Κάποιος γέροντας είχε πει πως στον παράδεισο θα δούμε πολλές εκπλήξεις. Αυτό, πιστεύω πως αποτελεί την πιο ευχάριστη έκπληξη, καθώς για την πνευματικότητα της εκκλησίας της ορθόδοξης Ανατολής, δεν υπάρχουν δεδομένα και προκαθορισμένες αποφάσεις. Πόσο μάλλον κάποιο ιερό κατάλοιπο, που θα σωθεί ή ένας αριθμός ήδη σεσωσμένων, για τον οποίο κάνει λόγο η δυτική θεολογική σκέψη.
Τολμώ να πως στην ορθόδοξη πνευματικότητα η αναρχία είναι δεδομένη. Ένας που επέλεγε να ζήσει με ασωτία, ξαφνικά με μία οντολογική μεταστροφή της όλης του ύπαρξης, και με τη χάρη του Θεού, καταφέρνει να ντυθεί ένα νέο ένδυμα και να σωθεί χάριν ελέους του Θεού. Αν το άκουγε αυτό ο Επίκτητος, θα έλεγε, στάσου τί γίνεται, πως μπορεί να αλλάξει κάποιος που έκανε κάτι, επεμβαίνει ο Θεός στην ελευθερία του και τον σώζει; Κι όμως, ο Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Τιμ. Α’ 2,4). Αλλά δεν επεμβαίνει στην ελευθερία του. Αν διαβάσει κάποιος, ιδίως τον Γρηγόριο Νύσσης, θα «σκανδαλιστεί» με το πόσο ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Ποτέ δεν επεμβαίνει. Αναμένει όμως τον άνθρωπο να αποφασίσει ελεύθερα και αν ο άνθρωπος Του ζητήσει να επέμβει, τότε Του δίνει το «δικαίωμα» να ενεργήσει σε μία σχέση αναλογία, συνεργίας, όπως μας λένε οι Πατέρες. Σχέση δηλαδή, που ο ένας ενεργεί προς τον άλλον, όχι μόνο η μία πλευρά αλλά και οι δύο.
Την Κυριακή Ε’ Νηστειών η εκκλησία μας τιμά μία γυναίκα που η ζωή της ήταν άσωτη. Τιμά την οσία Μαρία Αιγυπτία, μία πόρνη γυναίκα, που ο Θεός της έδωσε τα κατάλληλα ερεθίσματα, εκείνη επέλεξε ελεύθερα, μετανόησε και σώθηκε. Αλλά δεν σώθηκε επειδή έκανε καλές πράξεις. Αυτό, είναι ένα ολίσθημα, μία τραγική ερμηνεία της σωτηρίας, όπως την είδε ο προτεσταντισμός, όπως έχει περάσει και σήμερα στις σκέψεις και στην ηθική ορισμένων ανθρώπων που έχουν μία σχέση με την εκκλησία, καθώς συχνά κάνουν λόγο για «καλά έργα» ή ότι πρέπει να γίνεται «έργο». Μία παρένθεση. Δεν σώζουν, λοιπόν, τα καλά έργα. Καλά έργα κάνει κι ένας που δεν πιστεύει στον Χριστό, ένας άθεος, ένας αγνωστικιστής. Τί σημαίνει αυτό; Ότι θα σωθεί για τα καλά έργα;
Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Δεν σωζόμαστε επειδή νηστέψαμε, επειδή πήγαμε στην εκκλησία, επειδή κάναμε υπακοή, επειδή κάναμε ελεημοσύνη. Δεν υπάρχουν ρυθμιστικοί παράγοντες, κανόνες και διατάξεις, που καθορίζουν τη σωτηρία μας. Είναι αταξινόμητη η σωτηρία. Δεν είναι του χεριού μας. Κανένας δεν μπορεί να καυχηθεί για τους πνευματικούς του αγώνες, κανένας δεν έχει την ηθική καθαρότητα ώστε να θεωρήσει την σωτηρία ως επίτευγμα προσωπικών αγώνων και προσπαθειών. Οι άγιοι της εκκλησίας, οι οσίες γυναίκες, δεν αγίασαν επειδή κόπιασαν, επειδή αγρύπνησαν, επειδή έκαναν μετάνοιες και νήστευαν σκληρά. Όλα αυτά δεν ήταν ο αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για την μεταμόρφωση της ψυχοσωματικής τους ύπαρξης. Αγίασαν γιατί μετανόησαν για «των αμαρτιών τα πλήθη» όπως θα ακούσουμε σε λίγες μέρες στο τροπάριο της Κασσιανής.
