Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Ο πρωθυπουργός των Σκοπίων Ζόραν Ζάεφ κάνει κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον το τελευταίο διάστημα: ορίζει το πρώτο εξάμηνο του 2018 ως παράθυρο ευκαιρίας για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας των Σκοπίων. Δεν το κάνει τυχαία. Στην Αθήνα, άλλωστε, γνωρίζουν καλά πως ο διεθνής και δη ο αμερικανικός παράγοντας πιέζουν έντονα, προκειμένου να υπάρξει πρόοδος, ενόψει και της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, στις αρχές του καλοκαιριού. Και με δεδομένη τη στάση της Ελλάδας ήδη από το 2018, η εξεύρεση λύσης πακέτο για το όνομα της γείτονος είναι αναγκαίο προαπαιτούμενο και για την είσοδό της στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν σοβαρές εξελίξεις στο ζήτημα, με βάση τα προαναφερθέντα δεδομένα. Ήδη, υπάρχει μια διερευνητική συνάντηση υπό τον ειδικό διαπραγματευτή του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς. Το επόμενο διάστημα, θα υπάρξουν και άλλες και θα τοποθετηθούν όλα τα ζητήματα επί τάπητος. Σε αυτό το σημείο, λίγο πριν φύγει ο χρόνος και έρθει ο καινούργιος -που μπορεί να είναι πλούσιος σε πολιτικές εξελίξεις- είναι πολύ κρίσιμο να απαντηθεί, από την κυβέρνηση, το εξής ερώτημα: τελικά, ποια είναι η εθνική γραμμή, με την οποία προσερχόμαστε στη διαπραγμάτευση για το Σκοπιανό;
Δεν είναι ευθύνη της ΝΔ και της αντιπολίτευσης ευρύτερα να τοποθετηθούν. Αυτό, εν προκειμένω, είναι παρεμπίπτον ζήτημα. Το ερώτημα λοιπόν είναι πολύ σαφές: με βάση τις τοποθετήσεις του Πάνου Καμμένου και λοιπών στελεχών των ΑΝΕΛ, υπάρχει ενιαία γραμμή στο εσωτερικό της κυβέρνησης; Πράγματι, το Μαξίμου έχει δίκιο, όταν λέει ότι σε ένα τόσο κρίσιμο εθνικό ζήτημα απαιτούνται σοβαρότητα και υπευθυνότητα.
Όντως, κορώνες και μικροκομματική εκμετάλλευση σε ένα θέμα που έχει χρονίσει, δεν έχουν καμία απολύτως χρησιμότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, γιατί επαναφέρει διαρκώς ο κ. Καμμένος την απόφαση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών του 1992, όταν η εθνική γραμμή έχει οριστεί το 2007 και το 2008, στην πράξη, στο Βουκουρέστι; Είναι αντιληπτό πως για τον ίδιο είναι συνθήκη πολιτικής επιβίωσης, προκειμένου να αποκαταστήσει την επαφή του με ένα δεξιόστροφο κοινό. Αυτό όμως δεν υπονομεύει την εθνική στάση και την εθνική γραμμή, στην οποία το Μαξίμου ομνύει;
Για το 2018, υπάρχουν δύο βασικά σενάρια στο θέμα: ή δεν θα γίνει τίποτα και αυτό το χρονικό περιθώριο που δίνει ο κ. Ζάεφ θα περάσει ατελέσφορο ή το Μέγαρο Μαξίμου θα πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει. Αναμφίβολα, θα υπάρξει μεγάλη πίεση προς όλα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα να λειτουργήσουν εποικοδομητικά. Άλλωστε, από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει ο εθνικιστής Γκρουέφσκι, αλλά ο φαινομενικά διαλλακτικός Ζάεφ. Και, επειδή τα γεωπολιτικά διακυβεύματα για την περιοχή των Βαλκανίων είναι πολλά και σημαντικά, υπάρχει βιασύνη.
Συνεπώς, θα πρέπει να αποφασίσει και ο πρωθυπουργός: θα επιβάλλει τη γραμμή του στον κ. Καμμένο, στον οποίο έχει παράσχει δύο φορές μέσα σε έναν χρόνο σαφή πολιτική στήριξη, όταν βαλλόταν από την αντιπολίτευση, ή θα πάμε σε αχαρτογράφητα νερά.
Ο πρωθυπουργός σε συνομιλητές του διαμηνύει ότι θέλει «να το φτάσει όσο πηγαίνει». Με άλλα λόγια, βούλησή του φαίνεται πως είναι οι εκλογές να πάνε το 2019. Αυτό δεν σημαίνει, νομοτελειακά, πως θα γίνουν τότε, διότι άλλο η βούληση και άλλο η αντικειμενική πραγματικότητα. Ίσως, για παράδειγμα, τα φέρουν έτσι οι καιροί, που ο συγκυβερνητικός δεσμός με τους ΑΝΕΛ θα καταστεί βραχνάς εν τέλει πιο γρήγορα σε σχέση με την προγραμματισμένη του ολοκλήρωση. Είναι, συνεπώς, ένα από τα βασικά στοιχήματα του πρωθυπουργού για τη νέα χρονιά να βρει σημείο ισορροπίας γι’ αυτό το κρίσιμο εθνικό θέμα, προκειμένου να μην αποτελέσει για άλλη μια φορά στην πρόσφατη ιστορία μας θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων.