ΘΑΝΑΣΗ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

“Ορφανός αλλά όχι στερημένος…”

 Το τελευταίο διάστημα για πολλούς λόγους έρχονται στο μυαλό μου στιγμές του παρελθόντος, κυρίως της παιδικής μου ηλικίας. Πέρσι είδα στο διαδίκτυο παλιές φωτογραφίες από την Ξάνθη – ανάμεσά τους του Ορφανοτροφείου. Και σκέφτηκα, να ένα κομμάτι της ζωής μου που πρέπει να ξεκαθαρίσω. Και ακολούθησε η σχετική έκθεση και έκδοση. Μνήμη, συναίσθημα, συγκίνηση, ευγνωμοσύνη· όλα μαζί με οδήγησαν σε μια αφήγηση του παπού Όμηρου.

  Μια από τις πιο ανθρώπινες στιγμές της Ιλιάδας είναι η συνάντηση του Έκτορα και της Ανδρομάχης που κρατούσε στην αγκαλιά της το μικρό γιο τους, τον Αστυάνακτα. Μοιάζει σαν αποχαιρετισμός των μελών της οικογένειας – η Τροία θα αλωθεί και ο Έκτορας θα δώσει τη ζωή του για την πατρίδα. Στη συγκινητική αυτή τελευταία συνάντηση ο Αστυάνακτας είναι το κέντρο των σχέσεων της οικογένειας.

   Η Ανδρομάχη “ Ήρθε λοιπόν κι εστάθη αντίκρυ του, κι η βάγια από κοντά της / μες στην αγκάλη το απονήρευτο κρατώντας μωρουδάκι, / το γιο του Εχτόρου το μονάκριβο, πανώριο σαν αστέρι” μιλά στο σύζυγό της : “Απ’ την ορμή την ίδια σου, άμοιρε, θα βρεις το θάνατό σου, / και το μωρό σου δε σπλαχνίζεσαι κι ουδέ τη μαύρη εμένα” και αφού τον θερμοπαρακαλά καταλήγει: “Αχ έλα τώρα πια, σπλαχνίσου μας και μείνε εδώ στον πύργο, / μην κάνεις ορφανό το σπλάχνο σου, μην κάνεις χήρα εμένα”.

  Ο Έκτορας απαντά στη σύζυγό του Ανδρομάχη, εξηγώντας το χρέος του προς την πατρίδα. Στη συνέχεια παει να αγκαλιάσει το νήπιο γιο του. Αυτό τρομάζει καθώς το βλέπει με τ’ άρματα “το παιδί στης ομορφόζωστης τον κόρφο εκρύφτη βάγιας / με δυνατές φωνές, τι ετρόμαξε τον κύρη του θωρώντας (…) με την καρδιά τους τότε γέλασαν ο κύρης του κι μάνα”, ο Έκτορας έβγαλε το κράνος, “Παίρνει μετά το γιο, τον φίλησε, τον χόρεψε στα χέρια”, και προσεύχεται “Πατέρα Δία κι εσείς οι επίλοιποι θεοί, και τούτος δώστε, / ο γιος μου, όπως εγώ περίλαμπρος μέσα στους Τρώες να γένει, / άντρας τρανός, και πολυδύναμα την Τροία να κυβερνήσει· κι ένας να πει: ‘πολύ καλύτερος απ’ το γονιό του ετούτος’ ”.

  Και κλείνει η σκηνή:

  “Έτσι μιλεί και στης γυναίκας του τα χέρια τον υγιό τους / απίθωσε, κι αυτή τον δέχτηκε στο μυρωδάτο κόρφο / δακρυογελώντας”. (Ζ, 381-502 – Μετ. Ν. Καζαντζάκη – Ι.Θ. Κακριδή).

  Η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από Αστυάνακτες – αγόρια και κορίτσια που αποτελούσαν τα ορφανά περιπετειών – πολέμων, προσφυγιάς, κατοχών συγκρούσεων διεθνών και εσωτερικών. Η περιοχή μας τα τελευταία εκατό χρόνια  είχε από όλα τούτα τα τραγικά.

 Πολλοί και πολλές Αστυάνακτες. Με ψυχούλες τραυματισμένες, μάτια υγρά, ζωή αβέβαιη και στερημένη – αυτό θα πει ορφανός – ο στερημένος.

