Χθες οι Σκουριές, σήμερα το Ελληνικό.
Δεν είναι άσχημη επίδοση για μια κυβέρνηση που κατά τα άλλα αναγνωρίζει τη σημασία της προσέλκυσης επενδύσεων και καλεί τους απανταχού επενδυτές να έρθουν στη χώρα μας, να δεσμεύσουν κεφάλαια, να αναλώσουν ανθρώπινους πόρους και χρόνο για να έχουν αυτοί καλές αποδόσεις κι εμείς ανάπτυξη, έσοδα, θέσεις απασχόλησης.
Η Ελλάδα είναι φθηνή πια, ύστερα από επτά χρόνια κρίσης και εσωτερικής υποτίμησης. Επίσης, αν και έχασε πολλούς από τους ανθρώπους της, οι οποίοι αναζήτησαν καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, εξακολουθεί να διαθέτει επιστήμονες και τεχνίτες υψηλής ποιότητας.
Το πρόβλημα είναι πως εκτός από χαμηλές αξίες και φθηνό αλλά ποιοτικό εργατικό δυναμικό δεν έχει να προσφέρει κάτι άλλο. Είναι ασταθής, απρόβλεπτη και αναξιόπιστη σε βαθμό ανόητα αυτοκαταστροφικό.
Το Ελληνικό είναι η επιτομή της παθογένειάς της. Ένας επενδυτής κλείνει μια συμφωνία με την Πολιτεία. Η συμφωνία, το επενδυτικό σχέδιο, οι όροι και οι προϋποθέσεις υλοποίησής της εγκρίνονται από την κυβέρνηση και κυρώνονται από τη Βουλή. Κι αφού γίνουν αυτά, έρχεται η γνωμοδότηση ενός κρατικού φορέα και η απόφαση ενός υπουργού κι όλα ανατρέπονται.
Είτε προχωρήσει είτε όχι η επένδυση στο Ελληνικό, είτε η κυβέρνηση παρέμβει για na ισχύσουν τα συμφωνηθέντα είτε ο επενδυτής υποχωρήσει και δεχθεί τις αλλαγές που ζητεί η κ. Κονιόρδου, το κακό έχει γίνει.
Ο επόμενος που θα εξετάσει το ενδεχόμενο να εμπλακεί σε μια επένδυση στην Ελλάδα θα το σκεφτεί δύο και τρεις φορές. Κι αν τελικά το κάνει, θα πρέπει να έχει ακόμη πιο ισχυρό κίνητρο προκειμένου να επιλέξει να αγνοήσει την αβεβαιότητα και τον κίνδυνο ανατροπών.
Ξέρω μόνο δύο τέτοια κίνητρα:
Πρώτον, να γίνουμε ακόμη πιο φθηνοί ως χώρα. Να προσφέρουμε ακόμη χαμηλότερες τιμές, ακόμη χαμηλότερες αμοιβές.
Δεύτερον, να δώσουμε άλλα ανταλλάγματα, κάτω από το τραπέζι.
Συνεπώς, ο τρόπος που χειρίζεται η κυβέρνηση τις επενδύσεις είναι η συνταγή είτε για περισσότερη φτώχεια είτε για περισσότερη διαφθορά.
Συνήθως αυτά τα δύο πάνε πακέτο.