Μακάρι να βγούμε ψεύτες αλλά αυτήν την ανυποληψία του πολιτικού κόσμου της Χώρας, την ανικανότητα διαχείρισης της υπόθεσης “επιθετικότητα Τουρκίας” θα την βρούμε πολύ σύντομα μπροστά μας και το τίμημα θα είναι πολύ βαρύ για τον Ελληνικό Λαό.
Δυστυχώς σε δύσκολες καταστάσεις οι κυβερνήσεις κατά καιρούς διοικούσαν την αιματοβαμμένη Ελλάδα από την Αγγλία, την Αίγυπτο και αλλού, όσο ο λαός της Ελλάδος κυλιόταν μέσα στο αίμα.
Πριν είναι αργά το πολιτικό σύστημα που εδώ και 50 χρόνια απαξιώνει πολιτικά και στρατιωτικά την Χώρα, ας καθίσει γύρω από ένα τραπέζι- δεν ντροπή- και ας ψάξει να βρει πώς θα θωρακίσει την Χώρα στην Εξωτερική μας πολιτική και τον Στρατό πριν να είναι πολύ αργά.
Το πρωί της Κυριακής για μια ακόμη φορά Άγκυρα προκάλεσε την Αθήνα στέλνοντας μια πυραυλάκατο του τουρκικού ναυτικού να παραβιάσει τα εθνικά χωρικά ύδατα στην περιοχή των Ιμίων. Στην πυραυλάκατο επέβαιναν ο αρχηγός του τουρκικού Γενικού Επιτελείου στρατηγός Χουλουσί Ακάρ και οι τρεις αρχηγοί του Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας.
Η πυραυλάκατος συνοδευόταν από ταχύπλοα σκάφη στα οποία επέβαιναν άνδρες των τουρκικών ειδικών δυνάμεων. Η ανακοίνωση που εξεδόθη από το τουρκικό Γενικό Επιτελείο αναφέρει ότι «οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις συνεχίζουν με σθένος και αποφασιστικότητα τις προσπάθειες τους για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων της χώρας και του έθνους μας στην ξηρά, στην θάλασσα και στον αέρα».
Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης και της ηγεσίας του υπουργείου Άμυνας στην τεραστίων διαστάσεων προκλητικότητα των Τούρκων, που σημειώθηκε μάλιστα επί τη συμπληρώσει 21 ετών από την κρίση των Ιμίων, κυμάνθηκε μεταξύ χλιαρότητας και φοβικής δουλοπρέπειας.
Πως θα μπορούσε όμως η αντίδραση της κυβέρνησης να ήταν διαφορετική αφού το έλλειμμα της χώρας στην προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων είναι κραυγαλέο και αγγίζει τα όρια της προδοσίας;
Η μνημονιακή συγκυβέρνηση δεν είναι ικανή, ούτε προφανώς ενδιαφέρεται για την υποστήριξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Πατρίδας μας αφού έχει κυριολεκτικά καταστρέψει την αμυντική βιομηχανία της χώρας και έχει οδηγήσει σε ανυποληψία το έμψυχο υλικό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η Άγκυρα αμφισβητεί την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας διότι η αμυντική μας κατάσταση των τελευταίων ετών είναι ανοιχτή πρόσκληση όχι μόνον για τους Τούρκους αλλά για κάθε ενδιαφερόμενο να εισβάλλει και να λεηλατήσει την χώρα.
Ο οικονομικός πόλεμος της διεθνούς τοκογλυφίας που υπέστη η χώρα μας από το 2009 σε συνάρτηση με αλλοπρόσαλλους αμυντικούς σχεδιασμούς, συμπεριλαμβανομένης και της συνειδητής απαξίωσης της αμυντικής μας βιομηχανίας, έχει οδηγήσει ουσιαστικά σε de facto κατάλυση της ελληνικής κυριαρχίας.
Η ηγεσία του υπουργείου Άμυνας πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν είναι σε θέση, τουλάχιστον σήμερα, να υπερασπιστεί με όλα τα μέσα τα πεδία που αποτελούν ipso facto χώρο άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η πολιτική ηγεσία της χώρας, τουτέστιν το «συνταγματικό τόξο» και τα ποδόμακτρα των διεθνών τοκογλύφων, έχουν ακεραία την ευθύνη για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η αποτρεπτική ισχύς της χώρας.
Η άμυνα της χώρας δεν έχει να κάνει με φανφάρες και δηλώσεις στις οποίες αρέσκεται τόσο πολύ η ηγεσία του υπουργείου Άμυνας, αλλά με δυο βασικά πράγματα. Την στρατιωτική ενίσχυση και την στρατηγική. Αν δεν έχουμε τα μέσα να προστατευθούμε πρέπει, και με την βοήθεια της αμυντικής μας βιομηχανίας, να τα προμηθευτούμε, εάν δεν έχουμε στρατηγική πρέπει να την αποκτήσουμε και να συνεργαστούμε με εκείνα τα κράτη που μπορούν να υποστηρίξουν τα στρατηγικά μας συμφέροντα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η αντιπαλότητα μας με την Τουρκία είναι αγεφύρωτη και δεν μπορεί να εξομαλυνθεί υπό το πρίσμα μιας «ευρωπαϊκής», «ατλαντικής» ή «ισραηλινής» λύσης, εξ άλλου η ιστορία των τελευταίων ετών είναι αδιάψευστος μάρτυρας περί αυτού.
Για αυτό η μόνη διέξοδος για την Ελλάδα είναι πανίσχυρες Ένοπλες Δυνάμεις, δυναμική και σύγχρονη Αμυντική Βιομηχανία σε συνδυασμό με νέους προσανατολισμούς στην εξωτερική μας πολιτική.
Η Τουρκία αφού ολοκληρωθεί η αναδιοργάνωση των ενόπλων της δυνάμεων, μια αναδιοργάνωση που είναι απόρροια των εκκαθαρίσεων μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, θα αυξήσει δραματικά την ένταση με την Ελλάδα, ούτως ώστε να αντισταθμίσει τις απώλειες της πολιτικής της στην Μέση Ανατολή, γνωρίζοντας ότι απέναντι της έχει ένα στρατιωτικά, οικονομικά και κοινωνικά διαλυμένο και ανυπόληπτο κράτος με ασυνάρτητη και επικίνδυνη «συνταγματική» ηγεσία.