    Αμέσως μετά τον εμφύλιο γεννήθηκα, δύσκολα χρόνια, από κάθε άποψη. Είχα τη χαρά να έχω τους εργατικούς γονείς μου που πάλευαν για να ορθοποδήσουν, να στήσουν σπιτικό. Και την ευλογία για νονούς μου τους αξέχαστους Θανάση και Δήμητρα Φιλιππίδου. Με συγκίνηση τους θυμάμαι και τους ευγνωμονώ, το λέω τώρα δυνατά όχι για εξιλέωση αλλά για απόδοση δικαιοσύνης.

  Σε αυτούς και στον επίσης αείμνηστο γιο τους Τάκη οφείλω ότι πήγα στο σχολείο του Άη Βλάση, στο 5ο δημοτικό, ότι γνώρισα ένα άλλο σπίτι – το φιλόξενο σπίτι τους –  και ένα θερμό ίδρυμα : το Ορφανοτροφείο. Αυτός ήταν ο άλλος κόσμος μέσα στον οποίο μεγάλωσα.

   Στο σχολείο μας που είχε την ίδια αυλή με τον Άη Βλάση θυμάμαι τώρα που κάποια χρονιά, θα ήταν το 1960, τότε ήμουν στην πέμπτη τάξη, που ήρθαν καμιά δεκαριά μαθήτριες με όμοια φορέματα. Κατάλαβα, ήταν κορίτσια του γειτονικού Ορφανοτροφείου Θηλέων. Έρχονταν όλες μαζί και έφευγαν όλες μαζί – πρωί, μεσημέρι, απόγευμα.

   Τα κατάλαβα τα κορίτσια, γιατί πήγαινα πολύ συχνά στο “ίδρυμα”, όπως λέγαμε, για να δω τη νουνά μου που δούλευε στο πλεκτήριο.

  Είχε πολλές πλεκτομηχανές σε μια μεγάλη αίθουσα του δεύτερου ορόφου και η νουνά μου τους δίδασκε το πλέξιμο.

Το κτήριο αυτό στα παιδικά μου μάτια φάνταζε σαν ένα νοσοκομείο. Δαιδαλώδεις σκάλες από το ισόγειο για τον πρώτο όροφο που ήταν τα εργαστήρια. Το άλλο κτήριο που ήταν τα δωμάτια των κοριτσιών ήταν άβατο.

  Πήγαινα στη νουνά μόνος μου, μια και το ορφανοτροφείο ήταν κοντά στο σχολείο, κοντά στην κεντρική πλατεία όπου δούλευε ο μπαμπάς μου σε καφενείο. Μπαίνοντας στο περιφραγμένο ίδρυμα, αριστερά ήταν το δωματιάκι του θυρωρού. Μερικές φορές πήγαινα στη νουνά με την αδελφή μου. Εμένα μου άρεζε αυτή η επίσκεψη – δεν μπορώ να το αναλύσω. Έβλεπα πολύ κόσμο εκεί μέσα. Κορίτσια με ομοιόμορφες στολές που φάνταζε σαν να δούλευαν σε ένα ιδιότυπο εργοστάσιο. Έτσι δικαιολογούσα στο παιδικό μου μυαλό και τις πλεκτομηχανές όπου δούλευε και η νουνά μου.

  Δύσκολα χρόνια, η δεκαετία μετά τον εμφύλιο. Μια φέτα ψωμί, κάποιο φρούτο που σου πρόσφεραν εκεί στο ορφανοτροφείο ήταν αξιοσημείωτο γεγονός. Θυμάμαι το πρωί πηγαίναμε στο σχολείο με το τσίγκινο κατσαρολάκι, μάλλον τσάσκα τη λέγαμε, για το πρωινό μας ρόφημα. Γάλα σκόνη, κίτρινο τυρί, εκεί στις υπόγειες εγκαταστάσεις του σχολείου, ανεβαίνοντας στην είσοδο αριστερά. Και όταν πήγαινες στη νουνά όλο και κάποιο καλούδι.

