Γράφει ο Ceteris Paribus

Μπορεί χωρίς ρύθμιση του χρέους και χωρίς «κανονική» συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα να είναι πλήρης η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που καθορίζει το μέλλον του ελληνικού προγράμματος. Το αμέσως επόμενο σε σημασία, αλλά απολύτως σχετιζόμενο, ερώτημα είναι: μπορούν οι τράπεζες να αποφύγουν άλλη μία, την τέταρτη, ανακεφαλαίωση;

Η απάντηση στα δύο ερωτήματα δεν είναι ταυτόσημη, και αυτό δεν έχει να κάνει με κάποια οικονομική αναγκαιότητα αλλά με καθαρά πολιτικές σκοπιμότητες, οι οποίες «κατοικούν» στο σύνολό τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Εξηγούμαι καταρχήν και στη συνέχεια πιο αναλυτικά.

Όλοι οι παράγοντες που εμπλέκονται στη διαχείριση του ελληνικού προγράμματος στην Ευρώπη (ελληνικές τράπεζες, ελληνική κυβέρνηση, ΕΚΤ, Βρυξέλλες), έχουν λόγους, καθένας τους δικούς του, να θέλουν να αποφύγουν μια νέα ανακεφαλαίωση των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Το ΔΝΤ όμως δεν έχει! Και η πρόσφατη απόφαση-ανακοίνωση του Εκτελεστικού του Συμβουλίου αναδεικνύει σε κεντρικό το ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών.
Πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά υπόψη μας ότι ειδικά αυτή η απόφαση-ανακοίνωση του ΔΝΤ αποτελεί δεσμευτικό για τις μελλοντικές αποφάσεις κείμενο, και σίγουρα θα πρέπει να ελέγχθηκε δεκάδες φορές ακόμη και για τις… άνω τελείες, πολύ περισσότερο για θέματα όπως η ανακεφαλαίωση των τραπεζών – δεν είναι σαν τις δηλώσεις του Ντάισελμπλουμ, που μπορεί τη μια μέρα να γίνονται και την άλλη να ξεχνιούνται ή και να αναιρούνται. Το ΔΝΤ, λοιπόν, θέτει ένα νέο ζήτημα από το οποίο δεν πρόκειται να κάνει πίσω. Αυτό θα το φέρει σε τροχιά ρήξης με όλους τους ευρωπαϊκούς συντελεστές του ελληνικού προγράμματος.

Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα όσον αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους. Αν στο ζήτημα αυτό δεν υπάρξει γερμανική υποχώρηση, το ΔΝΤ δεν πρόκειται να μείνει στο πρόγραμμα.

Συνεκτιμώντας τις δύο αυτές παραμέτρους, πόσες είναι οι πιθανότητες παραμονής του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα; Κατά τη γνώμη μου, μικρές!

 

Πλήρης έξοδος χωρίς το ΔΝΤ;

Έγραψα πρόσφατα ότι οι ανακοινώσεις του ΔΝΤ απέπνεαν ισχυρή αυτοπεποίθηση. Και δικαίως: χωρίς το ΔΝΤ δεν υπάρχει πλήρης έξοδος στις αγορές! Οι αγορές γνωρίζουν και εμπιστεύονται έναν «εγγυητή» όσον αφορά τις πραγματικές προοπτικές του ελληνικού προγράμματος, όσον αφορά το αξιόχρεο του ελληνικού Δημοσίου: το ΔΝΤ. Γνωρίζουν καλύτερα από μας ότι οι διαβεβαιώσεις της ελληνικής κυβέρνησης, των Βρυξελλών και του Βερολίνου έχουν σχετική αξία διότι βαρύνονται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό κατά περίπτωση, από πολιτικές (κυρίως) ή άλλες σκοπιμότητες, ισορροπίες κ.λπ.

Τυχόν αποχώρηση του ΔΝΤ θα κλείσει το δρόμο για πλήρη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές! Αυτό μας δίνει έναν οδηγό για να καταλάβουμε τι συμβαίνει και τι είναι πιθανόν να συμβεί. Αρκεί να θυμόμαστε ότι για τις αγορές, περισσότερο από τα οικονομικά δεδομένα καθαυτά, μετράει το «σύστημα εγγυήσεων» και η αξιοπιστία των «εγγυητών»…

 

Γιατί τόση βιασύνη;

