Οι πρωτοβουλίες του υπουργού Εθνικής Άμυνας Παναγιώτη Καμμένου για τον εκσυγχρονισμό του στόλου των μαχητικών F-16 και την αγορά F-35 από τις ΗΠΑ, ερήμην μάλιστα της κυβέρνησης και καθ’ υπέρβαση των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας εν μέσω κρίσης χωρίς καμιά προοπτική άμεσης ανάκαμψης, έθεσαν εύλογα και πάλι το ερώτημα: Αφού, σύμφωνα με την πολιτική ιεραρχία της χώρας μας που εξαντλείται στον πρωθυπουργό και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τα εθνικά μας σύνορα είναι και σύνορα της Ευρώπης, τότε προς τι η ανάγκη των εξοπλισμών σε αυτό το επίπεδο; Πότε είναι τα εθνικά μας σύνορα και ευρωπαϊκά και πότε δεν είναι; Γιατί δεν μας λένε ότι σύμφωνα με τις Βρυξέλλες τα ευρωπαϊκά σύνορα ταυτίζονται με τα εθνικά, όταν αυτό προστατεύει τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών της ΕΕ, δηλαδή μόνον στα πλαίσια της Συνθήκης Σένγκεν με σκοπό την ανάσχεση του προσφυγικού ρεύματος από την Τουρκία προς την Ευρώπη; Ας μη θεμελιώνουμε λοιπόν την ασφάλεια της χώρας σε ψευδαισθήσεις.
Όμως, μπορούμε να ανταγωνιστούμε την Τουρκία στους εξοπλισμούς; Μια χώρα με οκταπλάσιο πληθυσμό, με ισχυρότερη οικονομία και συνεχείς και ποικίλους κινδύνους στην ασιατική της περίμετρο είναι δυνατό να υποσκελιστεί από εμάς στο θέμα των εξοπλισμών; Ο ιστορικός Ευάνθης Χατζηβασιλείου σε εκδήλωση του «Κύκλου Ιδεών» υπενθύμισε πρόσφατα ότι το 1959, ο συσχετισμός των πληθυσμών των δύο κρατών ήταν 28 εκ. έναντι 8 εκ. και σήμερα έχει γίνει 80 προς 10. Αλλά και μέσα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη «Θεωρία του Πολέμου» (σελ. 399) με στοιχεία που παραθέτει από το 1980 και εντεύθεν διαπιστώνουμε ότι οι συσχετισμοί ανάμεσα στις δύο χώρες διαφοροποιούνται ταχύτατα σε βάρος μας: Αν το 1980, γράφει ο Κονδύλης, το ελληνικό ακαθάριστο ΑΕΠ αποτελούσε περίπου το 80%του τουρκικού, το 1995 είχε πέσει στο 40% περίπου. Αν το 1980 η ελληνική βιομηχανική παραγωγή αποτελούσε το 60% της τουρκικής το 1995 δεν ήταν πάνω από το 30%. Ενώ το 1980 οι ελληνικές εξαγωγές ήσαν σχεδόν τριπλάσιες των τουρκικών, δεκαπέντε χρόνια αργότερα αποτελούσαν μόλις το 60% εκείνων. Ποιες ήταν οι επιπτώσεις της δραστικής αυτής μεταβολής των οικονομικών συσχετισμών στο ύψος των στρατιωτικών δαπανών; Τα συνολικά μεγέθη εξελίχθηκαν ως εξής (σε σταθερές τιμές του 1990): Η Ελλάδα ξόδεψε το 1980 – 1984 κατά μέσον όρο 3.820 εκ. δολάρια και το 1995 3.893, δηλαδή περίπου τα ίδια, ενώ η Τουρκία ξεκινώντας από λιγότερα την περίοδο 1980 – 1984 (ήτοι 3.769 εκ εκ. δολ.) έφτασε τα 6.379. Ακόμη πιο αισθητή ήταν η διαφορά όχι πλέον στις γενικές στρατιωτικές, αλλά ειδικά στις νευραλγικές εξοπλιστικές δαπάνες: Στο διάστημα 1980 – 1984 η Ελλάδα έδινε για εξοπλισμούς 665 εκ. δολ. κατά μέσο όρο, για να φτάσει τα 771 το 1995, ενώ η Τουρκία πέρασε στην ίδια δεκαπενταετία από τα 343 στα 2.405 εκ. δολ., δηλαδή από το διπλάσιο υπέρ της Ελλάδας στο τριπλάσιο υπέρ της Τουρκίας! Στα χρόνια που ακολούθησαν με την οικονομική γιγάντωση της Τουρκίας από το 2002 και μετά με την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία και τη χρεωκοπία της χώρας μας μετά το 2009, είναι αυτονόητο ότι οι οικονομικοί συσχετισμοί και οι δυνατότητες εξοπλισμού επιδεινώθηκαν περαιτέρω εις βάρος μας. Ίσως είναι ακόμα σημαντικότερο το γεγονός ότι η Τουρκία προ πολλών ετών συνέδεσε το εξοπλιστικό της πρόγραμμα με την ανάπτυξη δικής της πολεμικής βιομηχανίας μέσω εκτεταμένων προγραμμάτων συμπαραγωγής, έτσι ώστε σε σημαντικό βαθμό να είναι αυτάρκης με ανοδική τάση και εξαγωγική κατεύθυνση (π.χ. πώληση στην Αίγυπτο αεροπλάνων F – 16 τουρκικής παραγωγής παλαιότερα).
Η αλήθεια είναι ότι στις οικονομικές δυνατότητες κάθε κράτους υπάρχουν όρια, γιαυτό και θα πρέπει να βρίσκει άλλους τρόπους, μέσα από τη διπλωματία και την πολιτική, για να αντιμετωπίζει τους κινδύνους. Το ζήτημα δεν είναι να αποδυθείς σε έναν ανταγωνισμό εξοπλισμών με τη γείτονα και τελικά να υπολείπεσαι αυτής αλλά θα πρέπει να διατηρείς συνεχώς την ισορροπία δυνάμεων ή και να υπερτερείς. Υπήρξε ποτέ αυτή η δυνατότητα; Διότι όπως έγραφε από το 1993 ο Παναγιώτης Κονδύλης, χάρη στην αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας στον τομέα των εξοπλισμών, οι αστραπιαίοι προληπτικοί πόλεμοι θα γίνουν πιθανότεροι και πολυαριθμότεροι απαιτώντας εξοπλισμούς στο ανώτατο τεχνολογικό επίπεδο με τη συνεχή ανανέωσή τους όσο η πολεμική βιομηχανία θα προσφέρει αποτελεσματικότερα όπλα. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο. Γιαυτό πάντα υπολειπόμασταν στον τομέα των εξοπλισμών και παρά τα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν, όταν χρειάστηκε να δείξουμε την αξία των εξοπλισμών μας ολιγωρήσαμε. Αρκεί να θυμηθούμε την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο ύστερα από αξίωση της Άγκυρας ή την ανοχή απέναντι στον Αττίλα 1 και Αττίλα 2 και το φιάσκο της επιστράτευσης.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν να αντιμετωπιστεί η επιθετικότητα της Τουρκίας; Μόνον με την ένταξή μας σε ευρύτερες συμμαχίες, διότι όπως αποδεικνύεται ιστορικά η Τουρκία αντιμετωπίστηκε νικηφόρα μόνον όταν είμασταν συνασπισμένοι με άλλες δυνάμεις εναντίον της ενώ όσες φορές την αντιμετωπίσαμε μόνοι μας υποστήκαμε οδυνηρές ήττες. Σε σημείο ώστε ο καθηγητής της Ιστορίας Δημήτρης Καιρίδης, μιλώντας στην ίδια εκδήλωση του «Κύκλου Ιδεών» που προαναφέρθηκε, υποστήριξε ότι η χώρα μας θα πρέπει πάντα να πρωταγωνιστεί – μεταξύ των δυτικών συμμάχων της – στην υποστήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, καθώς, όπως είπε, «όποτε αναμετρήθηκε μόνη της η Ελλάδα με τη γείτονα ηττήθηκε». Όμως παρά τις ιστορικές διαπιστώσεις, η χώρα μας τον Δεκέμβρη του ’91 προσυπέγραψε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με πρόσχημα την υπόσχεση του Γερμανού Γκένσερ για τη μη ανεξαρτητοποίηση των Σκοπίων, τα οποία μετά από λίγο καιρό αναγνωρίστηκαν, παραβλέποντας ότι η Γιουγκοσλαβία, το ισχυρότερο κράτος των Βαλκανίων, αποτελούσε ως σύμμαχος χώρα την μεγαλύτερη εγγύηση έναντι της επεκτατικής πολιτικής της Άγκυρας. Όμως, θα αντιτείνετε ότι είμαστε στο ΝΑΤΟ στο οποίο είναι ενταγμένη και η Τουρκία. Είναι δυνατό να αντιμετωπίσουμε απειλή από ένα άλλο μέλος της Συμμαχίας; Γράφει και πάλι ο Παναγιώτης Κονδύλης στο περίφημο “Επίμετρο για τις γεωπολιτικές και στρατηγικές παραμέτρους ενός ελληνοτουρκικού πολέμου” για τις συμμαχίες: «Μήπως …η Ελλάδα οφείλει να ξεκόψει από τις σημερινές συμμαχίες; Βεβαίως όχι, καθώς εναλλακτική λύση δεν υπάρχει. Αλλά η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα, κι όχι μόνον λεκτικά, ότι η αξία μιας συμμαχίας για ένα μέλος της καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λιανά: Οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι αυτούς. Καμμιά συμμαχία και καμμιά προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα “δίκαια” της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και προγράμματα στήριξης». Όσοι αντιπαραθέτουν στις προφανείς αδυναμίες της χώρας μας την γεωπολιτική της θέση ως εξισορροπιστή τους, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η γεωπολιτική αξία της χώρας μας, χάριν της οποίας, σύμφωνα με την εκτίμηση του τ. ΥΠΕΞ της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ που επανειλημμένα διατύπωσε, θα πρέπει να παραμείνει στο ευρώ, αποτελεί δίκοπο μαχαίρι: Διότι, για να αξιοποιήσει μια χώρα την γεωπολιτική της αξία υπέρ των συμφερόντων της θα πρέπει να διαθέτει ισχύ η ίδια. Διαφορετικά, μεταβάλλεται σε πεδίον ανταγωνισμού των ισχυρότερων που ανταγωνίζονται προκειμένου να εξασφαλίσουν προνομιακή πρόσβαση στην περιοχή, με επιδίωξη την περαιτέρω εξάρτησή της μέσω της διαρκούς αποδυνάμωσής της, με φορέα ακόμη και το ευρώ όπως αποδεικνύει η πολύχρονη, πλέον, κρίση. Η ταχύρρυθμη λοιπόν ανάπτυξη αποτελεί μονόδρομο για τη θωράκιση της χώρας.
Μακροδημόπουλος Δημήτρης