«Οι φοροαπαλλαγές θα εξετάζονται πάντα υπό το πρίσμα της εκάστοτε δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας». Αυτό ανέφερε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος σε απάντηση σχετικά με το κατώτατο αφορολόγητο όριο που είχε δώσει προσφάτως στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Η σχετική του αναφορά είναι επίκαιρη δεδομένου ότι η κυβέρνηση δέχεται πιέσεις να αποδεχθεί μείωση του αφορολογήτου αισθητά χαμηλότερα των 7.000 ευρώ -από 8.636 ευρώ που είναι σήμερα – με το ΔΝΤνα επιμένει στη μείωσή του στην περιοχή των 5.000 ευρώ.
Να σημειωθεί ότι σήμερα ο φόρος εισοδήματος μειώνεται κατά το ποσό των 1.900 ευρώ για το φορολογούμενο χωρίς εξαρτώμενα τέκνα, όταν το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ.
Η μείωση του φόρου ανέρχεται σε 1.950 ευρώ για το φορολογούμενο με ένα εξαρτώμενο τέκνο, σε 2.000 ευρώ για δύο εξαρτώμενα τέκνα και σε 2.100 ευρώ για τρία εξαρτώμενα τέκνα και άνω. Εάν το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των ποσών αυτών, η μείωση του φόρου περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου.
Για φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ, το ποσό της μείωσης μειώνεται κατά 10 ευρώ ανά 1.000 ευρώ του φορολογητέου εισοδήματος από μισθούς και συντάξεις.
Στην περίπτωση που το ΔΝΤ επικρατήσει και το μειωμένο αφορολόγητο των 8.636 ευρώ υποχωρήσει στα 5.000 ευρώ από το 2018, τότε μισθωτοί και συνταξιούχοι ακόμη και όσοι αποκτούν πολύ χαμηλά εισοδήματα θα βρεθούν αντιμέτωποι με μεγάλες φορολογικές επιβαρύνσεις. Συγκεκριμένα θα χάσουν ένα μισθό ή σύνταξη αφού η επιβάρυνση θα είναι κατά 800 ευρώ ανά φορολογούμενο. Επί της ουσίας, η έκπτωση φόρου των 1.900 ευρώ που ισχύει σήμερα για έναν άγαμο θα μειωθεί στα επίπεδα των 1.100 ευρώ.
Να σημειωθεί πως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στην ίδια απάντηση σχετικά με το κατώτατο αφορολόγητο όριο που είχε δώσει προσφάτως στη Βουλή ανέφερε πως «όταν οι δημοσιονομικές συνθήκες το επιτρέψουν θα προωθηθούν όλες οι απαιτούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις, προκειμένου να ενισχυθεί το κοινωνικό κράτος, να αποκατασταθούν τυχόν αδικίες του ισχύοντος συστήματος και να τύχουν, μέσω ευνοϊκότερης φορολόγησης, περαιτέρω προστασίας τα πλέον ευάλωτα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας».