«Βίον ανθόσπαρτον», αλλά χωρίς την ευχή του παπά ή του δημάρχου – επιλέγουν ολοένα και περισσότερα ζευγάρια στην Ελλάδα.
Οπως προκύπτει και από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), το 2017 τα σύμφωνα συμβίωσης ανήλθαν σε 4.921, αυξημένα κατά 29,5% έναντι του προηγούμενου χρόνου.
Λιγότερα εξ αυτών, συγκριτικά με το 2016, αφορούν ομόφυλα ζευγάρια, μιας και συνήφθησαν συνολικά 134 (94 μεταξύ ανδρών και 40 μεταξύ γυναικών), έναντι 216.
Ραγδαία αύξηση
Μια απλή ματιά στα ετήσια στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από το 2009, όταν και το σύμφωνο θεσπίστηκε νομοθετικά, είναι αρκετή για να αντιληφθεί κανείς ότι ο συγκεκριμένος θεσμός κερδίζει ολοένα και περισσότερο «έδαφος» στην ελληνική κοινωνία, καθώς μέσα σε εννέα χρόνια, η αύξηση, σε ποσοστιαία κλίμακα, αγγίζει το 3.000%.
Ετος «ορόσημο» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το 2014, όταν τα σύμφωνα σχεδόν τριπλασιάστηκαν μέσα σε 12 μήνες, δίνοντας μεγάλη ώθηση, η οποία και επιβεβαιώνεται έκτοτε, χρόνο με τον χρόνο.
Συγκεκριμένα, από 161 σύμφωνα το 2009 και μόλις 180 το 2010, το 2014 καταγράφηκαν 1.573, για να φτάσουμε κοντά στα 5.000 την χρονιά που πέρασε.
Κι όλα αυτά μάλιστα, παρά το γεγονός ότι κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του, είχε αντιμετωπιστεί επιφυλακτικά – έως και σκωπτικά. Τόσο από ακαδημαϊκούς και νομικούς κύκλους, που το θεωρούσαν ατελές, όσο και από την Εκκλησία, η οποία εξαρχής επέμεινε στην πάγια θέση της να αποκηρύσσει οποιαδήποτε απόπειρα της Πολιτείας στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού στο καθεστώς που διέπει τις σχέσεις συμβίωσης, αναγνωρίζοντας τον θρησκευτικό γάμο ως τη μοναδική οδό.
Δεν ευθύνεται μόνο η κρίση
Πέρα από τον προφανή οικονομικό παράγοντα όμως, καθώς πρόκειται για έναν πολύ πιο «φθηνό» τρόπο επισημοποίησης μιας σχέσης, που είναι εύλογο επί κρίσης να γίνεται όλο και πιο δημοφιλής, η αύξηση που παρατηρείται οφείλεται και σε κοινωνικούς λόγους.
Αλλωστε, όπως αναφέρει στη HuffPost o Δρ. Θάνος Ασκητής, επικεφαλής του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας, η εποχή της ευμάρειας και όχι της κρίσης ήταν εκείνη που απελευθέρωσε τους ανθρώπους και τους έκανε πιο ανεξάρτητους, αλλά ταυτόχρονα και πιο εγωκεντρικούς. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, μάλιστα, σημαντικό ρόλο έχει διαδραματίσει και ο νέος ρόλος της γυναίκας, καθώς απέκτησε μόρφωση και «κοινωνική δύναμη», αλλάζοντας την παραδοσιακή μορφή της οικογένειας που ήθελε τον άνδρα «αρχηγό».
Ταυτόχρονα δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Το σύμφωνο συμβίωσης ήρθε να καλύψει αυτό το «κενό».
Ο κύριος Ασκητής το χαρακτηρίζει άλλωστε «μια αναγκαία πραγματικότητα» στις σύγχρονες κοινωνίες, συμπληρώνοντας ότι ολοένα και περισσότεροι Ελληνες μεταξύ 30 και 40 ετών επιλέγουν τη συγκεκριμένη οδό, κατοχυρώνοντας δικαιώματα συμβίωσης, χωρίς να «πνίγονται» από τον φόβο της δέσμευσης.
Τα ζευγάρια νιώθουν πιο ελεύθερα, τονίζει, καθώς νιώθουν ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν να αποχωρήσουν από μια συμβίωση που δεν τους καλύπτει, αποφεύγοντας το «δράμα» και την οικονομική επιβάρυνση των δικαστικών διαμαχών, που στην περίπτωση των διαζυγίων μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και επώδυνα ψυχολογικά, τόσο για το ζευγάρι, όσο και για τα παιδιά.
Σημαντικό στοιχείο, ωστόσο, και δείγμα του συντηρητισμού που εξακολουθεί να υπάρχει σε κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας – ο οποίος μάλιστα κατά τον κ. Ασκητή διογκώνεται τα χρόνια της κρίσης – αποτελεί το γεγονός ότι αρκετά σύμφωνα συμβίωσης καταλήγουν τελικά στον παραδοσιακό γάμο, εν μέρει υπό το βάρος του χλευασμού που υφίστανται τα παιδιά στο σχολικό και φιλικό τους περιβάλλον, όταν οι γονείς τους δεν είναι παντρεμένοι, αλλά απλά τους ενώνει ένα… χαρτί.