Γιατί το χρέος απειλεί να μας αφανίσει ως έθνος
Του Βασίλη Γεώργα
Το δημόσιο χρέος γίνεται σήμερα ο μοχλός μέσω του οποίου η Ελλάδα σπρώχνεται σταθερά προς τον οικονομικό γεωπολιτικό απομονωτισμό της. Η επιλογή του Βερολίνου -και η αποδοχή της από την κυβέρνηση- να επιβάλει στην Ελλάδα άφταστα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ της για τουλάχιστον μια πενταετία, είναι η πρώτη πράξη ενός δράματος που προοιωνίζεται πολύ σοβαρά οικονομικά, κοινωνικά και ενδεχομένως εθνικά προβλήματα στο μέλλον, ανεξάρτητα από το είδος της «διευθέτησης» που μπορεί να αποφασιστεί στο αποψινό ή σε κάποιο επόμενο Eurogroup.
Για κάποιον λόγο που η πυκνή σκόνη από τις ευρύτατες γεωπολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις της εποχής μας, εμποδίζει να κατανοήσουμε πλήρως, η Ελλάδα κινδυνεύει να υποβαθμιστεί, σε παρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από εκεί που στην τελευταία 20ετία υπήρξε το οικονομικό θαύμα της Βαλκανικής, το μέλλον της σήμερα δείχνει άδηλο, η οικονομική της θέση ασταθής και ακόμη και η εδαφική της ακεραιότητα απειλούμενη.
Δείτε τι συμβαίνει μέσα σε επτά χρόνια ύφεσης: από το 2010 μέχρι σήμερα οι γεννήσεις έχουν μειωθεί πάνω από 20% και εκατοντάδες χιλιάδες νέων ανθρώπων έχουν γίνει οικονομικοί μετανάστες από τη χώρα. Το 2010 είχαμε 115 χιλιάδες γεννήσεις και πέρυσι 91.000 ενώ 450.000 εργάτες και επιστήμονες υψηλού επιπέδου έχουν προστεθεί στην ανθρώπινη αλυσίδα εκείνων που ψάχνουν για μια δουλειά στο εξωτερικό. Σε λίγα χρόνια θα είμαστε ένα έθνος γερόντων που δεν θα μπορεί να συντηρηθεί, να πληρώσει μισθούς και συντάξεις και να φροντίσει τις επόμενες γενιές.
Ενόσω η Ελλάδα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε καθεστώς ύφεσης και στασιμοχρεοκοπίας, σεισμικές μετακινήσεις στις γεωπολιτικές πλάκες της περιοχής μοιάζει να μας απομακρύνουν από την Ευρώπη και να μας καθιστούν όλο και πιο ευάλωτους ως έθνος. Ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή (Ρουμανία, Πολωνία, Τσεχία, Βουλγαρία), οι γείτονες μας ενδυναμώνονται (Τουρκία) και άλλοι βρίσκονται σε αναβρασμό όπως συμβαίνει στα Σκόπια και στην Αλβανία.
Στην κρίσιμη στιγμή που η Γερμανία και η υπόλοιπη ευρωζώνη καλούνται να τηρήσουν τις δεσμεύσεις που έδωσαν σε όλες τις κυβερνήσεις μετά το 2012 και να αναδιαρθρώσουν το ελληνικό χρέος κατά τρόπο ώστε η Ελλάδα να μπορεί να εξοικονομήσει πόρους για την ανάταξη της οικονομίας της, αυτό που διαφαίνεται είναι άλλη μια προσπάθεια ώστε το ντενεκεδάκι να πεταχτεί ακόμη πιο μακριά και η ελληνική οικονομία να δεθεί χειροπόδαρα σε πολιτικές που ανακυκλώνουν την ύφεση.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί συμβαίνει αυτό και πως μπορεί κανείς να ερμηνεύσει τη στάση των εταίρων και ειδικά της Γερμανίας, που ενώ έχει συμβάλει ώστε να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας, εντούτοις διαιωνίζει τις πολιτικές της ύφεσης και της επιτροπείας σε τέτοιο βαθμό ώστε η χώρα να παραμένει περιστρεφόμενη σε δίνη εξελίξεων τις οποίες δεν μπορεί να προβλέψει και να ελέγξει.
Η Γερμανία ως ηγέτιδα δύναμη της Ε.Ε, εξακολουθεί να κατευθύνει τα νήματα κατά τρόπο που δεν συνάδει με τον στόχο της «διάσωσης» της Ελλάδας μετά από δέκα χρόνια ύφεσης και επτά χρόνια μνημονίων. Η εμμονή στην ανακύκλωση πολιτικών που ενώ διατηρούν διαμηχανωμένη την ελληνική οικονομία εμποδίζοντας την απότομη κατάρρευση, ταυτόχρονα δεν της επιτρέπουν να αποκτήσει τον απαραίτητο χώρο να αναπνεύσει οικονομικά και δεν βοηθούν να απελευθερώσει δυνάμεις και πόρους για να ανακάμψει, προκαλεί εύλογα ερωτηματικά για τη στόχευσή τους.
Το πρόβλημα δεν είναι το ίδιο το ύψος του Δημόσιου χρέους αλλά οι πολιτικές με τις οποίες επιχειρείται να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι όρος εθνικής επιβίωσης και το χρέος είναι μια βασική συνισταμένη σε αυτή την προσπάθεια.
Ακόμη και αν στο μέλλον ρυθμιστεί η πληρωμή του με επιμήκυνση των λήξεων ή χρήση περισσευούμενων κεφαλαίων για να «φτηνύνει» το κόστος εξυπηρέτησης του, το οξυγόνο θα λείπει από την οικονομία όσο από την εξίσωση επίλυσης του προβλήματος απουσιάζει η ανάπτυξη και το βάρος δίνεται στην εξυπηρέτηση των οφειλών κυρίως μέσα από πρωτοφανώς υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ. Με αυτό τον τρόπο η οικονομία θα είναι καταδικασμένη να σέρνεται και η χώρα να αποδυναμώνεται από ύφεση σε ύφεση χωρίς προοπτική, παράγοντας πλεονάσματα με κάθε κόστος.
Αν δεν υπήρχαν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέσω των οποίων τα επόμενα πέντε χρόνια θα φύγουν από τη χώρα πάνω από 30-35 δισ. ευρώ μόνο για πληρωμή τόκων, το χρέος θα ήταν απλώς ένας παρανομαστής.
Από τη στιγμή που η κυβέρνηση συναίνεσε σε αυτά και δέχτηκε να εγκλωβίσει τη χώρα σε άπιαστους δημοσιονομικούς στόχους έχοντας από πριν υπονομεύσει κάθε προοπτική ανάκαμψης και χωρίς να έχει διασφαλίσει τις ελάχιστες προϋποθέσεις ώστε να παραχθεί υπεραξία μέσα από την ανάπτυξη της οικονομίας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ακόμη και με μια «ρύθμιση» του χρέους, η χώρα είναι σχεδόν αδύνατον να προσελκύσει σοβαρές επενδύσεις και να ορθοποδήσει.
Από μια διαφορετική σκοπιά, ο εγκλωβισμός της χώρας από τους εταίρους μας σε πολιτικές που διαιωνίζουν την ύφεση ή τη στασιμότητα, προσφέρει μια σοβαρή ένδειξη πως προτεραιότητα είναι ένας άλλος σχεδιασμός σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα δεν μπορεί να ανήκει στην πρώτη ή στη δεύτερη ταχύτητα, αλλά σε μια υποδεέστερη ζώνη διαβίωσης και επιρροής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες είναι «αντιπαραγωγικοί», ότι πρέπει να κάνουν μεταρρυθμίσεις, ή ότι μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν είναι πολιτικά ανεκτή σε περίοδο εκλογών στη Γερμανία, δεν μπορούν να θεωρηθεί πειστική. Και η επιμονή του Σόιμπλε σε αυτή την πολιτική διαρκούς πίεσης και αποστέρησης του οξυγόνου ενώ γνωρίζει τους κινδύνους που εγκυμονεί προοπτικά, κάτι σημαίνει και πρέπει να μας προβληματίσει.
Οι δικές μας ευθύνες στο εθνικό πρόβλημα που λέγεται χρέος, είναι σαφώς πολύ μεγάλες. Το πολιτικό σύστημα έχει προσφέρει άπειρες αφορμές για την επιφυλακτική αντιμετώπισή μας από τους δανειστές, ενώ ως χώρα ποτέ δεν φροντίσαμε να αποκτήσουμε καθαρή εθνική στρατηγική και ένα δικό μας μνημόνιο για την ανάκαμψη και την προσέλκυση επενδύσεων έτσι ώστε να υλοποιήσουμε στόχους για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης 4-5%, που αποτελούν και το μόνο εξιτήριο από την επιτροπεία.
Τα δύο τελευταία χρόνια και ειδικά με τις διαρκείς μετατοπίσεις της κυβέρνησης, η κατάσταση στην Ελλάδα είναι ένα μπλεγμένο κουβάρι και κανείς δεν ξέρει που πατάμε και που πηγαίνουμε ως χώρα. Τη μία ημέρα είμαστε με το ΔΝΤ επειδή θέλει χαμηλά πλεονάσματα και κούρεμα, αλλά την επόμενη δικαιώνουμε το Βερολίνο το οποίο έχει συμφέρον να πιστεύει πως η χώρα βγαίνει με πλεονάσματα 3,5% μέσα από τη λιτότητα. Άλλοτε θέλουμε τη Ρωσία και την Κίνα για επενδύσεις, και άλλοτε την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ως στρατηγικούς συμμάχους στην οικονομία χωρίς κανείς να εξηγεί για ποιους ακριβώς λόγους και με τι όφελος ή κόστος, κλίνουμε κάθε φορά προς τη μία ή την άλλη πλευρά.
Στην προκειμένη περίπτωση οφείλουμε να αναρωτηθούμε για τους λόγους που η ευρωζώνη επιμένει να κρατά την Ελλάδα υπό την διαρκή επιτροπεία της χωρίς να αναλαμβάνει το –συγκριτικά μικρό κόστος- μιας αναδιάρθρωσης χρέους που να παρέχει οξυγόνο στη χώρα, και ταυτόχρονα να αναζητήσουμε απαντήσεις για το τι είμαστε εμείς ως χώρα διατεθειμένοι να κάνουμε για να αλλάξουμε τις επικίνδυνες ισορροπίες που τείνουν να διαμορφωθούν.