από τη χθεσινή απόφαση του Eurogroup, oι ελληνικές Αρχές θα πρέπει να συμφωνήσουν με τους θεσμούς σε έναν μηχανισμό και «σε διαρθρωτικά μέτρα που θα εξασφαλίσουν τα πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 αλλά και μεσοπρόθεσμα». Αυτό σημαίνει ότι η λήψη νέων μέτρων είναι μονόδρομος, ενώ ακόμη η ολοκλήρωση της συνολικής συμφωνίας, που θα κριθεί από την επιστροφή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, παρατείνεται τουλάχιστον μέχρι τον Ιανουάριο.
Όσον αφορά στο χρέος, αυτό που αποφασίστηκε χθες ήταν ένα πακέτο βραχυπρόθεσμων μέτρων (που σχετίζονται με τη μείωση των επιτοκίων και την αύξηση των δόσεων) που θα το ελαφρύνουν κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά σε βάθος δεκαετιών και συγκεκριμένα έως το 2060.
Το στίγμα των προθέσεων των δανειστών έχει δώσει εξάλλου ουκ ολίγες φορές και το ΔΝΤ, το οποίο εμμένει στο ότι, παρόλο που πρέπει να μειωθεί ο στόχος των πλεονασμάτων, είναι επίσης απαραίτητο να ληφθούν σκληρά μέτραΣτην εν λόγω συμφωνία υπάρχουν αρκετές γενικόλογες αναφορές και «γκρίζες ζώνες» (σ.σ.: συνήθης πρακτική των δανειστών), οι οποίες στο εγγύς μέλλον θα μπορούσαν να αναλυθούν περαιτέρω κατά το δοκούν και αναλόγως με τις ανάγκες που θα δημιουργηθούν με βάση τις αξιολογήσεις που θα γίνουν στο πλαίσιο του ελληνικού προγράμματος.
Πάντως, οικονομολόγοι και αναλυτές εκτιμούν ότι η υποχώρηση για το χρέος σίγουρα δεν έγινε χωρίς ανταλλάγματα και προφανώς ακολουθεί ένα νέο μπαράζ επίπονων μέτρων που θα έχουν αντίκτυπο στην τσέπη των φορολογουμένων.
Το στίγμα των προθέσεων των δανειστών έχει δώσει εξάλλου ουκ ολίγες φορές και το ΔΝΤ, το οποίο εμμένει στο ότι, παρόλο που πρέπει να μειωθεί ο στόχος των πλεονασμάτων, είναι επίσης απαραίτητο να ληφθούν σκληρά μέτρα που να ανταποκρίνονται στα διεθνή πρότυπα -με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η τρόικα, σύμφωνα με τις διαρροές, πιέζει ασφυκτικά τις τελευταίες ημέρες τα αρμόδια επιτελεία, ώστε να προβούν σε κινήσεις μείωσης του αφορολόγητου αλλά και των καταβαλλομένων συντάξεων. Ειδικότερα, οι δανειστές αιτούνται μείωση του αφορολόγητου που μπορεί να επιφέρει αυξήσεις έως και 800 ευρώ σε φόρους για τον Έλληνα πολίτη, ενώ στο προσκήνιο βρίσκεται ακόμη και η πλήρης κατάργησή του.
Όσον αφορά στις συντάξεις, ο αρμόδιος υφυπουργός Τάσος Πετρόπουλος αποκάλυψε ότι το ΔΝΤ πιέζει για την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς από το 2018 και μετά. Σε περίπτωση που το αίτημα εγκριθεί, αυτό θα σημάνει μείωση έως και 30% στις καταβαλλόμενες αλλά και στις μελλοντικές κύριες συντάξεις.
Επιπλέον, δεν αποκλείεται να υπάρξουν ανατροπές και στον δημόσιο τομέα, με μειώσεις μισθών και απολύσεις.
Για τον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν ανοικτά ζητήματα, όπως οι ομαδικές απολύσεις (σ.σ.: αύξηση από το 5% στο 10% και κατάργηση της διοικητικής έγκρισης και η σχετική δικαιοδοσία να περνάει στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας), αλλά και οι αλλαγές στο δικαίωμα της απεργίας.
Όλα αυτά, στη σκιά του δημοσιονομικού κόφτη που θα μπορούσε να εφαρμοστεί από το 2018, αν δεν επιτευχθεί ο στόχος του 3,5%.