Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η Ελλάδα έμπαινε στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ως δέκατο μέλος οι άλλοι εννέα εταίροι ήξεραν ότι είναι μια χώρα σχετικώς φθηνού εργατικού κόστους. Δε φοβήθηκαν, όμως, τη μετανάστευση των επιχειρήσεων τους από την Γερμανία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, διότι προφανώς είχαν εμπιστοσύνη στο επιχειρηματικό τους περιβάλλον.
Ομοίως, όταν η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Κύπρος εισήλθαν ως ισότιμα μέλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι λοιποί εταίροι γνώριζαν ότι οι τρεις αυτές χώρες είτε έχουν χαμηλά μεροκάματα, είτε μικρούς φορολογικούς συντελεστές. Και πάλι οι μεγάλες χώρες της Ένωσης δεν «φοβήθηκαν» ότι θα χάσουν επιχειρήσεις. Μόνο στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται όλα αυτά ως… δαιμόνια, στα οποία οφείλονται οι μεταναστεύσεις επιχειρήσεων και οι απώλειες θέσεων εργασίας.
Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας με τη Βουλγαρία, το θέμα αυτό έρχεται και ξανάρχεται στο προσκήνιο με κάθε πραγματική ή προσχηματική ευκαιρία. Η εύκολη λύση ξεδιπλώνεται συνεχώς ενώπιον του κοινού, που παρακολουθεί διαρκώς έκπληκτο αναζητώντας κάθε λεπτομέρεια πίσω από το κάθε απίθανο όνομα μιας μικρής πόλης ή ενός χωριού της γειτονικής χώρας.
Η ουσία είναι μία. Οι επιχειρήσεις δημιουργούνται και αναπτύσσονται, όπου υπάρχει το κατάλληλο κλίμα, το οποίο είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων. Για πολλές ελληνικές επιχειρήσεις η απόφαση της «μετανάστευσης» ήταν σχετικά εύκολη, διότι η χώρα ενώ ούτε φτηνή είναι, ούτε μικρή φορολογία έχει, παραμένει δύσκολη σε όλα τα άλλα επίπεδα που ενδιαφέρουν μια επιχείρηση -αδειοδοτήσεις, γραφειοκρατία, απονομή δικαιοσύνης, κόστος χρήματος, παντού.
Με αυτά τα δεδομένα εάν η μετακόμιση μιας επιχείρησης από την Ελλάδα στη Βουλγαρία έχει ως αποτέλεσμα τη σωτηρία της ή την ανάπτυξή της καλώς συμβαίνει. Πατριωτικό στις επιχειρήσεις δεν είναι ένα ηρωικό λουκέτο που έχει μόνο θύματα –εργαζομένους, ιδιοκτήτες, προμηθευτές, οι οποίοι επίσης έχουν εργαζομένους. Η προσπάθεια επιβίωσης και ανάπτυξης μιας οικονομικής μονάδας είναι αποστολή για τον επιχειρηματία, ο οποίος φοράει στο στήθος το εθνόσημο, υπό την προϋπόθεση ότι η φανέλα που το υποδέχεται έχει περιεχόμενο, δεν είναι πουκάμισο αδειανό.
Αν υποθέσουμε ότι οι επιχειρήσεις που «μετανάστευσαν» έμεναν εντός των συνόρων και είτε φυτοζωούσαν, είτε έκλειναν πιο θα ήταν το κέρδος για την ελληνική οικονομία; Απολύτως κανένα. Περισσότεροι άνεργοι και λιγότεροι –έως μηδενικοί- φόροι.
Η Β. Ελλάδα έχει την τύχη ή την ατυχία να διαθέτει, πλέον, ενδοχώρα. Ειδικά προς την πλευρά της Βουλγαρίας αυτό μεταφράζεται σε μια πολύ χαλαρή, στα όρια της ανυπαρξίας, συνοριακή γραμμή, που επιτρέπει την απρόσκοπτη μετακίνηση ανθρώπων, φορτίων και –μέχρι ενός σημείου λόγω capital controls- κεφαλαίων. Αυτοί είναι οι κανόνες, με αυτούς οφείλουμε να πορευτούμε.
Εάν η Ελλάδα θέλει να αναπτυχθεί οικονομικά χωρίς δανεικά και με σύγχρονους όρους, ώστε οι επιχειρήσεις της Β. Ελλάδος να παραμείνουν στην έδρα τους αυξάνοντας τον κοινωνικό πλούτο και αυξάνοντας την απασχόληση, οφείλει να διαμορφώσει ελκυστικό επιχειρηματικό κλίμα. Ένα μείγμα φορολογικών βαρών και γραφειοκρατικών επιβαρύνσεων που να μπορεί να το αντέξει ο επιχειρηματίας. Διαφορετικά η «μετανάστευση» των εταιριών και των επιχειρηματιών θα συνεχιστεί προς όφελος των ιδίων και των οικονομικών συστημάτων στα οποία δραστηριοποιούνται «εντός European Union».