“Σήμερα είναι σπάνιο να δεις Έλληνες ή Ελληνίδες επιβαίνοντες όνου, αλλά θα δεις πολλούς όνους επιβαίνοντες Ελλήνων”
Είναι παραδεκτό απ’ όλους ότι το πιο γοητευτικό και συναρπαστικό κεφάλαιο της Γλώσσας μας είναι η ετυμολογία, η αναζήτηση της καταγωγής, των «γενεθλίων» των λέξεων. Είναι τόσο ωραίο το ετυμολογικό ταξίδι που ακόμη και τα μικρά παιδιά του Δημοτικού ενθουσιάζονται και συναρπάζονται. Εάν είχαμε όπως έχω ξαναγράψει σοβαρό υπουργείο εθνικής Παιδείας και όχι νεοταξικής Προπαγάνδας θα είχε γραφτεί ένα μικρό, εύχρηστο ετυμολογικό λεξικό με λέξεις συχνόχρηστες. Οι ωφέλειές του θα ήταν πολλαπλές.
Πρώτον: Θα κατανοούσαν οι μαθητές την συνέχεια της ελληνικής γλώσσας ότι “είναι κόρη από μεγάλη γενιά, είναι η θυγατέρα της γλώσσας των αρχαίων Αθηναίων συγγραφέων, το σόι της βαστά από τους τραγικούς, τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη κι από την Καινή Διαθήκη” σημειώνει ο Γιώργος Θεοτοκάς σε κείμενό του το 1939. (Να προσθέσουμε στην απαρίθμηση των γεννητόρων και τον Όμηρο).
Δεύτερον: Η ετυμολογία και η διδασκαλία της προξενεί σεβασμό και θαυμασμό στα παιδιά για την γλώσσα. Το συνάντησα αυτό πολλές φορές μες στην αίθουσα. Θυμάμαι την έκπληξη και τον εντυπωσιασμό των μαθητών, όταν σε κάποιο μάθημα, την περασμένη σχολική χρονιά, συζητούσαμε για κάποιες λέξεις «κακές», χλευαστικές, όχι ύβρεις, που μας έρχονται από το λεγόμενο Βυζάντιο. Πήραμε το ρήμα κοροϊδεύω. (Η αφορμή ήταν η διαμαρτυρία κάποιου μαθητή, διότι τον κορόιδευαν, αυτό που σήμερα πέρασε και θρονιάστηκε δυστυχώς στην γλώσσα ως μπούλινγκ, αγγλ. bylling).
Είναι γνωστό ότι από το Βυζάντιο ίσχυε η ποινής της διαπόμπευσης, του δημόσιου εξευτελισμού. Από τις χειρότερες και ταπεινοτικότερες καταδίκες ήταν το κούρεμα «εν χρω» (κοινώς γουλί). Τον αποκαλούσαν, τον κατάδικο, κουρόγιδο-κουρεμένο γίδι-εξού και κορόιδο και κοροϊδεύω. Κατά την πάνδημη περιαγωγή του κουρόγιδου (κορόιδου) στους δρόμους και στην αγορά, καθισμένου συνήθως πάνω σε γαϊδούρι (γαϊδουροκαθισμένους), το πλήθος του πετούσε στο πρόσωπο ασβόλη (=καπνιά) εξού και αποσβολώθηκα-έμεινα αποσβολωμένος. Ακόμη πασπάλιζαν την χούφτα τους με «μούζα» (=βρομιά) και μουτζούρωναν το πρόσωπο του διαπομπευμένου. Από δω βγήκε και το ρήμα μουντζώνω. Άλλες φορές τους άλειβαν με πίσσα και έτσι μας «κληροδοτήθηκε» το ρήμα πασαλείβω της νεοελληνικής. Ενίοτε ο όχλος εξακόντιζε και πηλό, λάσπη, κατά το βασανιστήριο του διασυρμού, και προήλθε ο προπηλακισμός, που περιορίστηκε πλέον στο λεκτικό ονειδισμό. Ακόμη κάποιες νεοελληνικές παροιμιώδεις φράσεις έχουν την καταγωγή τους σε εκείνη την εποχή. Λέμε «θα σε συγυρίσω» από το βυζαντινό «συγύρισμα», το γύρισμα, την περιφορά στους δρόμους. Το «γίναμε θέατρο» από το «θεατρίζεσθαι», ταυτόσημο του «πομπεύεσθαι». Το «γίναμε βούκινο» επειδή συχνά προπομποί κατά το γύρισμα ήταν σαλπιγκτές, οι «τρουμπετάρηδες» με τις τρουμπέτες, τα βούκινα και τις σάλπιγγες.
(Η διαπόμπευση επί γαϊδάρου ήταν αρχαίο έθιμο. Το συνήθιζαν μάλιστα και στις μοιχαλίδες γυναίκες. Ύστερα από αυτή την ατιμωτική περιφορά ονομάζονταν διά βίου «ονοβάτιδες» και ζούσαν μες στην ντροπή.Βεβαίως σήμερα είναι σπάνιο να δεις Έλληνες ή Ελληνίδες επιβαίνοντες όνου, αλλά θα δεις πολλούς όνους επιβαίνοντες Ελλήνων και ο νοών, νοείτω…) Θα σκεφτεί κάποιος. Μα δεν βρήκες καλύτερο παράδειγμα, για την ετυμολογία, δάσκαλε. Είναι ένα από τα πολλά. Όμως το πιο δύσκολο στην διδασκαλία είναι να ελκύσεις την προσοχή των μαθητών και να καταλήξεις στο πλατωνικό «τέρπειν και διδάσκειν». Αν το μάθημα δεν είναι ευχάριστο σε αναμένει η αποτυχία.
Όταν ετυμολογούσαμε το κουρόγιδο (κορόιδο) πήραμε και τα δύο συνθετικά τις λέξεις και προχωρήσαμε βαθύτερα. Η γίδα προέρχεται από την αιτιατική του ονόματος η αίξ- της αιγός-την αιγίδα. Έφυγε το «αι» και μας έμεινε η γίδα. Σήμερα όμως λέμε «υπό την αιγίδα», υπό την προστασία κάποιου επίσημου προσώπου ή φορέα. Σύμφωνα με τον μύθο ο Ζευς θήλασε, όταν ήταν βρέφος στην Κρήτη, από ένα ζώο μια γίδα, που λεγόταν Αμάλθεια. Το γάλα παρεχόταν μέσω του κέρατος της Αμαλθείας και έκτοτε φράση έγινε σύμβολο αφθονίας αγαθών. Μεγαλώνοντας ο Δίας μετέβαλε την Αμάλθεια και το κέρας της σε αστερισμό. Το δέρμα της επίσης το μετέτρεψε σε όπλο, την αιγίδα, το όνομα της ασπίδας του. Η αιγίδα τον προστάτευε. (Από δω και η καταιγίδα, προφανώς η λέξη απηχεί τις αντιλήψεις των αρχαίων για τον νεφεληγερέτη και ομβροτόκο Δία). Το πρώτο συνθετικό «κούρο» προέρχεται από το ρήμα κείρω που σημαίνει κόβω, κουρεύω. Από εδώ παράγονται τα: κουρά, κουρέας, κουρείο, αλλά και το κουράζω που αρχικά σήμαινε ότι τιμωρώ κάποιον διά κουράς, ο κούρος, η κόρη (κούρη), το κέρμα (έκοψε χρήμα), ο κορμός, ο καιρός (κομμάτι χρόνου), ο ακέραιος (που δεν κομματιάζεται), ο ακραιφνής εκ του ακ(ε)ραι(ο)φ(α)νής, (άθικτος, ανέπαφος), ο ακαριαίος και λοιπά. Ωραία πράγματα και όσο δεν τα προβάλλουμε στην εκπαίδευση «πιανόμαστε…κορόιδα».
Τρίτον: Πληγή πυορρέουσα σήμερα κατάντησε η ανορθογραφία. Το δε υπουργείο «φρόντισε» να καταργήσει και το μάθημα, το τετράδιο της ορθογραφίας σε μια γλώσσα που η ομορφιά και η απαράμιλλη η σαφήνειά της εδράζονται στις ορθογραφικές τις αποχρώσεις. Η ορθογραφία, η υπακοή στους κανόνες της, είναι μάθημα πειθαρχίας για τα παιδιά, πράγμα που δεν συνάδει με τον αναρχικό….κουκουλοφλώρο της εποχής μας. («Όταν οι εχθροί σου θα έχουν ξεμάθει την ορθογραφία τους να ξέρεις ότι η νίκη πλησιάζει» έλεγε σοφός Ρώσος γλωσσολόγος). Ίσως δεν λείπει από τον νου των Ελληνομάχων και η καθιέρωση της φωνητικής γραφής, για να γίνουμε επιτέλους… ακραιφνείς Ευρωπαίοι. Ορθογραφία μαθαίνεις κυρίως μέσω της ετυμολογίας τελεία και παύλα. Και ευτυχώς πολλοί δάσκαλοι χρησιμοποιούν τετράδιο ορθογραφίας, κατά παράβασιν των άνωθεν εντολών και διασώζουν ό,τι μπορεί να περισωθεί. (Κάποτε είχαμε και τετράδιο καλλιγραφίας, διότι μας ενδιέφερε και η φιλοκαλία, η νοικοκυροσύνη, η ομορφιά, ο καλλωπισμός. Στα χωριά μας, στην Μακεδονία μας, ακόμη οι μάνες μας χρησιμοποιούν το φουκάλι – η σκούπα, το σάρωθρον- και φουκαλίζουν τις αυλές. Και όμως η λέξη προέρχεται από το φιλοκαλώ, την φιλοκαλία. Το αναφέρει νομίζω και ο σπουδαίος Φ. Κουκουλές στο “Βυζαντινών βίος και πολιτισμός”).
«Ω! γλώσσα της Ρωμηοσύνης, Ω! νικήτρα του θανάτου» γράφει ο Παλαμάς την πανσεβάσμια λαλιά μας. Και ο μεγάλος Σολωμός μας κληροδότησε το αειθαλές ρητό: “μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα”. Το ένα συντηρεί το άλλο. Για να αγαπήσουν την “νικήτρα του θανάτου” γλώσσα μας τα παιδιά, πρέπει να αρωματιστούν από την ευωδιαστή ετυμολογία της.Και σήμερα μες στην ερημιά και τον ξεπεσμό του κόσμου, η αγάπη και η μελέτη της γλώσσας μας είναι όντως γνώρισμα ελεύθερου ανθρώπου.Έτσι κατανοώ την φράση του Σολωμού. Επαναλαμβάνω και την προλογική σκέψη. Ένα ετυμολογικό λεξικό για παιδιά του Δημοτικού να γράψουν κάποιοι επαϊοντες και ας κυκλοφορεί κάτω από την μύτη της ονοβάτιδος εξουσίας…
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς