Στηρίζεται στα βιώματα του Αιγαιοπελαγίτη Ναυτικού Δημήτρη Στρογγυλού

 Στο μουράγιο

Ήθελε ξεπροβόδισμα από το μουράγιο… Θα βλέπαμε και το βαπόρι που θα τον έπαιρνε μαζί του.

Ο Πειραιάς έμοιαζε με κοχλάζον καζάνι. Πλανόδιοι κουλουρτζήδες, αυτοκίνητα με μηχανική καρδιά και ταξιτζήδες  όλο μαγκιά και περιέργεια. Οι ελληνικές κωμωδίες περιέγραφαν την άποψη των Αθηναίων για τους βλάχους, οι νησιώτες όμως και δη οι ακρίτες στέκονταν ακόμα μια φορά περιθωριοποιημένοι. Ήδη το ταξίδι με βαπόρι μέχρι τον Πειραιά δεν ήταν ό,τι καλύτερο… Η στιγμή της αναχώρησης  έφθασε. Είχαμε στηθεί στο μουράγιο, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, με ένα αγέρι να χαλάει τη στυλιζαρισμένη εμφάνιση, με τα μάτια μισόκλειστα και την ψυχή μας παγωμένη.

 

Μπροστά, το καράβι του χωρισμού, μαύρο, απίστευτα ψυχρό, με μία πλώρη που σημάδεψε πολλούς κατοπινούς εφιάλτες μας, σχίζει κάθε πιθανότητα για αναστολή του ταξιδιού… Το λιμάνι από τότε δε σημαίνει καταφύγιο, αλλά τόπος δίωξης. Όσο για την πλώρη αποτελεί ένα θηριώδες κήτος αρπακτικής διάθεσης … μαύρη όπως η μοναχική ψυχή μας.

 

Η αντάμωση

Είχαμε λάβει από νωρίς το μήνυμα ότι το πλοίο θα περνούσε από τα Στενά της Χίου. Η ώρα όμως δεν ήτανε σαφής. Καλού κακού είχαμε προμηθευτεί από καθρεπτάκια μέχρι σπίρτα σε περίπτωση που το πλοίο περνούσε βράδυ. Κάτι λίγο οι Ινδιάνοι που επικοινωνούσαν με τον καπνό, οι αρχαίες φρυκτωρίες ή οι πυρομαντείες των αρχαίων, λίγο –πολύ η τεχνολογία της πείρας συγχρωτισμένης με την ανάγκη, μας είχε δώσει όλα τα τεχνικά μέσα για τη διεκπεραίωση του ρόλου μας εκείνη τη στιγμή.

Ξάφνου ένα δυνατό σφύριγμα διαπέρασε τον αέρα. Παρατεταμένο, βουερό! Τιναχτήκαμε … κι απλώσαμε τα χέρια όσο μπορούσαμε πιο ψηλά, ζαρκάδινα σπαθίσματα που ανέτειναν την ψυχή μας πάνω από τη γη. Είδαμε τις αναλαμπές από το πλοίο, φαντάστηκα τον πατέρα μας κάτι λίγο να γέρνει στην κουπαστή, να δακρύζει.

Αλαλαγμοί και δάκρυα, καθρεπτίσματα και μαντήλια ανέμου. Το ρημίδι διατυπώνει την απορία γιατί, αφού περνούν τόσο κοντά να μην μπορούν να σταματήσουν.

Ακούω κάτι για «πρόσω ολοταχώς», για προδιαγεγραμμένη πορεία, για μία ήδη υποχώρηση της εταιρείας να δώσει οδηγίες στον καπετάνιο να παρεκκλίνει της πορείας του, περνώντας μέσα κι όχι όξω από την Εγνούσα.

 ν πλ

Ο «χαμένος χρόνος» του ταξιδιού συμβάλλει σε μία αχαλίνωτη επίδειξη αρπακτικότητας, εξαγοράζεται σε ποσότητα, πολλές φορές ως απόθεμα και για το άλλο ταξίδι. Εκτόνωση, κατανάλωση και ανάλωση.

Αλόω-ω:Καταλαμβάνομαι, καταστρέφομαι, φθείρομαι μέσα από εσωτερικές περιπλανήσεις κι όχι μόνο. Πάντα μου προκαλούσε εντύπωση γιατί διαφέρουν τόσο σημασιολογικά το ενεργητικό αιρώ  από το παθητικό αιρούμαι. Το ένα, καταστροφή, κατάληψη, αυτοαναίρεση, το άλλο εκλογή, επιλογή ή διαλογή. Μήπως η όποια εκλεκτικιστική διάθεση επισύρει εν τη γενέσει τη φθορά της;

 

Εξαφάνιση πλεύσης

Άφησες να σε παρασύρει το κλυδώνισμα των κυμάτων. Το μόνο που άκουγες ήταν κάποιοι απόηχοι από την ακτή. Παράδοξα, ήταν η μόνη στιγμή που ένιωθες ασφαλής. Ίσως για πρώτη φορά η ανθρώπινη παρουσία, λόγω της απόστασης, σου φαινόταν ιδιαίτερα οικεία. Ακίνδυνη, θα ’ταν η σωστή λέξη. Οι ψίθυροι σχεδόν έμοιαζαν με τιτιβίσματα. Αφέθηκες σ’ ένα  ηδονικό χαλάρωμα. Έκλεισες τα μάτια, ένα πορφυρό χρώμα συνόδεψε τα όνειρά σου. Δεν είχες αίσθηση του χρόνου, δεν σκεπτόσουν τίποτα. Το πάφλασμα σε νανούριζε. Μια ρυθμική κίνηση κάθε άλλο παρά τυποποιημένη. Βυθίστηκες σ’ έναν  ύπνο, όχι από άμυνα, αλλά από επιλογή…

 

Το ξέμπαρκο

Σε ένα καρνάγιο απάνεμο κουρνιάζουν οι γλάροι. Τα κρωξίματά τους πάντα ηχούν τραγικά. Ποτέ δεν κατάλαβα αν είναι από χαρά ή πόνο. Ένα είναι σίγουρο. Έχουν πάντα την ανάγκη να φωλιάσουν στα φαγωμένα απ’ την αρμύρα άλμπουρα των  σκαριών και να υπενθυμίσουν μία παλιά αίγλη, ενός αέναου αρμενίσματος. Όλα έχουν το τέλος τους. Είτε πρόκειται για σκαριά είτε για ανθρώπους.

Σε μια παράκτια σπηλιά στουπιά, σανίδες και κουπιά υπενθυμίζουν ένα παρερχόμενο άραγμα. Το πλοίο σε επαφή με τη γη μετατρέπεται σ’ ένα σκεύος που ο καθένας χρησιμοποιεί για το δικό του λόγο. Γίνεται εφόρμηση θαλασσινών ιστοριών,  μέσο προφύλαξης σε μια απρόσμενη θερινή νεροποντή, ξύλα για προσάναμμα κατασκηνωτών,  μέτρο αναμέτρησης με τη φθορά.

Το αραγμένο πλοίο είναι ένα ανθρώπινο κουφάρι…   Αντιμετωπίζει τη μοίρα του σαν ένας ναυαγός ξηράς. Αντέχει τους δρόλαπες, τις επιμέρους φωτιές των μελών του έστω κι αν καπνίζει σαν θεριακλής  ναυτίλος. Δεν αντέχει όμως την ανθρώπινη παρέμβαση της μεταποίησης. Της αναγκαστικής αλλαγής πλεύσης. Της χρήσης για ίδιον όφελος. Το αραγμένο καράβι δεν αντέχει τις μνήμες … δεν αντέχει την επαφή με το παρελθόν γιατί πάντα σχεδίαζε το μέλλον.

 

Πλοηγοί μνήμης

Μ…εσουρανίς ο ήλιος θώπευε με τις ακτίνες  του τη θλίψη. Άνοιξη  ροδιά και μυρωδιά από θαλασσινές ιχνηλασίες. Περιδιάβαινε με τον ήλιο κατά πρόσωπο και μ’ ένα μούδιασμα που δεν ήξερε την προέλευση του. Οι μοναχικοί κρουνοί σαν ξεχειλίσουν παρασέρνουν στο διάβα τους λιθάρια και ίσκιους από αλλοτινές χαρές. Μάθαινε ότι το παρόν αποκτά διάσταση μόνο μέσα από το ενεργό παρελθόν. Και το παρελθόν ήταν εικόνες από μπαξέδες και φωτοβόλα νέφη. Είχε τη μυρωδιά του καφέ και το εύρος αναρριχώμενου γιασεμιού.

Ήταν Γη το παρελθόν. Στέρεα  και ποτισμένη από το άρωμα του φθινόπωρου.

Έκλεινε τα μάτια στον ήλιο … πορτοκαλιά χρώματα και άφημα στα μάγουλα ρόδινων αποτυπωμάτων μιας ενεδρεύουσας ντροπής. Η αιδώς όμως επισύρει τη δίκη. Οι συστολές έγιναν αναστολές. Είχε προτάξει πάντα κάποια θεωρία, ότι η πράξη είχε πάντα κάτι το τελεσίδικο. Οι εν δυνάμει πράξεις, οι σκέψεις και τα συναισθήματα είχαν πάντα κάτι από το αλμυρό της θάλασσας. Ίπταντο ή έρεαν χωρίς να τελματώνονται. Τα λιμνάζοντα ύδατα πάντα προκαλούσαν δέος. Η ακινησία γινόταν καρπός πολλών παράσιτων και λάτρης εντόμων που σμηνοειδώς επέλαυναν. Το λιμνάζον ύδωρ είχε κάτι από το χρώμα του πένθους, ήταν μια υπενθύμιση μιας άλλης ζωής.

Ο χρόνος με τα στενά όρια ενός συγκεκριμένου χώρου γινόταν μία αερόβια θηλιά που επικρέματο πάνω από κάθε όνειρο κάνοντας το εφιάλτη. Η ζωή, κάπου στα ανοιχτά αφημένη δεχόταν τις απόκοσμες ακροάσεις ενός νησιώτικου τραγουδιού και σκιρτούσε για όσα ανέβαλε για το απώτερο μέλλον.

 

Το Μεγάλο Σαλπάρισμα

Με την αισιοδοξία του νιόμπαρκου θέλησες να μετουσιώσεις το θαλασσί ταξίδι σ’ αστροτάξιδο ελπίζοντας να αντέξεις τη μοναξιά σου.

Φεύγεις, δειλινό και Ιούνη, με το σκαρί καταπονημένο, με τη δύναμη ψυχής αλώβητη να αρμενίζει στους θαλάσσιους ορίζοντες που διαγράφονται ξεκάθαρα μέσα από το πλαίσιο ενός παραθύρου νοσοκομείου, με τη συνοδειά ενός πλεούμενου στο βάθος του ορίζοντα και το κατάρτι ξέφρενο περήφανο άτι, με τα χέρια σου να υπογραμμίζουν την ανάγκη της ζωής, την ανάγκη της θάλασσας.

Στο δικό σου ορίζοντα εκείνη, η «σακολέβα σου», οστρακοπλισμένη και αστροθαλασσόδμητη σε περιμένει για το ταξίδι που δεν πήγατε μαζί. Χαμογελάς με την ευδαιμονία του νιόπειρου. Είσαι και πάλι ο παλιός ναυτίλος…

 

Σεβαστή Στρογγυλού, Φιλόλογος – Ιστορικός