Του Γιάννη Σιδέρη
Εξανέστησαν οι 13 που υπέγραψαν το κείμενο συμβολής στο διάλογο κατά την Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, για την ερμηνεία που έδωσαν οι δημοσιογράφοι σε μία φράση τους, ότι κριτής είναι ο λαός. Κάνουν λόγο για «αυθαίρετες ερμηνείες περί εκλογών, που δεν προκύπτουν και εκθέτουν ορισμένους συντάκτες δημοσιογραφικών μέσων».
Ε, λοιπόν, όσο και να έχει εκπέσει τα τελευταία χρόνια η ελληνική γλώσσα στο δημοσιογραφικό λόγο – και δη στην τηλεοπτική εκδοχή του – σαφώς οι επαγγελματίες της ενημέρωσης χειρίζονται με μεγαλύτερη ακριβολογία τα ελληνικά απ’ ό,τι οι κομματικοί καρεκλοκένταυροι. Επίσης οι δημοσιογράφοι είναι εκπαιδευμένοι από τη δουλειά τους, να διεισδύουν μέσα στις γραμμές των δύσκαμπτων ελληνικών των κομματικών κειμένων, που συνήθως είναι ασαφή, εκφράζονται «περί διαγραμμάτου», και σπάνια ακριβολογούν.
Όταν οι 13 γράφουν, εν μέσω κυβερνητικής θητείας: «Στην τελική ο μόνος που μπορεί να αποφασίσει για την ίδια τη ζωή του είναι ο ελληνικός λαός. Σε κάθε περίπτωση είναι ο τελικός κριτής», είναι πολύ φυσικό λογικό να εκληφθεί ως έμμεση προτροπή προς την ηγεσία, για εκλογές.
Πέραν της ανωτέρω φράσης, το κείμενο που κατατέθηκε στην Κ.Ε. δεν άξιζε ιδιαίτερης δημοσιογραφικής μνείας, ούτε καν πολιτικής ερμηνείας, και γι’ αυτό ο γράφων δεν ασχολήθηκε επισταμένως. Ήταν ένα αφελές ευχολόγιο, που θα συζητηθεί στις οργανώσεις του κόμματος, κατά προτροπή του ιδίου του κ. Τσίπρα (και όχι κατ’ απαίτηση των «13»), ώστε να υπάρξει εσωκομματικός διάλογος – δηλαδή αποσυμπίεση στην κυοφορούμενη δυσαρέσκεια και την επικρατούσα κατήφεια, στο εναπομείναν κομματικό στράτευμα.
Το κείμενο αυτοακυρώνεται από αρχής, όταν διαπιστώνει ότι «Η αριστερά παγκοσμίως δυσκολεύεται να παρουσιάσει ένα πειστικό σχέδιο απεγκλωβισμού. Δείχνει αμήχανη και σαφώς κατακερματισμένη, κινείται ανάμεσα σε αδιέξοδους εθνικούς δρόμους και δρόμους ενσωμάτωσης. Ακόμα και το σύνθημα για επανίδρυση της Ευρώπης, που έχει τη σημασία του, δεν συνοδεύεται από μια ολοκληρωμένη πρόταση».
Αν δεν τους σεβόμασταν ως πρόσωπα και δεν γνωρίζαμε ότι τους διακατέχει μία – έστω και αφελής ή επιδερμική – αγωνία, θα μπορούσαμε να τους προτείνουμε να βρουν πρώτα «ένα πειστικό σχέδιο, που η αριστερά παγκοσμίως δυσκολεύεται να παρουσιάσει» και όταν το βρουν, να μας ξαναχτυπήσουν την πόρτα.
Με την ίδια οπτική θα μπορούσε κανείς να κρίνει και την επίμαχη φράση, ότι «ο μόνος που μπορεί να αποφασίσει για την ίδια τη ζωή του είναι ο ελληνικός λαός» και το δήθεν σεβασμό τους στο λαό.
Ο λαός – καλώς ή κακώς – αποφάσισε το πυρετώδες Καλοκαίρι του ’15, μέσα από εκείνο το οπερετικό δημοψήφισμα, να πει ΟΧΙ. Η μετέπειτα απόφαση του πρωθυπουργού, σε κείνες τις «17 ώρες» που «διαπραγματεύτηκε» (ή ήταν όμηρος πραξικοπήματος;), διερμήνευσε κατά το δοκούν το ΟΧΙ του λαού και το αντέστρεψε σε ΝΑΙ, γράφοντας τη λαϊκή θέληση στα παλαιότερα των υποδημάτων του. Προς τι ξανά η επίκληση της απόφασης του λαού;
Με σαρκαστική διάθεση αλλά και ειλικρινή απορία, θα μπορούσε επίσης κάποιος να αντιμετωπίσει την παράγραφο που αποφαίνεται ότι: «Το πρόγραμμά τους δεν βγαίνει καθώς έχει υφεσιακή και αντικοινωνική διάσταση και με αυτήν την έννοια πρέπει να ανατραπεί. Οι μνημονιακές εφαρμογές το μόνο που κατάφεραν ήταν περαιτέρω ύφεση, λιτότητα, φτωχοποίηση, απογοήτευση, αδιέξοδο».
Η ειλικρινής απορία είναι: Εάν το πρόγραμμα έχει αντικοινωνική διάσταση και φέρνει ύφεση και φτωχοποίηση, γιατί συναινούν στον αφανισμό της κοινωνίας και το ψηφίζουν; Έχουν άραγε άδικο όσοι – έστω με σκόπιμο λαϊκισμό – τους κατηγορούν ότι το κάνουν για την καρέκλα τους;
Και αφού είναι αντικοινωνικό, γιατί δεν προχωρούν το δικό τους; Μήπως επειδή δεν υπάρχουν τα αναγκαία χρήματα (γιατί με το που ήρθαν νοιάστηκαν μόνο το τι θα καταργήσουν και όχι τι θα οικοδομήσουν) και περιμένουν πάλι τη σωτηρία στα χρήματα των τοκογλύφων, προκειμένου να στήσουν τον ιδεατό αριστερό Παράδεισό τους στην Ελλάδα;
Τέλος (ολίγα ερανίσματα ήταν αυτά από το συνολικό κείμενό τους), πώς θα βγουν όπως λένε «από τα γραφεία μας με ανοιχτές συνελεύσεις, συγκεντρώσεις σε πλατείες, αξιοποίηση των ΜΜΕ κ.λπ»; Απ’ ό,τι έχει καταγράψει το ρεπορτάζ, όπου εμφανίζονται στελέχη τους, όχι μόνο πλατείες δεν γεμίζουν ούτε καν αίθουσες κινηματογράφων (και δεν αναφερόμαστε καν στα αποδοκιμαστικά συνθήματα που υφίστανται οι υπουργοί τους σε δημόσιες εμφανίσεις τους, γιατί θα μπορούσαν να τα χαρακτηρίσουν ως στημένα).
Κοντολογίς -με κάθε καλόπιστη διάθεση για τους εν λόγω- απλώς προσπαθούν με αριστερής κοπής πονεμένα φληναφήματα (ανάλογα του πόνου Σπίρτζη) να ενδυθούν έναν αριστερό φερετζέ, νομίζοντας ότι θα διασώσουν αυτό που θεωρούν ως «αριστερή ψυχή τους». Την ίδια στιγμή παρέχουν μέγιστη υπηρεσία στη μνημονιακή πολιτική του πρωθυπουργού: Εκτονώνουν τις εσωτερικές αντιδράσεις, χαρίζοντάς του πολύτιμο προσωπικό πολιτικό χρόνο.