Το ζήτημα της «αξιοποίησης» της εκκλησιαστικής περιουσίας έχει άμεσες επιπτώσεις στην προστασία της άγριας φύσης διότι η εκκλησία, εκτός από καθαρά εμπορική περιουσία (κτίρια, οικόπεδα εντός σχεδίου κ.λπ.), διαθέτει πολλές εκτάσεις που παραμένουν σε φυσική κατάσταση ή εξακολουθούν να φιλοξενούν παραδοσιακές χρήσεις γης. Σε αυτές περιλαμβάνονται δάση και «δασικές εκτάσεις», υγρότοποι (λίμνες, λιμνοθάλασσες, υγρολίβαδα κ.λπ.), «βοσκότοποι», παραδοσιακή αγροτική γη και γενικά, δεκάδες χιλιάδες στρέμματα που έχουν αξία για τη βιοποικιλότητα.
Η αξία που έχουν οι (φυσικές) εκκλησιαστικές περιοχές για τη βιοποικιλότητα οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή η εκκλησιαστική περιουσία κρατήθηκε εκτός “άγριας” ανάπτυξης και συνεπώς οι βιότοποι που περιέχονται σε αυτήν δεν έχουν καταστραφεί. Επιπλέον, συχνά πρόκειται για μεγάλες αδιαίρετες εκτάσεις (π.χ. ιδιοκτησίες που περιήλθαν σε Μονές μετά την τουρκοκρατία) που περιλαμβάνουν σπάνια δείγματα ενιαίων και αδιατάρακτων οικοσυστημάτων (π.χ. παράκτια δάση, υγρολίβαδα) τα οποία αλλού είναι κατακερματισμένα και υποβαθμισμένα. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετές εκκλησιαστικές εκτάσεις αποτελούν μέρος περιοχών που περιλαμβάνονται στο Ευρωπαϊκό δίκτυο των κορυφαίων για τη φύση περιοχών, το Natura-2000. Μέχρι σήμερα αυτές οι περιοχές απέφυγαν σε μεγάλο βαθμό μερικές από τις πιο σοβαρές ανθρώπινες παρεμβάσεις που κατά κανόνα απειλούν την βιοποικιλότητα: οικοπεδοποίηση, οικοδομές, οδικό δίκτυο και άλλες μορφές «σφραγίσματος γης» (τσιμεντόστρωση, μπάζωμα, γκαζόν και οτιδήποτε καλύπτει τη φυσική βλάστηση), εντατικοποίηση της γεωργίας ή / και εγκατάλειψη της παραδοσιακής γεωργίας και κτηνοτροφίας, αλλαγές στην αλιευτική και δασική διαχείριση και, γενικά, μια δέσμη τρομερών απειλών υπό τον γενικό τίτλο«αλλαγή χρήσεων γης».
Η αλλαγή χρήσεων γης είναι το κρίσιμο ζήτημα για την βιοποικιλότητα. Η άγρια φύση δεν ενδιαφέρεται για το ποιος κατέχει τη γη αλλά για το τι κάνει με αυτήν. Μεγάλο μέρος της ελληνικής βιοποικιλότητας εξαρτάται από τη διατήρηση παραδοσιακών χρήσεων γης με τις οποίες έχει συνυπάρξει και συνεξελιχθεί επί χιλιάδες χρόνια. Από αυτή την σκοπιά, οι εκκλησιαστικές εκτάσεις ήσαν, μέχρι σήμερα, μάλλον ασφαλείς για τη φύση καθώς δεν γνώριζαν δραματικές και απότομες αλλαγές. Ίσως ήταν ο εγγενής συντηρητισμός της εκκλησίας, ο οποίος απέτρεπε επενδυτικά «ανοίγματα» και άλλα ηχηρά αναπτυξιακά παρόμοια. Ίσως ήταν η κοινωνική ευαισθησία της εκκλησίας προς τους μικρούς και ταπεινούς χρήστες της γης. Ίσως ήταν η παραδοσιακή θρησκευτική κλίση προς τα μη υλικά αγαθά και την εγκράτεια. Ίσως όλα μαζί ή και άλλα. Το σίγουρο είναι ότι οι φυσικές περιοχές που βρίσκονταν υπό εκκλησιαστικό έλεγχο συνήθως απολάμβαναν κάποιο άτυπο καθεστώς «προστασίας».
Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει αποφασιστικά εδώ και μερικά χρόνια, αρχικά με την ίδρυση της Εταιρίας Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας και καταλήγοντας στο κοινό, από Εκκλησία και Δημόσιο, Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής περιουσίας. Όσο περνούν τα χρόνια, και με διάφορες αφορμές, συνεχώς ξεπερνιούνται τα εμπόδια για την βέλτιστη καταγραφή και αξιοποίησή της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η εκκλησία άρχισε σταδιακά να μεταμορφώνεται κι αυτή σε βασικό τροφοδότη της άγριας ανάπτυξης προσφέροντας «νέα γη».
Αυτή η μεταστροφή είναι επικίνδυνη για τη βιοποικιλότητα, ιδίως αν αντιληφθούμε ποιο είναι το κύριο επενδυτικό ενδιαφέρον στις εκκλησιαστικές εκτάσεις σήμερα: αυτό δεν είναι τα δήθεν «φιλέτα» που τάχα είχαν μείνει αναξιοποίητα. Όσα τέτοια “φιλέτα” υπήρχαν έχουν ήδη αξιοποιηθεί – δεν υπήρχε νομικό ή άλλο τεχνικό κώλυμα για να ζητήσει και να λάβει κάποιος από την εκκλησία μια καλή έκταση για τουριστική, γεωργική ή άλλη εκμετάλλευση.
Εκείνο που κυρίως τραβά την προσοχή των επενδυτών σήμερα είναι οι μεγάλες αδιαίρετες εκκλησιαστικές εκτάσεις. Οι δυσεύρετες εκείνες ενιαίες ιδιοκτησίες των χιλιάδων στρεμμάτων με τις οποίες το μοντέλο της άγριας ανάπτυξης (που μας έφερε μέχρι εδώ) μπορεί να πάρει παράταση ζωής. Μέχρι πρόσφατα, αυτές οι περιοχές ήσαν αδιάφορες για επενδύσεις. Σήμερα, είναι περιζήτητες για δύο κυρίως χρήσεις: μεγάλες τουριστικές εγκαταστάσεις (πάντα με γκολφ) και βιομηχανικής κλίμακας εγκαταστάσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (αιολικά πάρκα, φωτοβολταϊκά και καλλιέργεια ενεργειακών φυτών – η τελευταία, αν και φαινομενικά αθώα, ίσως έχει τις σοβαρότερες επιπτώσεις). Καθώς το νομικό πρόβλημα παρακάμφθηκε με τη χαλάρωση της νομοθεσίας (που πλέον επιτρέπει επεμβάσεις αδιανόητες μερικά χρόνια πριν) το μόνο πρόβλημα που απομένει είναι η ανεύρεση πολύ μεγάλων ιδιοκτησιών για «σοβαρούς» επενδυτές. Η εκκλησία προσφέρει τη λύση…
Ωστόσο, αυτές ακριβώς οι μεγάλες εκκλησιαστικές εκτάσεις είναι σημαντικές για την άγρια φύση και, καθώς όλες οι επενδύσεις προϋποθέτουν δραστική αλλαγή χρήσης, βρισκόμαστε μπροστά στην απειλή σοβαρής οικολογικής υποβάθμισης αυτών των περιοχών. Τυπικά παραδείγματα είναι η τουριστική αξιοποίηση του Κάβο Σίδερο στη ΒΑ Κρήτη (περιοχή Natura που ανήκει στη Ι.Μ. Τοπλού) και το γιγαντιαίο Αιολικό Πάρκο στη Σκύρο (περιοχή Natura που ανήκει στη Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους). Σε μια άλλη περίπτωση, ένας επενδυτής ανέφερε «συμφωνία με την Εκκλησία» για 12.000 στρέμματα στο Μετόχι της Καλογριάς στην Αχαΐα (περιοχή Natura και Εθνικό Πάρκο που ανήκει στη Ι.Μ. Μεγάλου Σπηλαίου) για καλλιέργεια ενεργειακών φυτών, εννοώντας το μεγάλο «αναξιοποίητο» λιβάδι της Λάμιας – ένα κορυφαίας σημασίας οικοσύστημα για παρυδάτια και καλοβατικά πουλιά (δεν ήταν σοβαρή πρόταση και δεν προχώρησε, είναι, όμως, ενδεικτική της τάσης).
Άσχετα με το ποιο θα είναι το τέλος αυτής της ιστορίας (και την πολιτική στάση του καθενός απέναντι σε ζητήματα εκκλησιαστικής περιουσίας), η «αξιοποίηση» της εκκλησιαστικής περιουσίας σημαίνει, για την άγρια φύση, οριστικό τέλος σε μια μακρά περίοδο ασφάλειας.