Γράφει ο Ceteris Paribus
Όλοι ομολογούν ότι η Ευρώπη απέφυγε μια καταστροφική κρίση χρέους το 2012 χάρη στην ενεργοποίηση του περιβόητου «μπαζούκα» του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κ. Μάριο Ντράγκι. Το «μπαζούκα»
αυτό συνίσταται σε μια διαβεβαίωση που αποδίδεται με τρεις λέξεις: whatever it takes.
Η ΕΚΤ θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να στηρίξει την Ευρωζώνη και το ευρώ, διαβεβαίωση ο «σούπερ Μάριο» ή «άγιος Μάριο», προειδοποιώντας κάποιους να μην παίξουν με το σενάριο του sell off στα ομόλογα των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που θα μπορούσε να παρασύρει στην άβυσσο το ίδιο το ευρώ. Οι αγορές πήραν στα σοβαρά την προειδοποίηση του κ. Ντράγκι, κι αυτός φρόντιζε σε τακτά διαστήματα και σε δύσκολες συγκυρίες να την επαναλαμβάνει – προς γνώσιν και συμμόρφωσιν…
Ως γνωστόν, ο επικεφαλής της ΕΚΤ δεν έμεινε μόνο στα λόγια, αλλά έβαλε σε ενέργεια ένα πρόγραμμα-«μαμούθ» για την αγορά ομολόγων (κρατικών αλλά και εταιρικών), ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ, του περίφημου QE.
Ωστόσο, οι συγκυρίες άλλαξαν και τα δεδομένα οδηγούν αναπόφευκτα -εξαιρουμένης της περίπτωσης άλλου είδους μειζόνων ανατροπών στην παγκόσμια οικονομία- στο τέλος του QE και άρα σε αχρήστευση του «μπαζούκα» του κ. Ντράγκι. Πέρα από όλα τα υπόλοιπα συσσωρευμένα προβλήματα, τίθεται λοιπόν και το ερώτημα: πόσο ανθεκτικές θα αποδειχτούν η Ευρωζώνη και κατ’ επέκταση η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) μόλις το «υπερόπλο» της ΕΚΤ σιγήσει;
Η νέα φάση του νομισματικού πολέμου
Μέχρι και το Δεκέμβριο του 2016, οπότε η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (FED) εγκαινίασε την πολιτική αύξησης των επιτοκίων του δολαρίου ύστερα από 8 χρόνια νομισματικής χαλάρωσης, ο νομισματικός πόλεμος συνίστατο στον ανταγωνισμό μεταξύ προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης»: οι κεντρικές τράπεζες τύπωναν χρήμα για να αγοράσουν κρατικά ή και εταιρικά ομόλογα.
Πρώτη μπήκε σε αυτό το «χορό» η FED, ακολούθησε η ΕΚΤ και στη συνέχεια η ιαπωνική κεντρική τράπεζα (BoJ). Η τελευταία, μάλιστα, υλοποιεί ένα πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» τόσο εκτεταμένο, ώστε είναι πλέον πλειοψηφούν μέτοχος σε μεγάλη γκάμα ιαπωνικών εταιρειών, αφού δεν εξαίρεσε ούτε τις αγορές μετοχών από τα προγράμματα αγοράς!
Ωστόσο, στα τέλη του 2016 είχαμε μια σημαντική ανατροπή της συγκυρίας: η αμερικανική οικονομία επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2% (2,5% η πρόβλεψη για το 2017), αλλά η ιαπωνική και η ευρωπαϊκή δεν έχουν καταφέρει να διώξουν το φάντασμα των αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης ή και της οικονομικής στασιμότητας.
Επιπλέον, η Ιαπωνία και οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν σημαντικά προβλήματα κρατικού χρέους, ενώ η Ευρωζώνη έχει και εμφανή προβλήματα συνολικότερης αστάθειας. Πιο αποτελεσματικός στο νομισματικό πόλεμο είναι αυτός που έχει το ισχυρότερο νόμισμα…
Ενώ λοιπόν στην πρώτη φάση του «νομισματικού πολέμου», τα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» βασίζονταν πάνω-κάτω στα ίδια ή παραπλήσια οικονομικά δεδομένα, στη δεύτερη φάση που εγκαινίασε η FED από τα τέλη του 2016 δεν ισχύει το ίδιο: οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να αρχίσουν το «χορό» της αύξησης των επιτοκίων ενώ η Ιαπωνία και η Ευρώπη έχουν ακόμη ανάγκη τα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης». Το γεγονός αυτό έχει μεγάλες συνέπειες…
Ποιος θα μαζέψει το χρήμα;
Τα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» δεν αποσκοπούσαν απλά στο να στηρίξουν κρατικά και εταιρικά ομόλογα ή και μετοχές αλλά και να κερδίσουν (ή να μη χάσουν…) στη μάχη για τις παγκόσμιες ροές του χρήματος. Το πού θα κατευθυνθεί, σε ποιες αξίες θα επενδυθεί η τεράστια ρευστότητα που κυκλοφορεί παγκοσμίως, «ποιος θα μαζέψει το χρήμα», είναι ένα μεγάλο στοίχημα του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού.
Για όσο διάστημα όλοι είχαν λόγο να κρατάνε χαμηλά τα επιτόκια και να προστατεύουν τις τιμές των ομολόγων και των μετοχών τους με προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ ταυτόχρονα οι κεντρικές τράπεζες εγγυούνταν το ρίσκο των επενδύσεων, ένα μέρος της ρευστότητας κατευθυνόταν σε επενδύσεις με μεγαλύτερες αποδόσεις και υψηλότερο ρίσκο, αφού με μηδενικά επιτόκια δολαρίου οι αποδόσεις των αμερικανικών αξιών ήταν «φτωχές»…
Από αυτό το γεγονός ευνοήθηκαν τόσο οι Αναδυόμενες οικονομίες όσο και χώρες της Ευρωζώνης και της Ε.Ε., ιδιαίτερα της περιφέρειας. Όσοι επενδυτές ζητούσαν κυρίως ασφάλεια, αγόραζαν αμερικανικές αξίες, γερμανικά ομόλογα κ.λπ. αλλά με πολύ μικρές αποδόσεις.
Όσοι επενδυτές ζητούσαν το «κάτι παραπάνω» επένδυαν στις Αναδυόμενες, σε κρατικά ομόλογα της Ιταλίας και γενικά της ευρωπεριφέρειας κ.λπ. Τώρα όμως έχουν τη δυνατότητα να επιδιώξουν ασφάλεια και απόδοση ταυτόχρονα αγοράζοντας αμερικανικές αξίες, όταν για παράδειγμα η απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς κρατικού ομολόγου είναι κοντά στο 2,5%.
Το γεγονός αυτό απειλεί να ανακατευθύνει δραματικά τις παγκόσμιες ροές του χρήματος από τις Αναδυόμενες και την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ. Καθώς οι υπόλοιποι δεν είναι έτοιμοι να μπουν στο «χορό» της αύξηση των επιτοκίων, οι ΗΠΑ απειλούν να «μαζέψουν το χρήμα» με τρόπο πολύ ενοχλητικό και με πολύ σοβαρές συνέπειες για τους ανταγωνιστές τους.
Τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα για Αναδυόμενες και Ευρώπη όταν τα αμερικανικά επιτόκια θα ανέβουν τόσο, ώστε οι κεντρικές τους τράπεζες θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» ή και να αυξήσουν -έστω και δειλά- τα επιτόκιά τους. ‘Ηδη η FED έχει προαναγγείλει την αύξηση του βασικού επιτοκίου του δολαρίου στο 1,375% μέχρι τα τέλη του 2017 (σήμερα, ύστερα από τις δύο πρόσφατες αυξήσεις το Δεκέμβριο και το Μάρτιο, είναι 0,75%) και ως το 3,5% μέχρι το 2019!
Θα αντέξει η Ευρωζώνη χωρίς… «μπαζούκα»;
Βεβαίως όλα αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να θεωρηθούν προδιαγεγραμμένα. Ωστόσο, αποτελούν τη στιγμή που μιλάμε και με τα σημερινά δεδομένα το βασικό σενάριο των εξελίξεων. Οι χρηματιστηριακές αγορές, έχοντας «αγοράσει» αυτό ακριβώς το σενάριο και ποντάροντας επιπλέον στα υπόλοιπα στοιχεία του προγράμματος του νέου Αμερικανού προέδρου (μείωση φορολογίας των κερδών, αύξηση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων για προγράμματα υποδομής), καταρρίπτουν το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ. Η επιστροφή κεφαλαίων από τις Αναδυόμενες προς τις ΗΠΑ κατά κύριο λόγο έχει ήδη ξεκινήσει. Για την ώρα οι επιτοκιακές διαφορές είναι μικρές, οπότε επωφελούνται από αυτή την επιστροφή και το Βερολίνο και το Παρίσι. Ωστόσο αυτό μέχρι τα τέλη του 2017 θα αλλάξει.
Τούτων δοθέντων, το πρόβλημα έχει ήδη τεθεί: θα αντέξει η Ευρωζώνη όταν μέχρι τα τέλη του 2017 ή το αργότερο στις αρχές του 2018 το «μπαζούκα» του κ. Ντράγκι σιγήσει; Ή θα αρχίσει πάλι το sell off στα ομόλογα και γενικότερα στις αξίες της ευρωπεριφέρειας, απειλώντας με μια επάνοδο στην κρίση χρέους που αποφεύχθηκε το 2012;
Δεδομένων και όλων των υπόλοιπων προβλημάτων, μια τέτοια προοπτική θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από απειλητική.
Διαβλέποντας την κατεύθυνση των εξελίξεων, ο Μάριο Ντράγκι δεν κουραζόταν τον τελευταίο χρόνο να απευθύνει εκκλήσεις στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο να πράξουν ό,τι αντιστοιχεί στην πολιτική και τους πολιτικούς γιατί η ΕΚΤ και η νομισματική της πολιτική δεν μπορούν να κάνουν θαύματα, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε δεν έχει εισέτι εισακουστεί…
Τώρα όμως έρχεται αναπόφευκτα η ώρα της πολιτικής. Και δεν θεωρώ τυχαίο ούτε άσχετο με τα παραπάνω, το γεγονός ότι γίνεται η επιλογή της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων ούτε ότι στην πρώτη «ταχύτητα» εντάσσονται χώρες με προφανή προβλήματα οικονομικής καχεξίας ή και κρατικού (όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η ίδια η Γαλλία).
Στην προκείμενη περίπτωση παραβλέπονται τα οικονομικά δεδομένα χάριν του «πολιτικού κανόνα» και θωρακίζονται αυτές οι χώρες από τους επερχόμενους τρανταγμούς του νομισματικού πολέμου, που μέχρι τα τέλη του 2017 θα «αγριέψει»…