Γράφει ο Αλέξανδρος Τάρκας –
Η απόπειρα δολοφονίας του Ρώσου διπλού πράκτορα Σκρίπαλ στη Βρετανία, οι οξύτατες κατηγορίες του Λονδίνου κατά του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, η ανάλογη απάντηση του Κρεμλίνου και οι μαζικές απελάσεις διπλωματών από τη Μόσχα και τις περισσότερες δυτικές πρωτεύουσες επιβεβαιώνουν τις πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις ότι ο νέος Ψυχρός Πόλεμος είναι επί θύραις. Η ελληνική διπλωματία καλείται να ισορροπήσει σε πολλά ευαίσθητα θέματα, καθώς η νέα αντιπαράθεση Δύσης-Ρωσίας δεν έχει ταυτόσημα χαρακτηριστικά με όσα ίσχυαν πριν από το 1990.
Τότε η Αθήνα ακολουθούσε σχεδόν όλες τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και της τότε ΕΟΚ με εξαίρεση τους περίφημους αστερίσκους-υποσημειώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου στα συμμαχικά και κοινοτικά έγγραφα αντίστοιχα. Αυτή τη φορά, η σύγκρουση δεν έχει χαρακτήρα «άσπρου-μαύρου»: οι εξωτερικές σχέσεις περιπλέκονται, λόγω των ζωτικών συμφερόντων πολλών αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών στη Ρωσία, ενώ επενδύσεις υψηλής αξίας έχουν και ρωσικοί όμιλοι σε πλήθος δυτικών χωρών.
Η πρώτη κύρια πτυχή -βραχυπρόθεσμου- ελληνικού ενδιαφέροντος στην κρίση Δύσης-Ρωσίας εξελίσσεται στα Βαλκάνια, όπου προ δεκαπενθημέρου περιόδευσε ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Γουες Μίτσελ. Η αμερικανική πλευρά κάνει λόγο για κακόπιστη και υπονομευτική δράση της Ρωσίας στη βαλκανική χερσόνησο και καλεί την Αθήνα να στηρίξει ενεργά την ευρωατλαντική προοπτική των βαλκανικών χωρών (συμπεριλαμβανομένης της ΠΓΔΜ και της Αλβανίας).
Παρόμοια γραμμή ακολουθεί και το Λονδίνο που, σε λίγους μήνες, θα φιλοξενήσει τη φετινή διάσκεψη του (έμπνευσης Μέρκελ) Berlin Process, δείχνοντας ότι το Brexit δεν σημαίνει και μείωση του ενδιαφέροντος για τις ευρωπαϊκές και βαλκανικές υποθέσεις. Το Βερολίνο δεν κρύβει ότι κινείται αυτόνομα (εκτός δομών της ΕΕ) στα Βαλκάνια. Αντιθέτως, το Παρίσι ανησυχεί μεν για τη ρωσική διείσδυση, αλλά στις επαφές με την ελληνική πλευρά έχει δώσει μεγαλύτερη έμφαση στον κίνδυνο ριζοσπαστικοποίησης των Βαλκανίων και σε καταγεγραμμένα περιστατικά προσηλυτισμού και διακίνησης Ισλαμιστών από τη βόρεια Αφρική, το Ιράκ και τη Συρία προς την Ευρώπη.
Ρωσική οργή
Έναντι αυτών, η Μόσχα εκφράζεται με αυξανόμενη οργή. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, πρόσφατα πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες μία κρίσιμη συνάντηση ανώτατων στελεχών της Κομισιόν με Ρώσους αξιωματούχους. Η ρωσική αντιπροσωπεία υποστήριξε ότι είναι κατηγορηματικά αντίθετη στην ανάμιξη μόνον του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια, χωρίς να πιστεύει το ίδιο για τη δράση της ΕΕ. Υπό την προϋπόθεση ότι οι Βρυξέλλες δεν θα προβάλουν εμπόδια στις σχέσεις της Μόσχας με τα βαλκανικά κράτη.
Κατά τις ίδιες πηγές, τα στελέχη της Κομισιόν δεν αποδέχθηκαν το διαχωρισμό, υποστηρίζοντας ότι αν πραγματικά η Μόσχα βλέπει πεδίο συνεργασίας με την ΕΕ, θα πρέπει να το δηλώσει δημόσια και να μην πιέζει τις ασθενείς κυβερνήσεις των εξίσου ασθενών κρατών της ταραγμένης χερσονήσου. Οι Ρώσοι αξιωματούχοι φέρεται να ανταπάντησαν, προκαλώντας την ΕΕ να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις πιθανής συνεργασίας.
Η δεύτερη πτυχή -μακροπρόθεσμου- ελληνικού ενδιαφέροντος εντοπίζεται στον τρόπο χειρισμού του προέδρου Ερντογάν από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τη Ρωσία. Η Ουάσιγκτον έχει υπογραμμίσει, αρκετές φορές τους τελευταίους μήνες, προς την Αθήνα ότι κύρια προτεραιότητα στην παρούσα φάση αποτελεί η μη απώλεια της Τουρκίας για τη Δύση.
Η διείσδυση Gazprom
Οι αρμόδιοι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν την άποψη ότι η προσέγγιση Πούτιν-Ερντογάν είναι ακόμα μεγαλύτερη και στενότερη απ’ ότι δημόσια εμφανίζεται, ή ακόμα ότι ο Τούρκος πρόεδρος έχει ήδη καταστεί περίπου πιόνι στη σκακιέρα του Ρώσου ομολόγου του. Όποια αμερικανική άποψη κι αν αποδειχθεί ορθή, η ελληνική κυβέρνηση καλείται από τις ΗΠΑ να επιδείξει κατανόηση και υπομονή στο Αιγαίο και στην Κύπρο για όσο διάστημα καταβάλλονται προσπάθειες για τη συγκράτηση του Ερντογάν στο δυτικό στρατόπεδο. Πιο καθησυχαστική είναι η νέα κυβέρνηση Μέρκελ που εκτιμά πως η προσέγγιση Μόσχας-Άγκυρας δεν θα μακροημερεύσει, επειδή τα συμφέροντά τους είναι αντικρουόμενα.
Η τρίτη πτυχή αφορά τα ενεργειακά θέματα, καθώς η Gazprom έχει πραγματοποιήσει, εδώ και χρόνια, εντυπωσιακή διείσδυση στην ελληνική αγορά φυσικού αερίου. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ ζητούν από την Ελλάδα να διαφοροποιήσει τις πηγές ενεργειακού εφοδιασμού της, αλλά καμία σοβαρή δυτική εταιρεία δεν συμμετείχε στο διαγωνισμό ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ το 2013. Και ως γνωστόν ανετράπη από την Κομισιόν η εξαγορά της ΔΕΣΦΑ από το φιλοδυτικό Αζερμπαϊτζάν.
Στα τέλη του 2017, υπήρξαν συζητήσεις για την εισαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ στις νέες και εκσυγχρονισμένες εγκαταστάσεις της ΔΕΣΦΑ στη Ρεβυθούσα το καλοκαίρι του 2018, αλλά δεν έχει υπάρξει (και ούτε διαφαίνεται) πρόοδος. Το πρόσθετο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι, αν και η Gazprom έχει έμμεση παρουσία και στο σχεδιαζόμενο πλωτό τερματικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης, δύο αμερικανικές εταιρείες εξέταζαν το ενδεχόμενο συμμετοχής τους. Τελικά, όμως, δήλωσαν πως έδωσαν προτεραιότητα σε άλλα διεθνή συμβόλαια.