Του Βασίλη Γεώργα
Ενώ το χαρτί των πολιτικών συναινέσεων φαίνεται να καίγεται από την αντιπολίτευση πριν ακόμη ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρήσει να το ρίξει στο τραπέζι, το Μέγαρο Μαξίμου έχει ήδη βγάλει από το συρτάρι την επόμενη εναλλακτική.
Οι κινήσεις του πρωθυπουργού τόσο στην εσωτερική πολιτική σκακιέρα όσο κυρίως στο πεδίο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, σηματοδοτούν εμφανώς πλέον την προσπάθεια να πέσουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης και να καθησυχαστούν οι «αντίπαλοι».
Με διαφορά λίγων εβδομάδων, ο Αλέξης Τσίπρας από ευαγγελιστής της ρήξης έχει ενδυθεί πλέον τον μανδύα του πατριώτη πολιτικού και παίζει «διπλό παιχνίδι» τόσο προς τα έξω όσο και προς τα μέσα. Σε αντίθεση με το πολύ πρόσφατο παρελθόν, όταν ακόμη στοχοποιούσε, το ΔΝΤ, τον Schaeuble, την ΕΚΤ και ταυτόχρονα τους πολιτικούς του αντιπάλους στην Ελλάδα, τώρα επιχειρεί να ρίξει γέφυρες τόσο με τους δανειστές όσο και με τα κόμματα της Αντιπολίτευσης.
Η αλλαγή γλώσσας είναι εμφανής, τα «ανοίγματα» προς το κέντρο και τα δεξιά του επίσης δεν περνούν απαρατήρητα, ενώ αυτό που προξενεί μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι η κάννη του όπλου έχει γυρίσει προς το εσωτερικό της κυβέρνησης όπου πλέον αναζητούνται «υπεύθυνοι» για να επωμιστούν τις συνέπειες από τα πενιχρά αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης και να αναλάβουν την ευθύνη για τη διάψευση των προσδοκιών που καλλιεργήθηκαν. Την ίδια στιγμή το εγχείρημα προσέγγισης με το ΠΑΣΟΚ εντείνεται, και στο όνομα συσπείρωσης της κεντροαριστεράς διεξάγεται στην πραγματικότητας μια μάχη ηγεμονίας για το ποιο κόμμα θα είναι κυρίαρχο στους υπόλοιπους «υποταγμένους».
Το μήνυμα που εκπέμπεται από αυτή την αλλαγή τακτικής είναι πως η κυβέρνησή ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ δεν τρέφει πλέον αυταπάτες και πως είναι διατεθειμένη να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερο ρεαλισμό την δύσκολη κατάσταση, υπό τον «όρο» ότι θα της δοθεί περισσότερος χρόνος και συνθήκες πολιτικής ηρεμίας ώστε να καλύψει το έδαφος που έχασε και να υλοποιήσει το μοναδικό σχέδιο που έχει απομείνει διαθέσιμο στο τραπέζι: την μετάβαση από την πολιτική της έντασης και της χρονοκαθυστέρησης, σε αυτή της ανάκαμψης της οικονομίας.
Στην πραγματικότητα όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η κατάσταση έχει γίνει πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη, όχι μόνο από πολιτικής άποψης για τον Α. Τσίπρα αλλά κυρίως στο μέτωπο της οικονομίας. Εξ ου και μπροστά στον κίνδυνο να γίνουν τα πράγματα πολύ χειρότερα, ο Πρωθυπουργός εμφανίζεται πρόθυμος να δεχθεί εκών άκων τον «συμβιβασμό» που προσφέρουν οι δανειστές και ζητά πλέον από το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα να «βάλει πλάτες» με την ελπίδα ότι θα επιβραδύνει την ταχύτητα απαξίωσης και στην πραγματικότητα θα έχει περισσότερο διαθέσιμο χρόνο να εξετάσει τις επιλογές του υπό συνθήκες μικρότερης πίεσης.
Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχουν πλέον αποθέματα εμπιστοσύνης αφενός από τους δανειστές και αφετέρου από τους πολιτικούς αντιπάλους, ώστε να προσφέρουν στην κυβέρνηση το χρόνο και τις συνθήκες πολιτικής ηρεμίας που ζητά ώστε να φτάσει τουλάχιστον μέχρι την Άνοιξη ή το καλοκαίρι του 2018. Στην πρώτη περίπτωση οι εκλογικές αναμετρήσεις στη Γαλλία και τη Γερμανία και η τήρηση όλων των δεσμεύσεων που ανέλαβε η κυβέρνηση έναντι της τρόικας, διευκολύνουν την «αποδοχή» του νέου αφηγήματος Τσίπρα από τους πιστωτές και διασφαλίζουν την απαραίτητη πίστωση χρόνου.
Στην περίπτωση, όμως, των εσωτερικών συναινέσεων που επιδιώκει η κυβέρνηση με τα κόμματα της Αντιπολίτευσης στο όνομα της ομαλοποίησης της οικονομίας, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, κυρίως γιατί υπάρχουν δομικές διαφοροποιήσεις ως προς το μείγμα πολιτικής που κάθε πλευρά θέλει να ακολουθήσει. Εξ’ ου και η εκτίμηση ότι το διαρκώς επαναλαμβανόμενο αίτημα της Αντιπολίτευσης για εκλογές και επανακαταμέτρηση των δυνάμεων, θα παραμείνει κυρίαρχο, ώστε το ζητούμενο της «εθνικής συνεννόησης» να επιτευχθεί επί τη βάσει των νέων συσχετισμών,
Την απάντηση για το τι θα συμβεί και σε ποιο πολιτικό χρόνο, θα τη δώσει, όμως, η ίδια η οικονομία από τον τρόπο που θα ανταποκριθεί και θα λειτουργήσει αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και της συμφωνίας με τους δανειστές.