Το γεγονός αυτό εξηγεί τη βιασύνη της κυβέρνησης να βγει στις αγορές, αλλά και το εκ πρώτης όψεως παράδοξο να είναι ακόμη πιο βιαστικοί ο κ. Σόιμπλε, ο κ. Ρέγκλινγκ και ο κ. Μοσκοβισί. Μια ματιά στο διάγραμμα, μας εξηγεί το λόγο: Τα χρεολύσια του 2018 καλύπτονται από τις δόσεις του τρέχοντος προγράμματος, αλλά τα χρεολύσια του 2019 δεν καλύπτονται και -φευ- είναι σχεδόν τριπλάσια σε ύψος, περίπου 13 δισ. ευρώ. Το περιβόητο «μαξιλαράκι» για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά απόθεμα ρευστότητας για τα χρεολύσια του 2019. Η κυβέρνηση «έβαλε στην άκρη» με την πρώτη έκδοση 3 δισ. ευρώ. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος υποσχέθηκε άλλες δύο εκδόσεις τον επόμενο χρόνο – είναι το πιο αισιόδοξο σενάριο. Ας υποθέσουμε ότι έτσι εξασφαλίζονται άλλα 6 δισ. ευρώ. Θα απομένουν άλλα τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ για τα χρεολύσια του 2019 συν ολόκληρη τη δαπάνη για τόκους, συν χρεολύσια και δαπάνη για τόκους των μηνών του 2018 ύστερα από τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Συνολικά, περίπου 12 δισ. ευρώ.

Ένα τέτοιο ποσό, για διάστημα 16 μηνών ύστερα από τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, απαιτεί πλήρη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, αλλιώς δεν εξασφαλίζεται! Επιστρέφουμε λοιπόν σε αυτό που είπα πριν: χωρίς το ΔΝΤ, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας ύστερα από τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος δεν θα μπορούν να καλυφθούν.

 

Η βιασύνη προετοιμάζει… τα χειρότερα!

Αν, όπως εκτιμώ, η βιασύνη για εξακολουθητική έξοδο στις αγορές πριν μπούμε στην «καυτή» χρονική ζώνη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ για αναδιάρθρωση χρέους κ.λπ. σχετίζεται με την έλλειψη διάθεσης για συμφωνία με το ΔΝΤ, τότε προετοιμάζει τη ρήξη με το ΔΝΤ. Πώς όμως; Υπάρχουν δύο εκδοχές: Είτε 4ο πρόγραμμα (ένα «κανονικό» 4ο πρόγραμμα μπορεί να λειτουργήσει κάπως αντισταθμιστικά στην έλλειψη εγγυήσεων από το ΔΝΤ) είτε σκληρή εκδοχή πιστωτικής γραμμής-ECCL (μια εγγύηση έναντι της χρεοκοπίας ή έναντι πιστωτικού γεγονότος, αλλά όχι και έναντι των νέων εκδόσεων ομολόγων). Σε αυτή την περίπτωση, το 4ο πρόγραμμα θα είναι η καλύτερη λύση! Διότι θα αποτελεί διπλή εγγύηση, τόσο χρηματοδοτική όσο και γενικότερη. Αντίθετα, η λύση της «σκληρής» ECCL* θα είναι και μεσοβέζικη και επικίνδυνη: συνεχίζοντας να εκτίθεται με μειωμένες εγγυήσεις στις αγορές, η Ελλάδα μπορεί να υποστεί αργά ή γρήγορα πανωλεθρία, τα επιτόκια δανεισμού να αυξηθούν, να κλείσει ο δρόμος προς τις αγορές και να προκύψει ένα νέο δραματικό αδιέξοδο. Τότε, μπορεί να εξεταστούν σενάρια πολύ πιο επικίνδυνα και από ένα 4ο πρόγραμμα…

Η βιαστική έξοδος στις αγορές και οι ανάγκες της κυβέρνησης να χτιστεί πολιτική αφήγηση εξόδου από τα μνημόνια, μπορεί να αποδειχτούν το «όπιο του λαού» αλλά και «η δεύτερη ευκαιρία του… Γερμανού» να εκπληρώσει τις βαθύτερες επιθυμίες του…

*Υπάρχουν δύο εκδοχές προληπτικής πιστωτικής γραμμής: η ήπια και η σκληρή, η οποία συνδέεται με δεσμεύσεις που ελάχιστα διαφέρουν από τις αντίστοιχες κανονικού προγράμματος.

 

Υ.Γ. Εννοείται πως μια έστω και μεσαίου βεληνεκούς αναταραχή στις παγκόσμιες ή ευρωπαϊκές αγορές μπορεί να κλείσει την πρόσβαση στις αγορές οποιαδήποτε στιγμή και ασχέτως λοιπών προϋποθέσεων και εξελίξεων

graph