Ο Χριστός δεν ήρθε στη γη για να γίνει πρώτος, να εξουσιάζει την ανθρωπότητα και να απολαύσει τιμές και δόξες. Ήρθε για να γίνει τελευταίος. Εάν ο άνθρωπος αντιληφθεί πραγματικά τι σημαίνει η ενανθρώπιση και το θείος πάθος, μόνο τότε θα βγει από την ανασφάλεια του, την απαισιοδοξία του και θα υποψιαστεί πως η σωτηρία είναι κάτι που τον αφορά άμεσα.
Ο Μάξιμος Ομολογητής, στα κεφάλαια του «Περί αγάπης» λέει κάτι, που δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το απροϋπόθετο του Θεού. Λέει, λοιπόν, πως ο Χριστός χάρισε σε όλους εξίσου την ελπίδα της ανάστασης «εἰ καί ἕκαστος ἑαυτόν, εἴτε δόξης, εἴτε κολάσεως καθίστησιν ἄξιον». Δηλαδή, η ανάσταση δεν είναι ένα γεγονός, μία πραγματικότητα που αφορά συγκεκριμένους ανθρώπους. Αναστήθηκε για όλους, είτε κάποιος θέτει τον εαυτό του άξιο της δόξης, είτε της κόλασης. Φοβεροί λόγοι. Άκρως αντι – ηθικιστικοί.
Μην σας φαίνεται περίεργο. Ολόκληρο το ευαγγέλιο είναι αντισυστημικό, ας μου επιτραπεί η έκφραση. Το άδειασμα του Θεού, έρχεται και πατάει επάνω στον ανθρώπινο καθωσπρεπισμό και εγωκεντρισμό. Ο Υιός του Θεού δεν ενανθρώπισε μόνο για τον ενάρετο, τον τίμιο, τον ευσεβή, καθώς «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Μαρκ. 2, 17). Ήρθε για να αντιστρέψει τα πράγματα και τη νενομισμένη αντίληψη που υπέφερε από το βάσανο της θέλησης για δύναμη. Αναποδογύρισε την έννοια της δύναμης, της εξουσίας και είπε, κοίταξε, αν θες να είσαι πρώτος, γίνε τελευταίος∙ «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι» (Μάρκ. 10, 45).
Ο άνθρωπος όμως δεν θέλει να είναι τελευταίος. Πασχίζει να είναι πρώτος. Νοσεί από εγωισμό. Ο εγωισμός, όταν φτάνει στην υπερβολή του, κατά τον Freud, αποτρέπει τους ανθρώπους να έχουν ουσιαστικές σχέσεις. Η «ἄλογος φιλία», όπως ονομάζει τη φιλαυτία ο Μάξιμος Ομολογητής, αντίκειται στην αγάπη, όπως θα πει στη συνέχεια. Αν αγαπώ τον εαυτό μου, δεν μπορώ να δω τον εαυτό μου σε μία προοπτική εξόδου προς τον άλλον και ως εκ τούτου δεν συσχετίζομαι μαζί του. Ο άλλος γίνεται «η κόλαση μου», για να θυμηθούμε τον Sartre, και όσον αφορά τη διακονία προς αυτόν τον άλλον; Ούτε συζήτηση.
Ο Θεός άδειασε για να γεμίσει ο άνθρωπος. Όταν ενανθρώπισε δεν φοβήθηκε μήπως χάσει κάτι από την βεβαιότητα της τριαδικής Του παρουσίας, μήπως κινδυνεύσει η ουσία Του. Ακόμη και όταν έπαθε για τη σωτηρία του ανθρώπου, ακόμη και τότε διακόνησε με άφραστη ταπείνωση τον άνθρωπο. Η διακονία του ήταν μία πράξη ατελείωτης και ανεξάντλητης αγάπης. Αυτή η έξοδος Του προς τον κόσμο, αποτέλεσε την ισχυρή του κατάφυση στις αγωνίες, τους πόνους του ανθρώπου. Υπήρξε το «ναι» του Θεού στον πάσχοντα άνθρωπο. Και κάτι, που αν και θεωρείται πλέον δεδομένο, δεν γνωρίζω εάν γίνεται αντιληπτό το βάθος της πράξης αυτής. Το άδειασμα του Θεού, το «ξεβόλεμα» Του, η διακονία Του, ήταν η πράξη ενός πρώτου. Δεν ήταν η πράξη κάποιου τελευταίου.
Και ως πρώτος, έγινε τελευταίος. Αλλά δεν έγινε για τον Εαυτό Του. Αν δεν αγαπούσε τον άνθρωπο, αν δεν ήθελε να διορθώσει την προαίρεση του, τότε ποιος λόγος να ντυθεί την ανθρώπινη σάρκα; Ποιος ο λόγος να δοκιμαστεί και να εξευτελιστεί, δεχόμενος χτυπήματα και πτυσίματα; Δεν είχε κανένα κέρδος. Απολύτως κανένα. Μόνο ένας είχε κέρδος από όλο αυτό. Ο άνθρωπος. Για τον άνθρωπο ξεκίνησε το σχέδιο της Θείας Οικονομίας του Θεού. Ήρθε ο πρώτος να γίνει τελευταίος, για να γίνει τελευταίος πρώτος. Ασύλληπτη κίνηση. Άλογη κατάφαση στην αδιαφορία, στον ξεπεσμό του ανθρώπου, αλλά και στην εμμονή του να ερωτοτροπεί με τον εκμηδενισμό του.
Αξίζει να σημειωθεί πως η συνάντηση του Θεού με τον άνθρωπο είναι εκτός λογικής. Ποιος φιλόσοφος θα ανέμενε μία τέτοια ευχάριστη εξέλιξη; Η μεταφυσική τους ήταν τραγωδία. Ποιος αισιόδοξος θα περίμενε ο Θεός να κινηθεί προς τον άνθρωπο και να του αποκαλυφτεί; Αυτό ήταν αδιανόητο για τη φιλοσοφική σκέψη. Ο Πλάτωνας, αν του έλεγες πως ο Θεός ντύθηκε την ανθρώπινη σάρκα, θα σου ‘λεγε πας με τα καλά σου, τί είναι αυτά που λες; «Θεός δέ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται» θα δίδασκε και πάλι. Κι όμως, η θεία ενανθρώπιση και το θείο πάθος, ξεπέρασαν τα αδιέξοδα της μεταφυσικής αγωνίας και απαισιοδοξίας.
Ο Γρηγόριος Θεολόγος λέει κάτι εξαίσιο για την ενανθρώπιση του Υιού του Θεού: «Διά τό ἁγιασθῆναι τῷ ἀνθρωπίνῳ τοῦ Θεοῦ τον ἄνθρωπον». Δηλαδή, ο Θεός ενανθρώπισε για να αγιαστεί ο άνθρωπος μέσα από την ανθρώπινη φύση του Θεού. Ντύθηκε τον άνθρωπο ο Θεός, για να τον σώσει! Που να το άκουγε αυτό ο Πλωτίνος. Θα τα είχε γυρίσει όλα ανάποδα. Δεν ισχύει αυτό όμως για τον απόστολο Παύλο. Λέει κάτι πολύ συνταρακτικό στην προς Εφεσίους επιστολή. Λέει στους Εφεσίους πως είναι «συμπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Εφ. 2, 19). Συμπολίτης των αγίων. Και οικείος του Θεού. Ποιος; Ο άνθρωπος. Οικείος του Θεού. Οικείος του άπειρου και ακατάληπτου Θεού! Να η τιμή που κάνει ο Θεός στον άνθρωπο, που συνεχίζει να επιμένει να αρνείται τον θεό. Τον κάνει οικείο Του. Από τα παραπάνω είναι εμφανές το δέσιμο, η σχέση, η ελεύθερη εξάρτηση του ανθρώπου από τον Θεό.
Ο Χριστός διακόνησε με άκρα ταπείνωση τον άνθρωπο. Πριν από τη Σταύρωση, έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. Εκπλήσσει αυτή η κίνηση. Είναι κάτι που έκανε ο δούλος προς τον αφέντη του, εκείνη την εποχή. Ο Χριστός έρχεται και το αντιστρέφει. Γίνεται εκείνος δούλος και κάνει αφέντη τον άνθρωπο. Δεν μένει όμως σε αυτό ο Χριστός. Προτρέπει τους μαθητές Του να διακονεί ο ένας τον άλλον. Άλλο ένα σημείο αδειάσματος, κένωσης του Χριστού. Κι έρχεται ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος και γράφει: «Αλλοίμονο στον πρεσβύτερο ή στον επίσκοπο που νομίζει ότι κάθεται στις πλάτες κάποιων που είναι δήθεν από κάτω».
Ο Χριστός όταν δίδασκε, όταν είχε δημόσια παρουσία, δεν ζήτησε πρωτοκαθεδρίες. Αυτά είναι των ανθρώπων. Υπήρξε σαφής: «Εκείνος που θέλει να γίνει μεταξύ σας μεγάλος, θα είναι υπηρέτης σας, και εκείνος, που θέλει να είναι μεταξύ σας πρώτος, αυτός θα είναι δούλος σας, όπως ακριβώς ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε να υπηρετηθεί αλλά να υπηρετήσει και να δώσει την ζωή του λύτρο διά πολλούς» (Ματθ. 20, 26 – 29).
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος