Τις δραματικές στιγμές που βίωσε στη φονική πυρκαγιά της ανατολικής Αττικής, προσπαθώντας να σώσει εκατοντάδες κάτοικους της περιοχής, περιέγραψε αστυνομικός της Τροχαίας που υπηρετεί για περισσότερα από 15 χρόνια στην Ελληνική Αστυνομία.
«Ζήσαμε την κόλαση. Όταν έκλεισα τη λεωφόρο Μαραθώνος με τη μηχανή δεκάδες οδηγοί μάς έριχναν κατάρες, ούρλιαζαν και φώναζαν προς εμάς. Ήθελαν να πάνε στο Μάτι και στο Βουτζά για να σώσουν τις περιουσίες τους. Δεν πίστευε κανείς τους ότι η φωτιά θα περάσει τη Μαραθώνος. Με όλη τη δύναμη της ψυχής μου τους έλεγα ότι δεν μπορώ να τους αφήσω να περάσουν. Ότι μαίνεται ανεξέλεγκτη φωτιά».
Τα λόγια ανήκουν στον Σταύρο Τσιροζίδη, έναν από τους αστυνομικούς που βρέθηκαν στο Μάτι από την πρώτη στιγμή και έσωσαν εκατοντάδες ανθρώπους από τη φονική πύρινη λαίλαπα. Υπολογίζεται ότι οι άνδρες της Τροχαίας και άλλων υπηρεσιών έσωσαν, εκτρέποντας την κυκλοφορία, τουλάχιστον 1.200 ανθρώπους, οι οποίοι επέβαιναν σε τουλάχιστον ισάριθμα αυτοκίνητα. Μιλώντας στο «Έθνος» ο κ. Τσιροζίδης περιγράφει όλα όσα έζησε από τη στιγμή που έφτασε στο Μάτι το μοιραίο απόγευμα της 23ης Ιουλίου, μέχρι και τις 3.00 το πρωί της επόμενης ημέρας, όταν όλα πια είχαν τελειώσει.
Τις ημέρες που ακολούθησαν δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Όπως λέει, έκλεινε τα μάτια του και έβλεπε λιωμένα και άψυχα κορμιά.
«Στο Μάτι έφτασα περίπου στις 18.05. Ο διοικητής μου ήταν ήδη εκεί. Πήρα εντολή να κάνω εκτροπή της κυκλοφορίας στη Μαραθώνος για να μπορούν να κάνουν τα αυτοκίνητα αναστροφή προς Αθήνα και να μην πάνε προς τη φωτιά που εκείνη την ώρα ήταν στο Βουτζά.
Όταν κλείσαμε το ρεύμα της Μαραθώνος και στη συνέχεια τη Φλέμινγκ επικράτησε πανικός. Οδηγοί ζητούσαν να τους αφήσουμε να πάνε στο Μάτι και στο Βουτζά. Μας ζητούσαν να πάνε στις επικίνδυνες ζώνες, που λίγο μετά κάηκαν.
Ήθελαν να σώσουν ό,τι μπορούν. Ένας με χτύπησε με τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του. Υπήρχαν οδηγοί που δεν έφευγαν με τίποτα. Την ίδια ώρα, βγάζαμε τα αυτοκίνητα που ήταν στο Μάτι και στο Βουτζά. Τους κατευθύναμε προκειμένου να βγαίνουν από το Μάτι και αντί να κάνουν δεξιά, να στρίβουν αριστερά προς Αθήνα.
Έτσι απεγκλωβίστηκαν τουλάχιστον 600 οχήματα, ενώ άλλα τόσα θα έμπαιναν στην περιοχή αν δεν τα εμποδίζαμε. Οι άνθρωποι αυτοί σώθηκαν. Ο ίδιος πανικός επικρατούσε στο λιμάνι της Ραφήνας. Ερχόταν με τα καράβια κόσμος από διακοπές και είχε άγνοια για το τι συνέβαινε. Περίπου στις 18.25 ενημερωθήκαμε ότι η φωτιά περνάει τη Μαραθώνος. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και με τον αέρα να φυσάει σαν να είναι χειμώνας».
Στη συνέχεια, ο αστυνομικός μπήκε μαζί με το διοικητή του στον τόπο, όπου λίγη ώρα αργότερα βρήκαν τραγικό θάνατο δεκάδες άνθρωποι:
«Μπήκαμε στο Μάτι. Διώχναμε κόσμο από την πλατεία και από τα στενά της Εθνικής Αντιστάσεως. ‘Φύγετε να σωθείτε’, τους λέγαμε. Οι σκηνές ήταν δραματικές. Άλλοι μας ακούγανε και φεύγανε να σωθούν από την κατεύθυνση που τους λέγαμε και άλλοι δεν μας ακούγανε. Υπήρχε κόσμος που ήθελε να ανέβει στο Κόκκινο Λιμανάκι, δηλαδή σε τελείως λάθος κατεύθυνση».
Η φωτιά τελικά έφτασε στο Μάτι και το έκανε στάχτη. Τα όσα περιγράφει ο κ. Τσιροζίδης είναι σοκαριστικά:
«Φτάσαμε σε απόσταση 50 μέτρων από το μοιραίο χωράφι. Όλα γύρω μας ήταν καμένα. Δεξιά, αριστερά βλέπαμε καμένες κολώνες της ΔΕΗ, καλώδια να φλέγονται, καμένα σπίτια και αυτοκίνητα. Δυστυχώς σχεδόν όλα τα καμένα αυτοκίνητα που αντικρίσαμε στην περιοχή είχαν πρόσωπο προς το Κόκκινο Λιμανάκι.
Ο κόσμος ήθελε να πάει προς τη θάλασσα για να σωθεί και κάηκε. Στις 21.15 φτάσαμε στην πλατεία. Εκεί μας ενημέρωσαν πολίτες ότι λίγο μετά το κάμπινγκ υπάρχει ένα άτομο νεκρό. Πράγματι βρήκαμε άνδρα που είχε πεθάνει από ασφυξία. Τα ρούχα του είχαν καεί λίγο. Κατόπιν, κατεβήκαμε στη Ποσειδώνος. Σταματήσαμε σε ένα ξενοδοχείο. Στην παραλία υπήρχε ένα απανθρακωμένο πτώμα. Αφήσαμε τη μηχανή και αρχίσαμε να ψάχνουμε για εγκλωβισμένους. Με το φακό φτάσαμε στο δρόμο όπου είχαν εγκλωβιστεί πολλά αυτοκίνητα με κόσμο. Είμαι 18 χρόνια στην Αστυνομία, έχω δει πολλούς διαμελισμένους ανθρώπους σε τροχαία, αλλά αυτή η εικόνα πραγματικά δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία. Άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, απανθρακωμένοι. Καταλάβαινες ότι κάποιοι από αυτοί ήταν μικρά παιδιά και δεν μπορούσες να το πιστέψεις».
Οι θερμοκρασίες ήταν τέτοιες που έλιωσαν οι ζάντες αλουμινίου των αυτοκινήτων: «Υπήρχαν άνθρωποι που δεν πέθαναν από τις φλόγες αλλά από τη θερμοκρασία. Έλιωσαν. Σκεφτείτε ότι είδα ζάντες, οι οποίες έχουν και τιτάνιο, να έχουν λιώσει και να έχουν πάρει υγρή μορφή. Διανοείστε το ανθρώπινο σώμα τι γίνεται σε αυτές τις θερμοκρασίες; Το αλουμίνιο λιώνει περίπου στους 600 βαθμούς».
Η υπηρεσία του μοτοσικλετιστή της Τροχαίας έλαβε τέλος στις 3.00 το πρωί της επομένης. Όταν γύρισε σπίτι κατάλαβε ότι τα άρβυλά του έχουν λιώσει και ότι μόλις είχε φέρει σε πέρας την πιο δύσκολη υπηρεσία της ζωής του. Στη μάχη έπεσαν με το ίδιο σθένος -οικειοθελώς- και τρεις συνάδελφοί του από τη Τροχαία Αγίας Παρασκευής, που δεν είχαν υπηρεσία εκείνη την ημέρα.
Πηγή: Εθνος