  Τα παιδιά του ορφανοτροφείου όμως τα συναντούσες σε πολλές εκδηλώσεις. Στις παρελάσεις 4 Οκτωβρίου, 25 Μαρτίου, 28 Οκτωβρίου περνούσαν με τις ομοιόμορφες στολές τους ξεχωριστά, με τις δασκάλες τους μπροστά σε κάθε ουλαμό. Όπως κι εμείς κάναμε παράλαση με τα σχολεία, ή με τα λυκόπουλα (όπως παρήλαυνα εγώ) ή τους προσκόπους. Νομίζω ότι οι στολές ήταν κάτι που ήταν συνηθισμένο στην παιδική μας ζωή.

 Όμως ιδιαίτερα θυμάμαι τις κυριακάτικες μουσικοχορευτικές απογευματινές παρουσίες στην κεντρική πλατεία. Η Δημοτική Φιλαρμονική να παιανίζει και τα κορίτσια του Ορφανοτροφείου ή και της Οικοκυρικής Σχολής, αν δε με γελά η μνήμη, να χορεύουν χορούς δημοτικούς, όπως λέγαμε τότε τα παραδοσιακά. Το ίδιο χόρευαν και στο γήπεδο της Ασπίδας, στο τέλος της χρονιάς που γίνονταν οι γυμναστικές επιδείξεις των σχολείων. Παντού το ορφανοτροφείο παρόν.

 Πιο πολύ, όμως, συχνά φέρνω στη μνήμη μου τις γιορτές και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν στην κεντρική αίθουσα του ορφανοτροφείου. Θέατρο, χορωδία, χοροί από τα παιδιά. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, άλλες μεγάλες γιορτές. Θυμούμαι το νουνό μου – που ήταν υπάλληλος στη δημοτική εταιρεία ηλεκτροφωτισμού – σε μια ψηλή σκάλα από τα παρασκήνια να ρίχνει κάτι άσπρα χαρτάκια για να δείχνει ότι χιονίζει στο σκετς που παιζόταν.

  Τα κορίτσια πέρασαν τα χρόνια μεγάλωσαν, έφυγαν από το ίδρυμα, σπούδασαν, παντρεύτηκαν. Εγώ στα πενήντα και βάλε χρόνια από τότε τα βλέπω να μεγαλώνουν, γνωστές φυσιογνωμίες, δεν ξέρω τι κουβαλούν από τη ζωή τους εκεί. Για μένα όλα αυτά είναι ένα. Παρελθόν, παιδική ηλικία, δυσκολίες, ρομαντισμός.

   Η νουνά, ο νουνός, ο Τάκης έφυγαν από τούτη τη ζωή. Οι θύμησες έμειναν. Ένα πρόσωπο είναι φορέας ως σήμερα αυτής της πενηνταπεντάχρονής μου σκευής : η κυρία Σοφία, η κυρία Γαβριηλίδου. Για μένα συμβολίζει ένα αφοσιωμένο πρόσωπο στον άνθρωπο. Εγώ είμαι ακόμη ο Θανασάκης, εκείνη είναι η κυρία Σοφία. Χαίρομαι κάθε φορά που τη συναντώ και μιλούμε. Για να είμαι ειλικρινής, αυτό που επικρατεί είναι η αγάπη – τίποτε άλλο.

  Κλείνοντας το κείμενό μου αυτό να ευχαριστήσω τον Τάσο Τεφρωνίδη για τη σπουδαία του δουλειά, το Νίκο Κόκκα για τη φροντίδα του.

 Α! Κάθε φορά που πάω στον Άη Βλάση και στις ραδιοφωνικές εγκαταστάσεις του σταθμού της μητρόπολης Διακονία FM βιώνω μια κοινωνία ζώντων και τεθνεώτων που είναι παρούσα διαρκώς και ασυνειδήτως.

 Εκεί στη γειτονιά του Ιδρύματος, που πέρασαν τα νιάτα τους τόσοι μικροί Αστυάνακτες στο δύσκολο πλην δημιουργικό εικοστό αιώνα, ανέδειξαν τον άνθρωπο της Ξάνθης και της Θράκης.

  Ορφανοί αλλά όχι στερημένοι…

Ξάνθη / Αβραμυλιά, Ιούλιος – Αύγουστος 2015