Η οσία Μαρία Αιγυπτία έζησε μία ζωή πολύ άστατη, με ασωτία, χωρίς ίχνος ηθικής. Όλα επιτρεπόταν για το σώμα της. Πόσους άντρες είχε φιλοξενήσει στο σώμα της; Με πόσα διαφορετικά σώματα συνδέθηκε; Σε πόσα κρεβάτια πλάγιασε; Όλα τα έκανε. Έζησε έντονα κάθε ηδονή του σώματος. Χρειάζεται μία επισήμανση στο σημείο αυτό. Είναι η ηδονή κάτι το κακό και αμαρτωλό; Ο Μ. Βασίλειος θα πει πως η ηδονή χτυπάει τον άνθρωπο διά του κακού. Χτυπάει τον άνθρωπο μέσα από την κακή της χρήση. Όπως και τα πάθη δεν είναι αρνητικά αλλά γίνονται αρνητικά διά της προαιρέσως, για να θυμηθούμε τον Γρηγόριο Νύσσης.
Τελικά, ο Θεός είναι άπαιχτος! Δεν ζητά, δεν επιμένει, δεν απαιτεί, δεν εκβιάζει, δεν φοβίζει, δεν καταδικάζει. Δίνει ερεθίσματα στον άνθρωπο και εξετάζει την προαίρεση του. Στεφανώνει τον αγώνα του ανθρώπου. Μήπως δεν γνωρίζει πόσο βάλλεται ο άνθρωπος από το μίσος και την κακία του διαβόλου; Μήπως δεν γνωρίζει πως ο άνθρωπος έχει να αντιμετωπίσει καθημερινά τη δύναμη του διαβόλου σε έναν, πολλές φορές, άνισο αγώνα; Μήπως δεν βλέπει την προαίρεση του ανθρώπου, το γεγονός ότι πέφτει άπειρες φορές και σηκώνεται ελάχιστες, αλλά σηκώνεται; Μήπως δεν εξετάζει τα πάντα ο Θεός; Τί λέει στον άνθρωπο; Αμάρτησες, έπεσες πάλι, κάνεις ένα καλό και χίλια άσχημα, φύγε από εμένα; Απομακρύνσου; Τί δουλειά έχεις εσύ ο ακάθαρτος με μένα;
Ολόκληρο το ευαγγέλιο μιλάει για αγάπη. Ο Μάξιμος Ομολογητής αφιέρωσε ολόκληρα κεφάλαια για την αγάπη. Ο Χριστός δεν καταδίκασε ποτέ κανέναν. Οι άνθρωποι καταδικάζουν. Κολλάνε στον τοίχο τον ομοφυλόφιλο και του λένε, κοίταξε να δεις, είσαι έκτρωμα της φύσης, δεν είσαι άνθρωπος, είσαι για φτύσιμο, όπως είπε ένας Επίσκοπος σε ένα απροϋπόθετο κήρυγμα μίσους, κακότητας, εμπάθειας. Ο Χριστός τί λέει; Αγκαλιάζει τον αμαρτωλό, τον ανήθικο, την πόρνη, τον μοιχό, του χαϊδεύει το κεφάλι, η αγάπη Του εκρήγνυται, τσακίζει καθωσπρεπισμούς, προϋποθέσεις, και του λέει πήγαινε και μην αμαρτήσεις ξανά. Δεν του λέει, αν το ξανακάνεις αυτό εξαφανίσου από μπροστά μου, κοίταξε να αλλάξεις γιατί δεν σώζεσαι. Αυτά τα λένε οι άνθρωποι. Ο Θεός είναι ο μέγας ερωτικός. Είναι «εραστός» για τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη και «μανικός εραστής» για τον Ιωάννη της Κλίμακας. «Καψούρα» όπως συνηθίζει να λέει ο Μητροπολίτης Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς π. Ιουστίνος.
Ο Χριστός είχε φίλους, όσους εμείς δεν θα είχαμε σήμερα. Ληστές, φοροεισπράκτορες, άδικους, πόρνες. Ανθρώπους τσαλακωμένους, ανένταχτους. Ανθρώπους που τους αντέχει η αγάπη του Θεού, η οποία όμως, την ίδια στιγμή, δεν αντέχει όσους τους κατακρίνουν. Προκάλεσε ο Χριστός γιατί κάθισε κι έφαγε μαζί με τους αμαρτωλούς, μίλησε μαζί τους. Αυτοί ήταν οι φίλοι του Χριστού. Δεν τους έκρινε, τους βοήθησε να αποφύγουν την αμαρτία. Μην πάμε μακριά. Το είπε με σαφήνεια: «Καί ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καί μή πιστεύσῃ, ἐγώ οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γάρ ἦλθον ἵνα κρίνω τόν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σώσω τόν κόσμον» (Ιω. 12, 47). Και αλλού: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἰ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Ματθ. 9,12). Κι εμείς λέμε στον Χριστό, κάτσε εκεί που είσαι, ποιους πας να σώσεις;
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος