Η ΛΑΪΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΑΠΟΚΡΟΥΕΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΛΑΓΝΕΙΑ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΡΑΓΙΑΔΙΣΜΟ
Αποδόμηση «αιχμών» κινδυνολογίας για το Εθνικό Νόμισμα
Του Γιάννη Τόλιου*
«Οι δύο διατλαντικοί «παίχτες», Eurogroup και ΔΝΤ, με εκπροσώπους τους Σόϊμπλε και Λαγκάρντ σε ρόλο «Σκύλας και Χάρυβδης», παίζουν το μέλλον της χώρας και του ελληνικού λαού, με ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και με τη στήριξη του ετερόκλιτου μνημονιακού μπλοκ (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων, Χ.Α., κά). Δυστυχώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, σφετεριζόμενη την έννοια της Αριστεράς, έχει φθάσει στο σημείο να εκλιπαρεί πότε τον έναν και πότε τον άλλο δυνάστη, για να πετύχει κάποια μικρορύθμιση προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει ως άλλοθι παραμονής στην εξουσία. Αρνείται να διδαχτεί από το γεγονός ότι όλες οι κυβερνήσεις μετά το 2009 ήταν βραχύβιες λόγω των αντιστάσεων του ελληνικού λαού, ο οποίος δεν είναι διατεθειμένος να ανεχτεί τη συνεχιζόμενη φτωχοποίηση και τον εξανδραποδισμό των νέων και αργά η γρήγορα θα βρει τη δύναμη, να ανατρέψει όλο το μνημονιακό συρφετό και να ανοίξει ελπιδοφόρους ορίζοντες στο μέλλον.»
Τι συνήθως κρύβουν και τι διαστρεβλώνουν οι ιδεολογικοί «ταγοί» του δημοσιογραφικού και πανεπιστημιακού κατεστημένου
Οι απολογητές του ευρώ, πάγια αποσιωπούν τα εκρηκτικά προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από την παραμονή στη «φυλακή» της ευρωζώνης και όταν γίνεται αναφορά σ’ αυτά, ισχυρίζονται ότι θα βρεθούμε σε χειρότερη θέση εάν περάσουμε στο εθνικό νόμισμα. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι μετάβαση στο «ΕΘΝΟ» συνεπάγεται μεγάλη υποτίμηση, με αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους, αύξηση της φορολογίας, ακριβότερες εισαγωγές, αύξηση πληθωρισμού, επανάληψη φαύλου-κύκλου υποτίμησης και πληθωρισμού, εξαέρωση καταθέσεων, μείωση μισθών και συντάξεων, αύξηση ανεργίας και τελικά χρεοκοπία. Ταυτόχρονα η χώρα θα χάσει το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», νέοι κίνδυνοι θα προκύψουν στα «εθνικά θέματα», ενώ ωφελημένοι θα βγουν κυρίως όσοι έχουν βγάλει τα λεφτά τους στο εξωτερικό που θα αγοράζουν πολύ φθηνά τον εθνικό πλούτο. Τελικά ως χώρα δεν θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε εκτός ευρώ, αφού δεν έχουμε ούτε παραγωγή, ούτε σχέδιο ανασυγκρότησης, κά. Γιαυτό η καλύτερη επιλογή είναι παραμονή στην ευρωζώνη, που πρακτικά σημαίνει ….«να κάτσουμε στ’ αυγά μας».! Αυτή είναι εν συντομία η νεότερη εκδοχή της θεωρίας της «ψωροκώσταινας» και του «νέο-ραγιαδισμού» στις σημερινές συνθήκες, που προβάλλουν τα μνημονιακά φερέφωνα.!
Με τα Μνημόνια δεν υπάρχει όριο στη φτωχοποίηση
Το πρώτο που πρέπει να τονίσουμε είναι, ότι με τη συνέχιση των Μνημονίων το μόνο σίγουρο είναι παραπέρα εξαθλίωση και φτωχοποίηση του λαού, χωρίς ουσιαστική ελπίδα ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας. Η μόνη «σιγουριά» που προσφέρει η παραμονή στην ευρωζώνη, είναι ότι στον ….«επόμενο τόνο», θα έχουμε μείωση μισθών και συντάξεων, «εργασιακό μεσαίωνα» από πλευράς δικαιωμάτων, διαρκές φοροκυνηγητό, λεηλασία δημόσιας περιουσίας, ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς α΄ κατοικίας, κά. Αν για ένα πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ το 2016, ο λαός δεινοπάθησε, με τριπλάσιο το 2017 (1,75%) θα βογκήξει τρις (!) και με επταπλάσιο (3,5%) από το 2018 και σε βάθος δεκαετίας, θα περάσει …«τα μαρτύρια του Ιώβ». Αυτό είναι το «καλύτερο μέλλον» που προσφέρει η «σιγουριά» της παραμονής στο ευρώ. Ταυτόχρονα ως χώρα θα πάψουμε να υπάρχουμε με την κατάργηση ουσιαστικά της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Συνοπτικά οι «ευρω-φετιχιστές» αντιστρέφουν τις συνέπειες που απορρέουν από τη συμμετοχή στο ευρώ, που αυτές τάχα θα επισυμβούν από το «εθνικό νόμισμα».
Σύγχυση και παραπληροφόρηση για την ισοτιμία
Το αγαπημένο πεδίο κινδυνολογίας των «ευρω-λάγνων», σχετικά με την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος, είναι αποτέλεσμα σύγχυσης αλλά και σκόπιμης παραπληροφόρησης. Θεωρούν ότι η ισοτιμία είναι ζήτημα αποκλειστικά υποκειμενικών επιλογών και κερδοσκοπικών παιγνιδιών. Ωστόσο η ισοτιμία δεν είναι αυθαίρετη, αλλά αντανακλά κατ’ αρχήν τα αντικειμενικά δεδομένα της οικονομίας και ταυτόχρονα τις «ταξικές» (κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικές) επιλογές που ακολουθεί μια κυβέρνηση.
Τα «αντικειμενικά δεδομένα» της οικονομίας, συμπυκνώνονται σε αυτό που λέμε γενικά «ανταγωνιστικότητα» (έχει ως πυρήνα την παραγωγικότητα), η οποία εκδηλώνεται πρώτα απ’ όλα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Εφ’ όσον το συγκεκριμένο ισοζύγιο είναι αρνητικό (εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μεγαλύτερες από εξαγωγές) σημαίνει ότι έχεις ανάγκη πρόσθετο συνάλλαγμα, πέρα από αυτό που εισπράττεις από εξαγωγές, για να καλύψεις τις εισαγωγές. Η ζήτηση συναλλάγματος (πχ. δολαρίων) με προσφορά εθνικού νομίσματος (πχ. δραχμών), ασκεί πίεση για υποτίμηση του. Το αντίστροφο ισχύει όταν το ισοζύγιο πληρωμών είναι θετικό (πίεση για ανατίμηση του). Ανάλογες επιδράσεις έχουμε με την ύπαρξη ελλειμμάτων στο κρατικό προϋπολογισμό και την προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό, κά.
Ο δεύτερος παράγοντας που επιδρά την ισοτιμία, δηλ. οι ταξικές επιλογές της οικονομικής πολιτικής, συνδέονται κατ’ αρχάς με το «μοντέλο» συναλλαγματικής πολιτικής που εφαρμόζει μια κυβέρνηση. Αν ακολουθεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της «ελεύθερης διακύμανσης» της ισοτιμίας, με την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, αφήνει ανοικτό το παράθυρο των κερδοσκοπικών επιθέσεων στο νόμισμα και το μόνο που μπορεί να ρυθμίσει είναι το ύψος των επιτοκίων. Αντίθετα αν η κυβέρνηση ρυθμίζει η ίδια την ισοτιμία, στη βάση των δεδομένων της οικονομίας, τότε θα πρέπει να εφαρμόζει έλεγχο στην εισαγωγή και εξαγωγή κεφαλαίων, καθώς και ρύθμιση επιτοκίων. Το δεύτερο μοντέλο έχει ασφαλώς πλεονεκτήματα, αλλά προϋποθέτει τον έλεγχο του συνόλου της οικονομικής πολιτικής από την κυβέρνηση (νομισματικής, πιστωτικής, δημοσιονομικής, κλπ), η οποία στα πλαίσια της ευρωζώνης είναι ανέφικτη!
Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι, ούτε η υποτίμηση ενός νομίσματος, ούτε η ανατίμηση, έχουν apriori (εξ αρχής) θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Η εμπειρία όλων των χωρών, μαζί και της Ελλάδας (όσο είχε εθνικό νόμισμα), διδάσκει ότι μια κυβέρνηση μπορεί, στηριζόμενη στα αντικειμενικά δεδομένα της οικονομίας, να εφαρμόσει πολιτική υποτίμησης ή ανατίμησης, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αν αυτή εξυπηρετεί τα κοινωνικά-πολιτικά της προτάγματα (προγραμματικούς στόχους), λαμβάνοντας παράλληλα υπ’ όψιν και τη συναλλαγματική πολιτική άλλων χωρών, ιδιαίτερα εκείνων με τις οποίες έχει τον κύριο όγκο συναλλαγών. Μιλάμε δηλαδή για την εφαρμογή μιας «ευέλικτης συναλλαγματικής πολιτικής».
Θεωρούμε ότι με βάση τα σημερινά οικονομικά δεδομένα, μπορούμε να ξεκινήσουμε με ισοτιμία 1:1 και στην πορεία, ανάλογα με τις οικονομικές εξελίξεις και τις συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες, μπορούμε να καθορίσουμε συγκεκριμένα την ισοτιμία, αξιολογώντας τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα μιας υποτίμησης ή ενός προσωρινού «κλειδώματος». Σε κάθε περίπτωση, τα «πραγματικά οικονομικά δεδομένα» και τα κοινωνικά-πολιτικά «προτάγματα», μαζί και το διεθνές περιβάλλον, αποτελούν τους κατ’ εξοχήν παράγοντες στη χάραξη της συναλλαγματικής πολιτικής.
Εθνικό Νόμισμα και επάρκεια τροφίμων, φαρμάκων, καυσίμων
Εκτός από την καλλιέργεια συγχύσεων στο θέμα της ισοτιμίας, γίνεται προσπάθεια εκ μέρους των ευρω-λάγνων, επαναφοράς στο προσκήνιο της γνωστής θεωρίας της «ψωροκώσταινας», ότι τάχα η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα, ότι δεν θα μπορούμε να καλύψουμε τις βασικές ανάγκες σε τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα, κά, ότι το νόμισμα δεν θα έχει καμιά αξία και ότι τελικά είναι καθαρή «ανοησία», σύμφωνα το Δ/τη της Τρ. Ελλάδος Γ. Στουρνάρα, η έξοδος από την ευρωζώνη!
Ωστόσο με βάση τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας, η Ελλάδα όχι μόνο παράγει, αλλά ταυτόχρονα εξάγει σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες. Μάλιστα από το 2014, το συνάλλαγμα που εισπράχτηκε από της εξαγωγές, ήταν μεγαλύτερο από τις ανάγκες εξόφλησης των εισαγωγών (προϊόντα και υπηρεσίες). Συγκεκριμένα με βάση στοιχεία της Τράπεζας Ελλάδος, στην πενταετία 2009-14, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, αγαθών και υπηρεσιών, από ελλειμματικό -18,1 δις € το 2009, έγινε θετικό 1,8 δις το 2014, όπως επίσης και το 2015-16. Η μεγάλη μείωση της καταναλωτικής ζήτησης λόγω των Μνημονίων, μείωσε τις εισαγωγές, ενώ η πολιτική «εσωτερικής υποτίμησης», σε βάρος κυρίως των μισθών, βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, μειώνοντας το εμπορικό έλλειμμα, ενώ η αύξηση του τουριστικού και ναυτιλιακού συναλλάγματος, υπερκάλυψε το εμπορικό έλλειμμα, διαμορφώνοντας θετικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών.
Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός ότι δεν θα έχουμε συνάλλαγμα για να πληρώσουμε τα εισαγόμενα αγαθά, είναι εντελώς αβάσιμος. Ειδικότερα όσον αφορά στα τρόφιμα, η Ελλάδα καλύπτει τις βασικές της ανάγκες από την εγχώρια παραγωγή με εξαίρεση το μοσχαρίσιο κρέας. Το ίδιο ισχύει σε μεγάλο βαθμό στα βασικά φάρμακα, όπως και στις ενεργειακές ανάγκες με εξαίρεση το πετρέλαιο. Με την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και συνολικά της οικονομικής πολιτικής, θα έχουμε δυνατότητα ανάπτυξης αμοιβαία επωφελών σχέσεων με όλες τις χώρες, εξασφαλίζοντας όχι μόνο τις ανάγκες μας σε φάρμακα, καύσιμα, κά, αλλά και την προώθηση των δικών μας εξαγωγών σε άλλες χώρες. Παράλληλα μπορούμε να εφαρμόσουμε πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών, ανάπτυξη εγχώριας παραγωγής για κάλυψη των εγχώριων αναγκών, καθώς για εξαγωγές. (Αναλυτικότερα στοιχεία, βλ. Γ. Τόλιου, «Η μετάβαση στο Εθνικό Νόμισμα, αφετηρία εξόδου από την κρίση». Εκδ. «Ταξιδευτής», σελ.64-70) Γενικότερα η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα και η εφαρμογή ευέλικτης συναλλαγματικής πολιτικής, παράλληλα με την εφαρμογή σειράς μέτρων φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση, δίνουν μεγάλα περιθώρια ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, αύξησης του εισοδήματος και μείωσης της ανεργίας.
Πληθωρισμός, μισθοί, συντάξεις, καταθέσεις, δημόσιο χρέος κά
Μια άλλη γραμμή κινδυνολογίας από εκπρόσωπους των μνημονιακών κομμάτων, συνδέεται με το μεγάλο πληθωρισμό που τάχα θα προκύψει από τις ακριβότερες εισαγωγές, λόγω υποτίμησης του νομίσματος, με αποτέλεσμα τη δραματική μείωση μισθών και συντάξεων, εξαέρωση καταθέσεων, αύξηση φορολογίας για την εξυπηρέτηση του χρέους κά. Με όσα ήδη αναφέραμε, δεν τίθεται ζήτημα άμεσης υποτίμησης και μάλιστα μεγάλης, για ακριβότερες εισαγωγές και μεγάλες ανατιμήσεις ειδών πρώτης ανάγκης. Σε κάθε περίπτωση οι μισθοί και οι συντάξεις θα προστατευτούν με τιμαριθμική αναπροσαρμογή, ενώ το κύριο βάρος θα πέσει στην οικονομική ανόρθωση, στην αύξηση της απασχόλησης, του εθνικού εισοδήματος και των κοινωνικών δαπανών.
Όσον αφορά τις καταθέσεις, αυτές θα προστατευθούν άμεσα και έμμεσα. Κατ’ αρχήν οι τράπεζες θα περάσουν υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο και εκτός από διασφάλιση των καταθέσεων, θα καθοριστούν θετικά επιτόκια, τα οποία σήμερα είναι, από ανύπαρκτα ως και αρνητικά, για τις καταθέσεις ταμιευτηρίου. Τέλος σε ότι αφορά στην εξυπηρέτηση του χρέους, η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα θα συνοδευτεί με την αναστολή πληρωμής των τοκοχρεολυσίων, με στόχο τη βαθιά διαγραφή του.
Κατά συνέπεια όλα τα «κατακλυσμιαία» γεγονότα που θα επισυμβούν με τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, είναι προφανώς ιδεολογικές «κατασκευές» από τους εκπροσώπους της κυρίαρχης ελίτ, που επιθυμεί «πάση θυσία» παραμονή στην ευρωζώνη για τη συνέχιση της στυγνής εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και την εξασφάλιση υπερεθνικής προστασίας της κυριαρχίας της, δίνοντας ως αντάλλαγμα τη δημόσια περιουσία, μαζί και την εθνική και λαϊκή κυριαρχία. Γι’ αυτό η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα, αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο της ανατροπής των μνημονιακών μέτρων και της βαθιάς διαγραφής του χρέους, αλλά και της ανάκτησης του ελέγχου της οικονομικής πολιτικής, καθώς και της εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας. Πρόκειται για επιλογή που έχει δυσκολίες, αλλά τα πλεονεκτήματα θα είναι πολλαπλάσια, άμεσα και μακροπρόθεσμα.
Η ανάπτυξη ισχυρού κινήματος ανατροπής των Μνημονίων, αποτελεί το πρώτο βήμα για την ανάδειξη μιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης που θα εφαρμόσει τα αναγκαία μέτρα μιας προοδευτικής-φιλολαϊκής εξόδου από την κρίση με ανοικτό τον ορίζοντα της σοσιαλιστικής προοπτικής.
* Μέλος της Π.Γ. και υπεύθυνος Οικονομικής Πολιτικής της ΛΑ.Ε.
e–mail:ytolios@gmail.com