Την Κυριακή αυτή, η εκκλησία εορτάζει την ανάμνηση της εξορίας των πρωτόπλαστων από τον παράδεισο. Ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό ως ξεχωριστός απ’ όλα τα υπόλοιπα δημιουργήματα. Ο Θεός τόσο πολύ τον ευεργέτησε, ώστε τον δημιούργησε ως εικόνα δική Του, ως «ὁμοίωμα τῆς θείας βασιλείας» θα γράψει ο Γρηγόριος Νύσσης.
Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή; Η ευθύνη όμως μεγάλη. Ο άνθρωπος είχε τη δυνατότητα να επιλέξει. Πλάστηκε ελεύθερος από τον Θεό. Όμως, ο διάβολος προσέβαλε τον άνθρωπο, τον δελέασε και ο τελευταίος θέλοντας να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που ήταν, αποφάσισε να υπακούσει στον διάβολο και να παραβλέψει τον Θεό. Γνώριζε τι θα επακολουθούσε.
Ο άνθρωπος άρχισε να θρηνεί εκτός του παραδείσου, εκτός της σχέσης που είχε με τον Θεό. Αυτή η έλλειψη της αναφοράς της υπαρξιακής του ολότητας στον Δημιουργό του, τον απομάκρυνε από τη δόξα που απολάμβανε. Είχε χαθεί πλέον κάθε σύνδεσμος επαφής, οικείωσης, αποδοχής, κοινωνίας με τον Θεό. Η ομορφιά έχασε την λαμπρότητα της. Αμαυρώθηκε η εικόνα. Δεν χάθηκε όμως. Παρά ταύτα, ο άνθρωπος εξέπεσε από τον παράδεισο. Δεν τον έδιωξε ο Θεός. Όχι. Μόνος του επέλεξε να απολαύσει τις συνέπειες, τις οποίες, κι αυτό είναι αξιοπρόσεκτο, τις γνώριζε. Θα μπορούσε να τις είχε αποφύγει, αλλά η ηδονή έγινε οδύνη.
Ένας εκπληκτικός σε νοήματα ύμνος της εκκλησίας (δοξαστικό στιχηρών εσπερινού), που ψάλλεται το απόγευμα του Σαββάτου πριν από την Κυριακή αυτή, εμφανίζει τον Αδάμ να κάθεται απέναντι από τον παράδεισο και να οδύρεται θρηνώντας για τη γύμνωση του. Ελπίζει όμως. Ζητώντας το έλεος του Θεού και αναγνωρίζοντας την αμαρτία του, τι λέει; Δεν λέει αμάρτησα, εκδιώχθηκα και θα τιμωρηθώ. Δεν τον νοιάζει αν τιμωρηθεί. Δεν λέει φοβάμαι τις ποινές σου Κύριε. Θρηνεί για κάτι πιο ουσιώδες. Θρηνεί για την απώλεια της οντολογίας μιας σχέσης βαθύτερης, ουσιαστικής, σχέσης που του έδινε ζωή. Θρηνεί γιατί δεν βλέπει τον Κύριο του. Πενθεί γιατί διέκοψε την ύπαρξη του από την πηγή της Ζωής. Του λείπει η σχέση που είχε με τον Θεό. Τίποτε άλλο δεν τον νοιάζει. Αυτό είναι που πονάει τη μοναδικότητα του.
Ο Θεός, βέβαια, δεν αυξάνει τον πόνο του Αδάμ και της Εύας. Δεν τους λέει, τώρα θα δείτε τι θα πάθετε που επαναστατήσατε εναντίον μου. Είναι αγάπη ο Θεός. Τελεία και παύλα. Δεν μεταβάλλεται αυτή Του η αγάπη. Δεν είναι ηθική ιδιότητα, ούτε αυξομειώνεται ανάλογα με το πώς φέρεται ο άνθρωπος. Είναι «παράλογη» αγάπη. Μην ψάχνετε τα πως και τα γιατί του Θεού. Είναι ανεξιχνίαστος και ακατανόητος. Θα μπορούσε να πει «δεν σας αγαπώ, δεν με ακούσατε, θέλατε να γίνετε θεοί, ανώτεροι από εμένα, απολαύσετε την πτώση σας, ζήσετε μόνοι». Και αντί να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, τι κάνει; Αγαπάει. Δεν πάει εσύ να του κλείσεις αμέτρητες φορές την πόρτα; Σε αγαπάει. Δεν πάει να τον εξορίσεις από τη ζωή σου; Σε αγαπάει. Δεν κάνει απολύτως τίποτε άλλο από το να σε αγαπάει. Δεν νιώθει μίσος, κακία, δεν διακατέχεται από τάσεις εκδικητικότητας.
