Η Ελλάδα είναι μια ιστορία οικονομικής καταστροφής, όμως το κυριότερο είναι ότι η αποστολή δεν εξετελέσθη, και το πιθανότερο είναι ότι στο μέλλον θα απαιτηθεί πάλι κάποιας μορφής νέο πρόγραμμα.
Τα λόγια είναι του διεθνούς φήμης Γάλλου οικονομολόγου Charles Wyplosz, τακτικού συμβούλου της Κομισιόν, του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, και δείχνουν το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούν τη χώρα τα πλεονάσματα στα οποία έχει δεσμευτεί ως το 2060.
“Επειδή ποτέ καμία χώρα δεν κατάφερε να παράξει τέτοια πλεονάσματα για δεκαετίες, οι επόμενες γενιές πολιτικών θα έρθουν αντιμέτωπες με μια κατάσταση, αδύνατη να τη διαχειριστούν”, τονίζει ο Wyplosz.
Το χειρότερο είναι ότι αυτό το δύσκολο νέο ξεκίνημα για την Ελλάδα, έρχεται σε μια στιγμή που “σύντομα θα αφήσουμε πίσω τα ωραία χρόνια, που η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται, και αναδυόμενες χώρες, όπως Τουρκία και Αργετνινή βρίσκονται σε κρίση, ενώ έπονται κι άλλες”.
Αυτοί ακριβώς είναι οι λόγοι που θεωρεί ότι η προεκλογική εκστρατεία θα είναι η στιγμή της αλήθειας, τόσο για τους πολιτικούς, όσο και για τους ψηφοφόρους.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
-Η Ελλάδα να βγήκε από τα μνημόνια, αλλά οι αμφιβολίες για παραμένουν. Αδύναμη ανάπτυξη, χρέος το υψηλότερο στην Ευρωζώνη, τράπεζες φορτωμένες με κόκκινα δάνεια, επιτόκια 10ετούς ομολόγου στο 4,3%. Πως φαντάζεστε τη πορεία της ;
Πράγματι, η πιθανότητα η Ελλάδα να μπορεί για πάντα να εξυπηρετεί το χρέος της, είναι πολύ-πολύ μικρή. Η κατάσταση καλλωπίζεται κάπως από τη περίοδο χάριτος που περιορίζει σημαντικά τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους έως το 2032.
Όταν ωστόσο το χρέος καταστεί απαιτητό, και η Ελλάδα θα πρέπει να δανειστεί σε υψηλά επιτόκια από τις αγορές, τότε οι δαπάνες εξυπηρέτησης θα σκαρφαλώσουν σε περίπου 20% του ΑΕΠ.
Τυπικά, αυτό θα καθίσταται εφικτό μέσα από τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχει δεσμευτεί να πετυχαίνει η χώρα μέχρι και το 2060.
Επειδή ποτέ καμία χώρα δεν κατάφερε να παράξει τέτοια πλεονάσματα για δεκαετίες, οι επόμενες γενιές πολιτικών θα έρθουν αντιμέτωπες με μια κατάσταση, αδύνατη να τη διαχειριστούν.
Ταυτόχρονα, η δέσμευση για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα. Αν δεν συμφωνηθεί μια διαγραφή χρέους, υπόσχεση που κατ’ επανάληψη έχει λάβει η Ελλάδα, μπορεί να δούμε το πρόβλημα να επανέρχεται πριν το 2032.
-Κάποιοι πάντως Ευρωπαίοι αξιωματούχοι χαρακτήρισαν την έξοδο της Ελλάδας ως οικονομικό “Success Story”. Συμφωνείτε ;
Είναι μια ιστορία οικονομικής καταστροφής, όχι επιτυχίας. Καταρχήν, θα μπορούσε το πρόβλημα να είχε εύκολα επιλυθεί το 2010 με μερική αθέτηση πληρωμών. Δεν επετράπη στην Ελλάδα, προκειμένου να προστατευθούν γαλλικές, γερμανικές και πιθανώς αμερικανικές τράπεζες.
Κατά δεύτερον, για περίπου μια δεκαετία, το ελληνικό ΑΕΠ είναι κατά 25% χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι δεν δημιουργήθηκε ποτέ πλούτος που αντιστοιχεί σε 2,5 ελληνικά ΑΕΠ. Σαν συνεπακόλυθη επίπτωση ήρθε η μαζική ανεργία, η φτώχεια, οι χρεοκοπίες επιχειρήσεων, η μετανάστευση ειδικά των πλεόν ταλαντούχων, και αμέτρητος πόνος για τους Ελληνες.
Κατά τρίτον, τα επιχειρήματα όσων υποστηρίζουν ότι τα ελληνικά προγράμματα πέτυχαν, είναι ότι επέστρεψε επιτέλους η ανάπτυξη. Ο στόχος ωστόσο δεν ήταν να τελειώσει κάποτε η ύφεση, παρά αυτή να είναι όσο μικρότερη σε διάρκεια και σε ένταση.
Η αποστολή δεν εξετελέσθη. Το μοναδικό επίτευγμα είναι ότι ξεκίνησαν οι μεταρρυθμίσεις. Η Ελλάδα χρειάζονταν πάρα πολλές μεταρρυθμίσεις. Τώρα η πρόκληση για τη χώρα είναι να εμβαθύνει σε αυτές, με σοβαρό, κατά τη γνώμη μου, κίνδυνο υπαναχώρησης.
-Έχετε προειδοποιήσει σε παλαιότερη κουβέντα μας ότι η Ελλάδα θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να βρίσκεται σε κάποιου είδους πρόγραμμα. Εννοείτε κάποιο νέο μνημόνιο, αν δεν καταφέρει να σταθεί στα πόδια της ;
Θα της πάρει χρόνια, προκειμένου να επιστρέψει σε μια κανονικότητα, και να μπορεί να δανείζεται με λογικό επιτόκιο από τις αγορές, ώστε να καλύπτει τις ανάγκες της.
Η παγκόσμια ανάπτυξη επιβραδύνεται, αρκετές αναδυόμενες χώρες, όπως η Αργεντινή και η Τουρκία, βρίσκονται σε κρίση, και πιθανόν να τις ακολουθήσουν περισσότερες.
Σύντομα θα αφήσουμε πίσω τα ωραία χρόνια, και η Ελλάδα πιθανόν να χρειαστεί να δανειστεί ξανά. Τότε είναι που η χώρα θα χρειαστεί περαιτέρω υποστήριξη. Τούτο προϋποθέτει μια συνεχή κατανόηση μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της, ώστε η ενίσχυση να είναι διαθέσιμη όταν και όποτε η χώρα τη χρειαστεί.
Το πως αυτό θα μπορέσει να επιτευχθεί, είναι προς συζήτηση, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα απαιτήσει κάποιας μορφής πρόγραμμα. Τέλος, υπάρχει πάντα η υπόσχεση μιας διαγραφής χρέους, και παραμένει υπόσχεση. Και αυτό, επίσης απαιτεί μια συνεχή και καλή σχέση μεταξύ της Ελλάδας και των εταίρων της.
-Ένα θέμα που θέτουν συνεχώς ξένοι σχολιαστές αλλά και οι εταίροι της Ελλάδας, είναι ότι η χώρα, παρ’ ότι ψήφιζε όλα όσα της ζητούσε η τρόικα, στην πραγματικότητα ελάχιστα άλλαξαν, και τα μεγάλα διαρθρωτικά ζητήματα δεν έχουν επιλυθεί. Συμφωνείτε ;
Οι μεταρρυθμίσεις μόλις έχουν ξεκινήσει στην Ελλάδα. Επί πολλά χρόνια, αυτό που επιτεύχθηκε- και αυτά είναι πολλά- αφορούσαν το εύκολο κομμάτι.
Το επίπεδο διοίκησης σε κάθε επίπεδο, τόσο στο Δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό επίπεδο, παραμένει πολύ αδύναμο. Το φορολογικό σύστημα είναι πολύ στρεβλό.
Περισσότερο όμως απ’ όλα, είναι η κρατική γραφειοκρατία. Εμποδίζει με επιτυχία την εφαρμογή ακόμη και παλαιότερων μεταρρυθμίσεων, και είναι έτοιμη να δώσει μάχη για τις μελλοντικές.
Η Ελλάδα θα παραμείνει μια δυσλειτουργική χώρα έως ότου δεν αποφασίσει να κτίσει από την αρχή, αυτό που ονομάζουμε, γραφειοκρατία, βασισμένη στην ικανότητα και την αφοσίωση προς το δημόσιο συμφέρον.
-Είναι όλα τα παραπάνω ο πραγματικός λόγος που η Ελλάδα δεν καταφέρνει να προσελκύσει επενδύσεις, παρ’ ότι διαθέτει πλέον πάρα πολλά, και υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία ;
Η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων απαιτεί δύο προϋποθέσεις.
Πρώτον, την προοπτική μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Με άλυτο το πρόβλημα του χρέους, η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη παραμένει περισσότερο ελπίδα, παρά υπόσχεση.
Δεύτερον, οι ξένοι επενδυτές δεν έρχονται σε μια χώρα που παραμένει δυσλειτουργική ως προς τη διοίκηση, την πολιτική της ηγεσία, την εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα, το σύστημα υγείας, την απονομή δικαιοσύνης ή την αγορά εργασίας.
Κάποιοι λοιπόν ξένοι επενδυτές μπορεί να έρθουν στην Ελλάδα για ένα γρήγορο ταξίδι μερικών ετών, προκειμένου να συμμετάσχουν στην επανάληψη της ανάπτυξης, αλλά θα αποφύγουν να δεσμευθούν με μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις.
Αυτό είναι μια τραγωδία. Η Ελλάδα έχει πολλούς πόρους, συμπεριλαμβανομένου ενός μοναδικού κλίματος και μερικών πολύ καλά εκπαιδευμένων επιστημόνων (εκ των οποίων πολλοί έχουν μεταναστεύσει). Κατά κάποιο τρόπο, αυτοί οι πόροι πηγαίνουν χαμένοι.
-Ένα πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα είναι η εφαρμογή των προνομοθετημένων μέτρων, μεταξύ των οποίων η περικοπή των συντάξεων από το 2019, χρονιά εκλογών. Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση έχει περιθώριο για επαναδιαπραγμάτευση, όπως η ίδια θεωρεί, των εν λόγω μέτρων;
Η υπαναχώρηση από μεταρρυθμίσεις είναι αυτή τη στιγμή ο πρώτος και ο μεγαλύτερος κίνδυνος.
Θα είναι αρκετά δελεαστικό για την σημερινή κυβέρνηση να “αναβάλει” την εφαρμογή των δεσμεύσεών της.
Τότε το βάρος θα πέσει στους ώμους της επόμενης κυβέρνησης να ξεκινήσει εκ νέου τη διαδικασία μεταρρύθμισης.
Εάν οι πολιτικοί που θα στελεχώσουν αυτή τη νέα κυβέρνηση δεν δεσμευτούν να το πράξουν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, δεν θα έχουν τη δημοκρατική νομιμότητα να το κάνουν όταν θα έρθουν στην εξουσία.
Αυτό σημαίνει ότι η προεκλογική εκστρατεία θα είναι μια στιγμή αλήθειας, τόσο για τους πολιτικούς όσο και για τους ψηφοφόρους.
—————————— —-
*Το who is who του Charles Wyplosz
Ο Charles Wyplosz είναι καθηγητής Διεθνών Οικονομικών στο Graduate Institute of International and Development Studies στη Γενεύη όπου κατέχει τη θέση του Διευθυντή του International Centre of Money and Banking Studies (ICMB).
Προηγουμένως, διετέλεσε αναπληρωτής Κοσμήτορας Έρευνας και Ανάπτυξης του INSEAD και διευθυντής του προγράμματος PhD στα Οικονομικά στο Ecole des Hautes Etudes en Science Sociales στο Παρίσι. Ήταν επίσης Διευθυντής του προγράμματος International Macroeconomics του ευρωπαϊκού δικτύου οικονομολόγων CEPR.
Σήμερα είναι μέλος της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του «Bellagio Group».
Είναι επίσης σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, των Ηνωμένων Εθνών, της Ασιατικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Διετέλεσε μέλος του “Conseil d’Analyse Economique” που αναφέρεται στον Πρωθυπουργό της Γαλλίας, της επιτροπής “Commission des Comptes de la Nation” του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών και της Ομάδας Ανεξάρτητων Συμβούλων του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.