Του Γιάννη Σιδέρη
Ο Πρωθυπουργός βρίσκεται σε οριακό σημείο καθώς για πρώτη φορά δείχνει ότι έχει απολέσει την εικόνα της επιθετικής αυτοπεποίθησης που τον διέκρινε από την πρόωρη νεανική εμφάνισή του στον δημόσιο βίο της χώρας. Αποπνέει εικόνα αβεβαιότητας, ανασφάλειας και αποθάρρυνσης. Την εικόνα ανθρώπου που δεν ελέγχει πλέον τις καταστάσεις, που αυτές τον ξεπερνούν και περπατά με αβέβαιο βήμα σε σαθρό έδαφος.
Δεν είναι αυθαίρετοι και κακόβουλοι οι ανωτέρω ισχυρισμοί. Αναδύονται και αιτιολογούνται από το πρωτοφανές γεγονός ότι ο Πρωθυπουργός ζήτησε στο υπουργικό συμβούλιο τη δέσμευση των ΑΝΕΛ (υπουργών και βουλευτών) να μη ρίξουν την κυβέρνηση, με το να υπερψηφίσουν την πρόταση μομφής που θα καταθέσει η ΝΔ εν ευθέτω χρόνω, μετά τα μέσα Δεκεμβρίου, οπότε δεν υπάρχουν θεσμικές δεσμεύσεις. Έκκληση που γίνεται για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία.
Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι με non paper, το Μαξίμου δημοσιοποίησε την σχετική έκκληση (δηλαδή παράκληση). Λογική η ανασφάλεια καθότι μια κατακερματισμένη κυβέρνηση προσπαθεί αλλόφρονη να συγκεράσει αντίρροπες συνιστώσες: Να συγκρατήσει τις οικείες ψήφους ώστε να μην στηρίξουν την πρόταση Μομφής της ΝΔ (ενώ κάποιες εξ αυτών θα τις χάσει κατά την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών) και παράλληλα να έλξει κάποιες από τις αντιπολιτευτικές, να στηρίξουν τη συμφωνία, ενώ δεν θα στηρίξουν την κυβέρνηση στην πρόταση μομφής.
Αυτά συμβαίνουν όταν χτίζεις στην άμμο – κυβερνητικά – παλάτια. Καταρρέουν στην ελάχιστη δόνηση. Η κυβέρνηση ζει το σύνδρομο της Πομπηίας, όπου το ρόλο του ηφαίστειου παίζει το Μακεδονικό. Δεν είναι η μοναδική αντίθεση αυτή, αλλά λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής των εσωκυβερνητικών δονήσεων. Το πλέον αξιοσημείωτο γεγονός δεν είναι καν ο συνήθης καυγάς ανάμεσα σε Καμμένο και Κοτζιά, καθώς έχει ξαναϋπάρξει, και απλώς αυτή τη φορά εκφράστηκε σε υψηλότερη ένταση. Το αξιοσημείωτο σημειολογικά είναι ότι για πρώτη φορά οι αντιθέσεις είδαν ταχέως και απροσκόπτως το φως της δημοσιότητας.
Να θυμίσουμε ενδεικτικά ότι κατά το άφρον Καλοκαίρι του 2015 προετοιμάζονταν για εκτρωματικές παραθεσμικές και εξωσυνταγματικές εκτροπές. Ο Καμμένος δήλωνε ότι την εσωτερική τάξη της χώρας θα τη διαφυλάξει ο στρατός (γιατί προφανώς περίμεναν λαϊκή έκρηξη, με όσα τραγικά θα γίνονταν από τον «ξαφνικό θάνατο» του ευρώ που προγραμμάτιζαν). Παράλληλα η βουλευτής των ΑΝΕΛ Σταυρούλα Ξουλίδου (έχοντας την άδεια του Καμμένου), αποκάλυπτε ότι στρατιωτική φαρμακοβιομηχανία είναι έτοιμη να τροφοδοτήσει την ελληνική αγορά με 45 φάρμακα πρώτης ανάγκης για τους επόμενους 10 μήνες αν παραστεί ανάγκη (γιατί όπως όλες οι αγορές έτσι και αυτή των φαρμάκων θα είχε κλείσει για τη χώρα, καθώς δεν θα βρισκόταν βιομηχανία όπου γης να δεχθεί τα IOUs του Γιάνη), ενώ ο Πρωθυπουργός επισκεπτόταν εκτάκτως και άνευ πειστικής αιτιολογίας, το Πεντάγωνο.
Και όμως, ενώ ετοίμαζαν μια ιστορική μεταβολή για τη χώρα, δεν είχε διαρρεύσει το παραμικρό. Όλοι είχαμε επικεντρωθεί στην διαπραγμάτευση του Γιάνη χωρίς να γνωρίζουμε, έως την κήρυξη του δημοψηφίσματος, τι προγραμμάτιζαν, παρότι υπήρξαν οι προαναφερθείσες δηλώσεις που θα έπρεπε να υποψιάσουν. Η σύμπνοια και η μυστικότητα που διακατείχε τα κυβερνητικά στελέχη ήταν πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα, σε βαθμό σχεδόν μυστικιστικό, που θα τη ζήλευε και το ΚΚΕ. Τώρα σε εποχή κλονισμού, απαξίωσης, αποθάρρυνσης και αμφιβολίας, οι εκρηκτικοί διάλογοι του υπουργικού έγιναν αυτοστιγμής φειγ βολαν.
Η κυβέρνηση, μετά και την έκκληση του Πρωθυπουργού, επί της ουσίας έχει τελευτήσει τον βίον, παρότι ο δυτικός παράγων θα την πιέσει να κρατηθεί σερνάμενη, ώστε να περάσει η συμφωνία.
Μετά την Τασία Χριστοδουλοπούλου, και ο Γιώργος Σταθάκης χθες άφησε να υπονοηθεί ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να μακροημερεύσει ως κυβέρνηση ανοχής, εφόσον την εγκαταλείψουν οι ΑΝΕΛ. Δεν είναι καθόλου δεδομένο. Αυτό μπορεί να ισχύει για κυβερνήσεις δυτικών ευημερουσών κοινωνιών που δεν ταλανίζονται από τα προβλήματα της πτωχευμένης Ελλάδας. Εδώ πέραν του ότι δεν μας διακατέχει η σχετική θεσμική κουλτούρα, τα προβλήματα είναι τόσο σαρωτικά που κονιορτοποιούν συμπαγείς κυβερνήσεις αυξημένης πλειοψηφίας – πόσο μάλλον αδύναμες μειοψηφίας. Μια κυβέρνηση ανοχής δεν θα κρατούσε ούτε μήνα. Απομένει να δούμε πόσο θα κρατήσει η παρούσα, που εμμέσως ομολογεί ότι επί της ουσίας έχει χάσει τη δεδηλωμένη.