Δεν είναι δικαστής, τιμωρός. Έναν τέτοιο Θεό δίδαξε η Δύση και μάλιστα ο Λούθηρος το φώναζε συνεχώς: «Κάποιος πρέπει να τσακιστεί από την οργή του Θεού». Αυτό, πέρασε στις θρησκευτικές οργανώσεις (αδελφότητες), οι οποίες διακατέχονται από την προτεσταντική ηθική. Τί είναι η τιμωρία για τον προτεσταντισμό, τον ρωμαιοκαθολικισμό, τις αδελφότητες; Μία επιβολή ποινής στον άνθρωπο για την παρακοή του, όπου πρέπει να πληρώσει για να εξιλεωθεί. Αυστηρώς δικανικό πνεύμα. Το λένε τα σχετικά βιβλία τους. Διαβάστε για παράδειγμα το βιβλίο, γνωστής αδελφότητας, με τίτλο «Οι καμπάνες των Χριστουγέννων», τι γράφει για την τιμωρία.
Οι Πατέρες δεν μιλάνε για την τιμωρία και την πτώση υπό την έννοια ενός δικαιϊκού συστήματος, μιας επιβολής ποινών προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Αυτή την έλλειψη, αυτό το κενό που δημιουργείται μεταξύ του ανθρώπου που επαναστατεί και του Θεού, έρχεται και το αναπληρώνει ο Θεός με την άπειρη φιλανθρωπία και το έλεος Του, τα οποία δίνει εντελώς δωρεάν στον άνθρωπο. Το ένστικτο της εκδίκησης είναι ξένο για τον Θεό. Το προπατορικό αμάρτημα, αλλά και κάθε προσωπικό αμάρτημα, δεν υφίσταται καμία ενοχή, θα γράψει ο αείμνηστος καθηγητής Νίκος Ματσούκας, ο οποίος συνεχίζοντας θα πει πως «η ενοχή του ανθρώπου είναι η αμέλεια του, η αμετανοησία του και η άρνηση του να δεχτεί τη θεία ζωοποίηση».
Πολλές φορές, εντός της ορθοδοξίας, καλλιεργείται επιμελώς ο φόβος και οι ενοχές στους ανθρώπους. Το τι συμβαίνει τότε, το περιγράφει ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος: «…Σταματά η αγάπη και αρχίζει η νευρωτική ενοχή. Δεν ξέρουμε τον Θεό, και γεμίζουμε όλο τον κόσμο και εμάς τους ίδιους με ενοχές. Οι Χριστιανοί έχουν τότε πολλές ενοχές και δυστυχώς τις σκορπούν γύρω τους». Τους ασκείται ψυχολογική βία και αποκτούν φοβικά σύνδρομα. Ο φόβος, στις περιπτώσεις αυτές, λειτουργεί ως το μοναδικό μέσο για την αποφυγή της αμαρτίας. Λένε ορισμένοι για παράδειγμα, αν κάνεις αυτό που σκέφτεσαι ή συμπεριφερθείς με τον τάδε τρόπο, θα πας στην κόλαση. Το αν επιθυμήσω να διακόψω τη σχέση μου με τον Θεό ή να επαναστατήσω, εκείνο που με κάνει να θρηνώ δεν είναι το γεγονός της τιμωρίας, της καταδίκης που θα έρθει, αλλά το γεγονός ότι απέκοψα τον εαυτό μου από τη ζωντανή σχέση μαζί Του. Πόσο τραγικό είναι να νομίζω ότι αγαπώ τον Θεό, επειδή Τον φοβάμαι;
Γεμίσαμε τον Θεό με πάθη. Τον κάναμε τιμωρό, δικαστή. Του κουνάμε το δάχτυλο και Του λέμε «κάτσε εκεί που είσαι». Η περί Θεού αντίληψη έγινε ανθρωπομορφική. Εκείνος, μας δημιούργησε κατ’ εικόνα δική Του, κι εμείς Τον δημιουργήσαμε κατ΄ εικόνα δική μας. Του φορτώσαμε τις δικές μας ενοχές, τα δικά μας ψυχοφθόρα πάθη, τις ατέλειες μας, τους φόβους μας, τις ανασφάλειες μας και τα απωθημένα μας. Τον εξορίσαμε και Του απαγορεύσαμε να σώσει κατά το δικό Του έλεος. Εν τέλει; Του υψώσαμε τη φωνή μας λέγοντας Του «να πας να σταυρωθείς Εσύ για τον Εαυτό Σου». Πόσο δίκιο είχε ο Νίτσε, όταν έγραφε στο τρίτο βιβλίο της «Χαρούμενης Γνώσης»: «Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός! Κι εμείς τον σκοτώσαμε! Πώς να παρηγορηθούμε εμείς, οι φονιάδες των φονιάδων; Κάτω απ’ το μαχαίρι μας μάτωσε ό,τι πιο άγιο και πιο ισχυρό είχε ως τώρα ο κόσμος…».
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος