Τέλος Αυγούστου και το καλοκαίρι με τις ζέστες, τον καυτό ήλιο, την ζωογόνο σκιά, τις απέραντες ώρες των δειλινών δίπλα στο κύμα που ψιθυριστά ανανέωνε τις σκέψεις ή τις άφηνε να πλανώνται στην γλυκιά μουρμούρα από το απαλό κύμα.
Τέλος Αυγούστου και στο έμπα του ήλιο στη μέρα, βάδισμα ατέλειωτο στην ακροθαλασσιά ρουφώντας το φως απ το ξημέρωμα.
Τις βουτιές στα σπλάχνα τις θάλασσας, κυνηγοί των ψαριών ή κυνηγημένοι από το άγνωστο αύριο;
Παγωμένα πλάνα στον χρόνο καθώς το αλμυρό νερό δροσίζει το κορμί ξεπλένοντας το από το βάρος της καθημερινότητας.
Ατέλειωτες συζητήσεις της παρέας στην αμμουδιά τις νύχτες με την μικρή φωτιά να καίει μικρό σημάδι της ζωής.
Τσίπουρο ή παγωμένη ρετσίνα σε τραπεζάκι δίπλα στο λιμάνι, καταγραφή της επιμελημένης αταξίας από σκόρπια δίχτυα ριγμένα στο τσιμέντο του λιμανιού. Μικρά βαρκάκια των ψαράδων που έρχονται ή φεύγουν και στα πρόσωπα γραμμένο το «μεροκάματο» που βγήκε ή δεν βγήκε, αλλά η ικανοποίηση ότι έγινε ή θα γίνει αυτό που αγαπούν η ψαράδες. Η αγκαλιά τους μια θάλασσα.
Άραγε υπάρχει λαός στον κόσμο που να είναι δεμένος έτσι με την θάλασσα;
Άραγε του χρόνου, θα είναι ίδιο το καλοκαίρι;