Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Ήταν επτά χρόνια πριν, όταν ο Γιώργος Παπανδρέου από το ηλιόλουστο Καστελόριζο ανακοίνωνε πως η χώρα θα προσέτρεχε στον ευρωπαϊκό μηχανισμό βοήθειας και στο ΔΝΤ, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες. Επτά χρόνια μετά, παραμένουμε δέσμιοι ενός ατέρμονου μνημονιακού κύκλου, με τη χώρα βυθισμένη σε τέλμα και χωρίς ορατή έξοδο.
Στην Ελλάδα, όπως σωστά το διαπίστωσε ο πρώην υπουργό Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου σε συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Ελευθερία, υπάρχει το εξής παράδοξο: να θεωρούμε ότι ο Μνημόνιο έφερε την κρίση και όχι η κρίση το Μνημόνιο.
Χωρίς διάθεση υπερβολικής επέκτασης και ανάλυσης, αυτά είναι ανοησίες. Δέσμιοι των συλλογικών μας μύθων, εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι συγκεκριμένοι άνθρωποι υπηρέτησαν ένα στρατηγικό σχέδιο εξανδραποδισμού δι’ οικονομικών μέσων του περήφανου ελληνικού έθνους και αρνούμαστε, επτά χρόνια μετά, να παραδεχθούμε πως η χώρα χρεοκόπησε.
Έχουμε κάνει ομολογουμένως βήματα μπροστά. Όπως καταγράφουν έρευνες γνώμης, μεγαλώνει το ποσοστό των ανθρώπων που αναγνωρίζει πως φταίμε κυρίως εμείς ή έστω και εμείς που υπαχθήκαμε στο μνημονιακό καθεστώς. Μας πήρε μόλις επτά χρόνια, αλλά κάτι αρχίζουμε και καταλαβαίνουμε. Έχουμε, βεβαίως, πολύ δρόμο να κάνουμε ακόμα.
Όταν διαβάζεις σε έρευνες πως η πλειοψηφία των ερωτηθέντων εκτιμά πως η ένταξή μας στην Ε.Ε. ωφέλησε την Ένωση περισσότερο απ’ ότι ωφεληθήκαμε εμείς, είναι να τρελαίνεσαι. Επίσης, οι ανορθολογικές πολιτικές επιλογές των τελευταίων ετών δείχνουν πως ακόμα ζούμε με την ελπίδα μέσα μας να επιστρέψουμε, σαν να ξυπνάμε από κακό όνειρο, στο 2008.
Κάτι τέτοιο δεν θα γίνει, για να είμαστε ειλικρινείς.
Αλλά, αν ένα πράγμα έπρεπε να μας μάθουν τα Μνημόνια, είναι να σταματήσουμε να πιστεύουμε σε παραμύθια. Υπήρχε momentum στα δύο πρώτα χρόνια εφαρμογής τους. Θα έπρεπε όμως οι τότε κυβερνήσεις να είναι πιο αποφασιστικές και οι δανειστές επίσης. Αντ’ αυτού, οι πολιτικές ισορροπίες και οι τακτικισμοί επικράτησαν εκ νέου, η ευκαιρία χάθηκε και τώρα η όποια κυβέρνηση πρέπει να συμμαζεύει τα ασυμμάζευτα, την ώρα που οι δανειστές δεν θεωρούν πια τη χώρα μεταρρυθμίσιμη και την κρατάνε απλά στον αφρό.
Εδώ και ορισμένα χρόνια, το πλάνο είναι απλό: να ολοκληρωθεί ο κύκλος της εν Ελλάδι εσωτερικής υποτίμησης, η Ελλάδα να καταστεί διαχειρίσιμο μέγεθος και εν ευθέτω χρόνο να επιστρέψει στην κανονικότητα και να σταματήσει να είναι το ευρωπαϊκό πηγάδι των Δαναϊδων.
Μετά από επτά χρόνια φαγούρα και ατολμία, όμως, έχει έρθει η ώρα και του πολιτικού προσωπικού να σταματήσει απλά να παρατείνει τον μνημονιακό κύκλο της χώρας και να διαμορφώσει ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, αλλαγές στο δημόσιο, επενδύσεις, ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Όλα αυτά δεν γίνονται με έναν μαγικό τρόπο, αλλά αντίθετα απαιτείται ευθύνη και σχέδιο.
Όπως φαίνεται, οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι. Ο κ. Τσίπρας θα είναι αυτός που θα ολοκληρώσει τον κύκλο της εσωτερικής υποτίμησης και ο κ. Μητσοτάκης αυτός που θα κληθεί να εγγυηθεί το πέρασμα στην επόμενη μέρα, μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου. Αυτό είναι μια ενδεχομένως «βολική» συνθήκη για τον πρόεδρο της ΝΔ, αλλά το δικό του έργο είναι ίσως πιο δύσκολο και από τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί θα πρέπει, όχι απλά να εγγυηθεί, αλλά και να κάνει μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν τη μοίρα της χώρας.
Όλα αυτά είναι σενάριο εργασίας. Μπορεί ο κ. Τσίπρας να κάνει πάλι την ανατροπή, αλλά μπορεί και η οικονομία (και άρα η χώρα) να του σκάσει στα χέρια. Το μόνο σίγουρο είναι το εξής: ο επομενος πρωθυπουργός θα έχει την τελευταία ευκαιρία επαναφοράς της κανονικότητας στη χώρα. Ήδη, το σκηνικό και οι όροι του παιχνιδιού διαμορφώνονται, αλλά απουσιάζει η πολιτική βούληση. Τη χρειαζόμαστε, για να σταματήσουμε απλά, ανίσχυροι και ψωρο-περήφανοι, να σερνόμαστε κατά τις βουλές των ξένων δανειστών, οι οποίοι, εντελώς ρεαλιστικά, υπηρετούν πρωτίστως τα δικά τους συμφέροντα.