Οι Άγγλοι χρησιμοποιούν τη φράση strange bedfellows για να περιγράψουν τις παράταιρες πολιτικές συμμαχίες. Αυτό περιγράφει ακριβώς τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, εάν κανείς κοιτάξει τη στάση του τελευταίου πάνω στο θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ.
Ανέλπιστο σύμμαχο έχει βρει η κυβέρνηση στο θέμα της διαχείρισης του λεγόμενου «Μακεδονικού», τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Παρότι η Εκκλησία της Ελλάδος, δια της Ιεράς Συνόδου της, έχει πάρει θέση ως προς το ζήτημα, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να υπάρξει χρήση του όρου «Μακεδονία», ο Αρχιεπίσκοπος όχι μόνο δεν κάλεσε στα συλλαλητήρια αλλά και διαφοροποιήθηκε από αυτά λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ήταν πολύ λίγοι οι ιεράρχες που συμμετείχαν σε αυτό της Θεσσαλονίκης.
Τώρα ετοιμάζεται να συγκαλέσει και πάλι την Διαρκή Ιερά Σύνοδο για να συζητήσει το θέμα και όλα δείχνουν ότι το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα καλέσει στο αντίστοιχο συλλαλητήριο που προετοιμάζεται για την Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου, κίνηση που θα έχει άμεση επίπτωση στη μαζικότητα του συλλαλητηρίου, εφόσον το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης έδειξε ότι ήταν καθοριστική η ενεργοποίηση των εκκλησιαστικών κύκλων για τη μαζικότητά του.
Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό μιας πραγματικής ικανότητας που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάζει το τοπίο. Μικρή σημασία έχει εάν η κίνηση Ιερώνυμου κυρίως προκύπτει ως αμυντική ενέργεια για να μην υπερεκτεθεί η Εκκλησία σε μια πολιτική αντιπαράθεση και ταυτιστεί με την ακροδεξιά (ας μην ξεχνάμε ότι ο Ιερώνυμος έγινε αρχιεπίσκοπος ακριβώς μέσα από την ανάγκη διόρθωσης μετά την περίοδο Χριστόδουλου). Το βασικό είναι ότι με αυτό τον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώνει να περνάει πλευρές της δικής του ατζέντας.
Κάτι ανάλογο είχε κάνει και ο Σημίτης με τις ταυτότητες. Και τότε πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριζαν ότι θα υπήρχε μεγάλο πολιτικό κόστος. Και όμως η κυβέρνηση επέμεινε, η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες καταργήθηκε, η Ιεραρχία και ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έχασαν μια μεγάλη μάχη και η εκκλησία αναγκάστηκε να προσαρμοστεί σε μια νέα συνθήκη.
Το ίδιο με έναν τρόπο κάνει τώρα και η κυβέρνηση. Με μια σειρά από βήματα κατορθώνει και μετατοπίζει το έδαφος ως προς τη σχέση κράτους και Εκκλησίας και να αλλάζει τους όρους. Το έκανε με το σύμφωνο συμβίωσης, το κάνει με έναν τώρα με τον τρόπο που αντιμετωπίζει το «μακεδονικό».
Και το κάνει με έναν τρόπο περισσότερο ευφυή από τον τρόπο της κυβέρνησης Σημίτη. Σε αντίθεση με τα άλλα κόμματα που κυβέρνησαν, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κόμμα που στηρίχτηκε σε κάποια σχέση με την Εκκλησία. Άρα δεν έχει τις ίδιες δεσμεύσεις. Έπειτα, η κυβέρνηση αποφεύγει τις μάχες φθοράς με την Εκκλησία (δείτε π.χ. πώς χειρίστηκε το θέμα των Θρησκευτικών στα σχολεία ώστε να είναι όλοι χαρούμενοι). Επιπλέον, σε κρίσιμες στιγμές αφήνει να είναι η στάση ιεραρχών που δίνει επιχειρήματα υπέρ της. Τοποθετήσεις όπως π.χ. του Αμβρόσιου Καλαβρύτων απαλλάσσουν την κυβέρνηση από την ανάγκη σύγκρουσης, εφόσον εκτίθενται από μόνοι τους. Και βέβαια στο τέλος εκμεταλλεύεται την κατάσταση πνευμάτων σήμερα στην Ιεραρχία που είναι ακριβώς η αποφυγή μιας εικόνας ότι η Εκκλησία πολιτεύεται κατά τρόπον ανάλογο της εποχής Χριστόδουλου.
Μόνο που με αυτό τον τρόπο, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι ο δρόμος για την ηγεμονία δεν περνάει πάντα από το να έχεις να πεις κάτι αλλά και μέσα από το να μετατοπίζεις την ιδεολογική συζήτηση και αντιπαράθεση σε μια εκδοχή βολικού χυλού. Όπως δεν δίστασε να παρουσιάσει την πλήρη συμμόρφωση με τις ΗΠΑ ως φιλειρηνική πολιτική, την εφαρμογή των μνημονίων ως τη μόνη προοδευτική λύση, έτσι και τώρα θα εκμεταλλευτεί το ρεαλισμό της ηγεσίας της Εκκλησίας για να εμπεδώσει τη δική του πολιτική. Χωρίς αντίπαλο επί της ουσίας –σήμερα η ΝΔ αντί να αντιπαλεύει την κυβέρνηση χειρίζεται ατέρμονες εσωκομματικές τρικλοποδιές–, η κυβέρνηση δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω από αυτό.
Να με θυμηθείτε, στο τέλος αυτή η κυβέρνηση θα έχει υποχρεώσει την Εκκλησία στην αποδοχή των περισσότερων τομών που κανονικά δεν θα αποδεχόταν –και μάλιστα χωρίς να ανοίξει ρουθουνι…