Η αφαίμαξη της μεσαίας τάξης θα συνεχιστεί και μετά το μνημόνιο αν δεν αλλάξουμε άμεσα πολιτική, δηλώνει στο Liberal, ο αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Οικονομίδης.
«Ακόμη και ένας πρωτοετής φοιτητής των οικονομικών αντιλαμβάνεται ότι δεν γίνεται τα υπερπλεονάσματα να στηρίζονται στην υπερφορολόγηση», σημειώνει ο κ. Οικονομίδης, ο οποίος φοβάται ότι η βίαιη φτωχοποίηση ακόμη και εισοδηματικών στρωμάτων που μέχρι πρότινος δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα, θα γίνει μόνιμη.
Αποδομεί πλήρως την κυβερνητική λογική ότι το κοινωνικό μέρισμα προέκυψε ως αποτέλεσμα καλύτερης μακροοικονομικής επίδοσης της οικονομίας, και δεν κρύβει την ανησυχία του ότι θα διαψευσθούν όσοι φαντάζονται επιστροφή στη κανονικότητα, δηλαδή στην προ του 2010 εποχή.
Το χειρότερο για εμάς είναι ότι η Ευρώπη έχει κουραστεί, όπως λέει, να ασχολείται με την Ελλάδα, το ενδιαφέρον της για το αν είμαστε μεταρρυθμίσιμοι ή αν θα αποκτήσουμε επιτέλους θεσμούς, έχει πλέον ατονήσει, πρέπει επομένως να βρούμε μόνοι μας τον τρόπο για να σταθούμε στα πόδια μας.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
– Πως σχολιάζετε τον Προϋπολογισμό του 2018 και το στόχο για υπέρ-πλεόνασμα 3,82% έναντι του ούτως ή άλλως υπερβολικού στόχου του προγράμματος για 3,5%; Είναι διατηρήσιμα τέτοια μεγέθη με την υπέρ-φορολόγηση; Μόνο οι επιπλέον φόροι για το 2018 είναι 950 εκατομμύρια ευρώ…
Νομίζω ότι είναι προφανές, ακόμη και σε έναν πρωτοετή φοιτητή των οικονομικών, ότι η επίτευξη τόσο μεγάλων πλεονασμάτων (πέραν του έτσι κι αλλιώς υπερβολικού μεγέθους τους) δεν μπορεί μεσο-μακροπρόθεσμα να στηρίζεται στην υπερβολική φορολόγηση. Η τελευταία πλήττει βάναυσα όχι μόνο τη φοροδοτική ικανότητα ενός ούτως ή άλλως φορολογικά «εξαντλημένου» πληθυσμού, αλλά υπονομεύει τις προοπτικές ανάκαμψης, με άλλα λόγια τις προοπτικές δημιουργίας νέων εισοδημάτων, δηλαδή νέας φορολογητέας ύλης, που μόνο αυτή σαν στρατηγική στόχευση μπορεί να υποστηρίξει μια υγιή δημοσιονομική κατάσταση.
– Τι αποκομίσατε από την συζήτηση στη Βουλή για το κοινωνικό μέρισμα; Δεν είναι υποκρισία να βοηθάς τους φτωχούς που με τη δική σου πολιτική εσύ έχεις πολλαπλασιάσεις;
Σε κάθε περίπτωση, μου προκαλεί ανησυχία ο συνεχώς διευρυνόμενος κύκλος δικαιούχων του εν λόγω βοηθήματος, καθώς αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η οικονομία έχει εισέλθει σε ένα καθοδικό σπιράλ βίαιης «φτωχοποίησης» ακόμη και εισοδηματικών στρωμάτων που μέχρι πρόσφατα δεν αντιμετώπιζαν σχετικό πρόβλημα.
– Έχουν ειπωθεί πολλά για το πως προήλθε το κοινωνικό μέρισμα. Εσείς τι πιστεύετε ; Προήλθε από τη βελτίωση των επιδόσεων της οικονομίας;
Πρώτα απ’ όλα, για κάποιους συμπολίτες μας, όντως το εν λόγω βοήθημα παρέχει κάποια πρόσκαιρη ανακούφιση και αυτό από μόνο του έχει κάποια σημασία. Ωστόσο, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι η δυνατότητα παροχής του βοηθήματος δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα καλύτερης μακροοικονομικής επίδοσης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία μεγεθύνεται με ρυθμό μικρότερο από αυτόν που ανέμενε η κυβέρνηση όταν συνέταξε τον προϋπολογισμό του 2017.
Επιπρόσθετα, και σε σχέση με τη σύγχυση που έχει δημιουργηθεί σχετικά με το κατά πόσο το εν λόγω πλεόνασμα –που χρηματοδοτεί το βοήθημα– προέκυψε ως στρατηγική στόχευση και επιλογή μέσω της υπερφορολόγησης ή ήρθε απλά σαν αποτέλεσμα υπερ-απόδοσης κάποιων μέτρων που έτσι κι αλλιώς η οικονομική πολιτική ήταν υποχρεωμένη να υιοθετήσει, θα ήθελα να επισημάνω τα εξής:
Εάν η αλήθεια βρίσκεται στην πρώτη περίπτωση, τότε το μείγμα της οικονομικής πολιτικής είναι απόλυτα εσφαλμένο, αφού το κόστος παροχής του συγκεκριμένου βοηθήματος είναι εξαιρετικά υψηλό, καθώς όχι μόνο στηρίζεται στη φορολογική εξόντωση κοινωνικών ομάδων που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν προνομιούχες, αλλά «ψαλιδίζει» και τις ήδη αναιμικές προοπτικές οικονομικής ανάκαμψης.
Εάν η αλήθεια βρίσκεται στη δεύτερη περίπτωση, τότε το «περίσσευμα» χρησιμοποιείται με εντελώς λάθος και ανορθολογικό τρόπο, καθώς θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί σε δράσεις με μονιμότερα αποτελέσματα στην οικονομική δραστηριότητα, όπως, για παράδειγμα, την επιδότηση απασχόλησης, τη μείωση φορολογικής επιβάρυνσης φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων κοκ.
– Το θέμα των πλειστηριασμών είναι σύμφωνα με τους δανειστές, το σημαντικότερο της γ’ αξιολόγησης. Είναι επίσης σημαντικό γιατί αγγίζει το θέμα των τραπεζών και τα επικείμενα stress tests. Αν και οι πάντες διαβεβαιώνουν ότι δεν θα χρειασθούν νέα κεφαλαιακή στήριξη, εντούτοις συνεχίζει να υπάρχει μια ακατάσχετη φημολογία ότι κάποια τράπεζα θα αντιμετωπίσει τελικά πρόβλημα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε συγχωνεύσεις. Θα ήθελα το σχόλιό σας…
Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί μια βραδυφλεγή απειλή στα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος και της οικονομίας συνολικά. Η αντιμετώπιση του εν λόγω ζητήματος θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ. Στο πλαίσιο αυτό, οι πλειστηριασμοί είναι ένα εργαλείο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον σχετικό νόμο. Σε κάθε περίπτωση, πιθανή ανάγκη εκ νέου κεφαλαιακής στήριξης του τραπεζικού συστήματος δεν θα είναι ανώδυνη και ως εκ τούτου θα ήταν προτιμότερο να μη χρειαστεί να φτάσουμε εκεί.
– Έστω ότι κλείνουμε την γ’ αξιολόγηση, και ότι αισίως εξερχόμαστε το καλοκαίρι από το Μνημόνιο. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα έχει επιστρέψει στην κανονικότητα; Πως μπορεί αυτό να συμβεί όταν για παράδειγμα η Ελλάδα εξακολουθεί να μην είναι ελκυστική για επενδύσεις;
Εξαρτάται τι εννοείτε κανονικότητα. Εάν εννοείτε κανονικότητα την προ του 2010 οικονομική κατάσταση, τότε θα πρέπει να περιμένετε πολύ, και αυτό προφανώς συνδέεται και με το γεγονός ότι η οικονομική πολιτική δεν είναι ιδιαίτερα φιλική απέναντι στην επενδυτική δραστηριότητα, που αποτελεί τον μόνο ασφαλή δρόμο προς μια οικονομία με υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, αυξανόμενων εισοδημάτων και εντέλει διευρυνόμενης ευημερίας.
– Άραγε ποιός θα δεχθεί να ανοίξει σήμερα το πορτοφόλι του όταν βλέπει δύο εμβληματικές επενδύσεις (Ελληνικό, Σκουριές) να καθυστερούν, την κυβέρνηση να μην έχει αποκτήσει την ιδιοκτησία του προγράμματος ή μια σειρά από ιδιωτικοποιήσεις να έχουν μείνει πίσω;
Έχει ειπωθεί επανειλημμένα –πλέον απ’ όλες τις πλευρές– ότι η προσέλκυση επενδύσεων αποτελεί μονόδρομο εάν θέλουμε η οικονομία μας να εισέλθει σε ένα μονοπάτι ισχυρής και διατηρήσιμης ανάκαμψης, που είναι ο μοναδικός τρόπος να επιστρέψουμε –βιώσιμα αυτή τη φορά– στα εισοδηματικά δεδομένα τής προ της κρίσης περιόδου. Όσα περιγράφετε προφανώς έρχονται σε κατάφωρη αντίθεση με την προαναφερθείσα στόχευση και απομακρύνουν την επιστροφή σε αυτό που οι περισσότεροι έχουν ως κανονικότητα στο μυαλό τους.
– Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, τον Ιανουάριο πρέπει να κλείσει η αξιολόγηση, αμέσως μετά να ξεκινήσει η συζήτηση για την επόμενη ημέρα του Μνημονίου, και όλα να έχουν αποφασιστεί ως το Μάιο-Ιούνιο μαζί με την 4η και τελευταία αξιολόγηση. Πιστεύετε ότι βγαίνει το σχέδιο;
Το σχέδιο μπορεί να βγει μόνο εάν επιδειχθεί αποφασιστικότητα και η οικονομική πολιτική αναλάβει επιτέλους την ιδιοκτησία πτυχών του προγράμματος απέναντι στις οποίες επιδεικνύει μια αμφιθυμία.
Το επικρατέστερο σενάριο είναι έξοδος μεν από το μνημόνιο αλλά όχι ακριβώς “καθαρή”, με την έννοια ότι θα συνοδεύεται από αυξημένη εποπτεία (ενισχυμένη προληπτική γραμμή στήριξης, κλπ). Επίσης η ελάφρυνση του χρέους θα εφαρμοστεί σταδιακά και πιθανότατα υπό όρους τήρησης συγκεκριμένων δεσμεύσεων. Ποια η γνώμη σας, τι αντιλαμβάνεσθε ότι θα συμβεί;
Κοιτάξτε, μιλάμε για έξοδο, όμως το ερώτημα είναι έξοδος από τι; Στον βαθμό που υπάρχουν μέτρα που δεσμεύουν τη χώρα πέραν του 2018, αυτή συνεχίζει τρόπον τινά να εφαρμόζει μια συμφωνία. Συνεπώς, έξοδος δεν σημαίνει αποκατάσταση της ανεξαρτησίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Και αυτό θα πρέπει να είναι καθαρό. Αντιλαμβάνομαι ότι θα υπάρχει αυξημένη εποπτεία και σίγουρα η όποια ελάφρυνση του χρέους δεν θα είναι χωρίς όρους και δεσμεύσεις.
– Εν κατακλείδι, τι πιστεύετε ότι φέρνει η επόμενη ημέρα; Οδεύουμε στο τέλος του Μνημονίου, δίχως όμως ανάπτυξη; Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
Κοιτάξτε, νομίζω ότι η Ευρώπη έχει «κουραστεί» να ασχολείται με το ελληνικό ζήτημα. Θέλει να το «αποσύρει» από την agenda των ευρωπαϊκών συζητήσεων, και για να επιτευχθεί αυτό, θέλει απλά να διασφαλίσει ότι δημοσιονομικά η χώρα θα μπορεί να σταθεί μόνη της, με άλλα λόγια δεν θα χρειαστεί να της χορηγήσει νέα δάνεια που ενέχουν πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις των υπόλοιπων χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Στο πλαίσιο αυτό, διαισθάνομαι ότι έχει ατονήσει πλέον το ενδιαφέρον της Ευρωζώνης σχετικά με το αν η Ελλάδα θα γίνει ή δεν θα γίνει μια χώρα ευνοϊκή στις επενδύσεις, με το αν η Ελλάδα θα αποκτήσει ή όχι ποιοτικούς θεσμούς, με το αν η Ελλάδα θα συνεχίσει να υποσκάπτει τις προοπτικές της στηρίζοντας τη δημοσιονομική της θέση στη φορολογική αφαίμαξη της ραχοκοκαλιάς της οικονομίας, που είναι η μεσαία τάξη, με το αν η Ελλάδα θα έχει ή δεν θα έχει σοβαρή τριτοβάθμια εκπαίδευση κ.ο.κ.
Εάν δεν αλλάξει η ακολουθούμενη πολιτική απέναντι στα ζητήματα που μόλις έθιξα, και σε πολλά άλλα, το τέλος του Μνημονίου θα σημάνει απλά μια σταθεροποίηση ίσως της έτσι κι αλλιώς χαμηλής οικονομικής επίδοσης της ελληνικής οικονομίας και μια μονιμοποίηση της φτωχοποίησης μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων. Νομίζω ότι ξεκάθαρα πλέον πρόκειται για θέμα δικής μας επιλογής.
Φωτογραφία: Intimenews