του Σταύρου Λυγερού –
Το σχέδιο του Συμφώνου που ο Κοτζιάς θα μεταφέρει συμβολικά στον Σλαβομακεδόνα ομόλογό του με ειδική πτήση είναι έτοιμο. Η επίσκεψη θα πραγματοποιηθεί όταν θα έχει ολοκληρωθεί η μετονομασία του αεροδρομίου των Σκοπίων, το οποίο –ας σημειωθεί– διαχειρίζεται τα τελευταία οκτώ χρόνια η τουρκική εταιρεία TAV. Οι δύο υπουργοί Εξωτερικών έχουν συμφωνήσει να συναντηθούν στις 15-16 Φεβρουαρίου, όπου αναμένεται να αρχίσει η διαπραγμάτευση με βάση το ελληνικό σχέδιο.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, ο δυτικός παράγοντας ασκεί παρασκηνιακά έντονες πιέσεις και προς τις δύο πλευρές με σκοπό να συμφωνήσουν το ταχύτερο δυνατόν. Αποτέλεσμα και αυτών των πιέσεων είναι ότι έχει επέλθει σύγκλιση όσον αφορά το όνομα. Αν και δεν υπάρχει ακόμα οριστική συμφωνία, το “Άνω Μακεδονία”, στη σλαβική εκδοχή του (Γκορναμακεντόνιγια), θεωρείται φαβορί. Η δήλωση Ζάεφ ότι αποδέχεται σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό αντανακλά ακριβώς τη σύγκλιση σ’ αυτό το όνομα.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι το εύρος της χρήσης του. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, τα Σκόπια είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν το όνομα αυτό για όλες τις διεθνείς χρήσεις κι όχι μόνο για τους διεθνείς οργανισμούς. Είναι διατεθειμένα να αποδεχθούν ότι αυτό θα είναι το όνομα που θα αναγράφεται στα διαβατήρια των πολιτών της FYROM. Η διαφωνία που παραμένει στο τραπέζι είναι η ελληνική θέση –έτσι όπως επανειλημμένως έχει εκφρασθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό– για αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας.
Τις προηγούμενες ημέρες ο Ζάεφ αναφέρθηκε στην ελληνική απαίτηση και την απέρριψε. Έχει, μάλιστα, διαμηνύσει και στην Αθήνα και στις δυτικές κυβερνήσεις ότι δεν διαθέτει την ενισχυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να προβεί σε αλλαγή του Συντάγματος. Έχει διαμηνύσει πως ακόμα και εάν ο ίδιος το πρότεινε, μία τέτοια συμφωνία δεν θα περνούσε από το δημοψήφισμα, για τη διεξαγωγή του οποίου έχει δεσμευθεί.
Η αμφισημία του erga omnes
Σύμφωνα με πληροφορίες και από την Αθήνα και από τα Σκόπια, για να γεφυρωθεί το χάσμα, οι δύο πλευρές προσανατολίζονται στην εξής φόρμουλα: στο Σύμφωνο θα αναφέρεται με κάποια διατύπωση που δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί πως η νέα ονομασία θα είναι για όλες τις χρήσεις. Το κρίσιμο ζήτημα είναι πως θα ερμηνεύσει η κάθε πλευρά το erga omnes. Η μεν Ελλάδα να το ερμηνεύει και για εσωτερική χρήση, η δε FYROM μόνο για διεθνή χρήση.
Για να μην προκύψει, λοιπόν, πρόβλημα στη συνέχεια, η διατύπωση πρέπει να είναι σαφής και να μην προτιμηθεί η διέξοδος της “διπλωματικής ασάφειας”. Αυτό που τελικώς θα έχει σημασία είναι αυτό που θα ισχύσει στην πραγματικότητα. Σε περίπτωση ασάφειας, λοιπόν, αυτό που θα ισχύσει στην πραγματικότητα θα είναι αυτό που θα αποφασίσουν τα Σκόπια κι όχι αυτό που θα λέει η Αθήνα.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι εάν το Σύμφωνο, ως διεθνής συμφωνία, κατισχύει του Συντάγματος ή όχι. Η τάση του διεθνούς δικαίου είναι ότι οι διεθνείς συμφωνίες κατισχύουν του εσωτερικού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι διεθνώς θα ισχύσει η νέα ονομασία. Για να υποχρεωθούν, όμως, τα Σκόπια να προσαρμόσουν το Σύνταγμά τους σ’ αυτά που θα έχουν υπογράψει, αυστηρή προϋπόθεση είναι ότι στο Σύμφωνο θα υπάρχει σχετική ρητή αναφορά.
Έχοντας ουσιαστικά εγκαταλείψει τον όρο για άμεση αλλαγή συνταγματικής ονομασίας, η ελληνική πλευρά επιδιώκει μία τέτοια αναφορά. Δεν είναι, όμως, δεδομένο πως θα το επιτύχει. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι η φόρμουλα η αλλαγή του Συντάγματος να διασυνδεθεί με την ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, επιδιώκει τις μέγιστες διεθνείς εγγυήσεις. Γι’ αυτό το Σύμφωνο θα κατατεθεί με σκοπό και να εγκριθεί με ψήφισμα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Δεδομένου ότι δεν έχουν ακόμα οριστικοποιηθεί οι διατυπώσεις στο Σύμφωνο, είναι πρόωρο να γίνουν κατηγορηματικές κρίσεις. Όλα, ωστόσο, δείχνουν ότι το ζήτημα της ταυτότητας (το όνομα της εθνότητας και της γλώσσας) έχει μπει ουσιαστικά στο ράφι. Κι αυτό συνιστά στρατηγικής σημασίας υποχώρηση της Αθήνας.