Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Μιλούσαμε με έναν φίλο που μένει στο εξωτερικό. Με ρωτούσε για την κατάσταση που είναι τα πράγματα και μου ζήτησε να του επιβεβαιώσω κάτι που του έλεγαν οι γονείς του, οι οποίοι κινούνται στο χώρο του μικρομεσαίου επιχειρείν, ότι δηλαδή τα πράγματα στην αγορά έχουν πάλι παγώσει.
«Ασ’ τα, νέκρα», του απάντησα και δεν ήταν δυστυχώς σχήμα καθ’ υπερβολήν. Η εκκρεμότητα της διαπραγμάτευσης πάλι έχει παγώσει την αγορά και όλοι τρέμουν μια επανάκαμψη του σεναρίου του 2015. Σε κανένα κομμάτι της πραγματικής οικονομίας τα πράγματα δεν πάνε καλά, με εξαίρεση το ελληνικό δημόσιο, όπου φυσικά η κατάσταση είναι, τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, ανθηρά και εξαιρετικά.
Ας ξεκινήσουμε από τα μπλοκάκια. Το μεγαλειώδες φιάσκο της κυβέρνησης θα μειώσει με μαθηματική ακρίβεια τα προβλεπόμενα έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία. Τα πράγματα είναι απλά: όσοι δεν χρειάζονται το μπλοκάκι, δεν θα κάτσουν να πληρώνουν ετησιως κοντά στα δύο χιλιάρικα (ελάχιστη εισφορά ΕΦΚΑ και τέλος επιτηδεύματος) για μηδενική δραστηριότητα. Άλλοι, θα προτιμήσουν να κάνουν νέες συμφωνίες με τους εργοδότες τους, ίσως με μειωμένα χρήματα, αλλά σε κάθε περίπτωση θα προσπαθήσουν να αποφύγουν τη λαιμητόμο του δελτίου παροχής. Άλλοι, θα πάρουν μαύρα και κάτω από το τραπέζι. Και, λίγοι, ελάχιστοι, θα κρατήσουν ανοιχτά τα μπλοκάκια γιατί δεν χάνουν και τόσα πολλά, ενώ υπεισέρχεται και το ζήτημα της ασφάλισης.
Οι τράπεζες περίμεναν η αξιολόγηση να έχει κλείσει έως το τέλος του 2016. Αυτό δεν έγινε και έτσι οι χρηματοδοτήσεις που ήταν στα συρτάρια, αλλά προς το έξω μέρος, μένουν προσώρας εκεί που είναι και δεν κουνιούνται. Οι ίδιοι οι τραπεζίτες εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι για το ενδεχόμενο να κλείσει σύντομα η αξιολόγηση, αλλά τρέμουν την επανάκαμψη του 2015 και βλέπουν πως, αν τραβήξει και άλλο η διαδικασία, θα βγουν εντελώς εκτός στόχων τόσο για τις καταθέσεις όσο και, κυρίως, για τη μείωση των κόκκινων δανείων που είναι προτεραιότητα. Επίσης, περιμένουν να δουν τι θα γίνει με το QE, όχι γιατί θα έχουμε κανένα τρομερό οικονομικό όφελος, αλλά γιατί θα είναι επί της ουσίας ένα ισχυρό μήνυμα εμπιστοσύνης προς τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία μετά από χρόνια αβεβαιότητας για τα κρατικά ομόλογα.
Τέλος, οι επιχειρήσεις. Σε αυτό το περιβάλλον υπερφορολόγησης, παράλογης ασφαλιστικής επιβάρυνσης και παγώματος της κεφαλαιακής ροής από τις τράπεζες, ελάχιστες επιχειρήσεις προχωρούν σε νέα projects. Όλοι κοιτούν να διορθώσουν τα μεγέθη τους και να εξορθολογίσουν περαιτέρω τη λειτουργία τους, υπό το φόβο νέων αναταράξεων.
Με άλλα λόγια, η οικονομία, παρά τα θετικά μακροοικονομικά στοιχεία, παραμένει σε νάρκη. Και είναι αμιγώς ευθύνη της κυβέρνησης να αλλάξει τα δεδομένα. Το ερώτημα είναι: μπορεί;