Του Γιάννη Σιδέρη
Με μια αγωνιώδη και επιθετική ανακοίνωση το Γραφείο του Πρωθυπουργού εγκαλεί τον Σταύρο Θεοδωράκη, επειδή σύμφωνα με το ρεπορτάζ δύο φιλοκυβερνητικών εφημερίδων άλλαξε στάση στο Σκοπιανό, και τώρα επιμένει να δει πρώτα την συμφωνία πριν αποφασίσει την ψήφισή της
Η εφημερίδα «Νέα Σελίδα» πρωτοσέλιδα ισχυρίστηκε ότι ο Θεοδωράκης σε μυστικές συναντήσεις με τον Μητσοτάκη παζαρεύει τις Πρέσπες για μια θέση στο Επικρατείας και ένα υπουργείο! Ο… παζαρεύων απάντησε χιουμοριστικά ότι «το ρεπορτάζ έχει σοβαρά κενά. Στο μυστικό παζάρι ζήτησα και 1 μόνιμη θέση πάρκινγκ στην Πειραιώς και 2 ντενεκέδες λάδι από το κτήμα στο Ακρωτήρι».
Το Μαξίμου νιώθοντας πανικό, και εδραζόμενο στα δημοσιεύματα των δυο φιλοκυβερνητικών εφημερίδων (που όπως πιστεύουν στελέχη του Ποταμιού, το ίδιο τροφοδότησε), προσπάθησε να πιέσει τον επικεφαλής του Ποταμιού. Σε ανακοίνωσή του αναφέρει: «μεγαλύτερο ενδιαφέρον μας προξενεί ότι ο ίδιος επιλέγει να σχολιάσει, με χιούμορ είναι η αλήθεια, μόνο ό,τι αφορά το ενδεχόμενο να έχει λάβει ανταλλάγματα προκειμένου να αλλάξει στάση και όχι την ουσία. Ωραίο το χιούμορ, κι εμείς γελάσαμε. Ωστόσο θα περιμέναμε και μια απάντηση επί της ουσίας. Έχει αλλάξει στάση για τη Συμφωνία των Πρεσπών;».
Η ανησυχία του Μαξίμου δεν πηγάζει από το ενδεχόμενο να μην περάσει η συμφωνία. Αυτή περνάει και με τους 145 ψήφους που διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το βάρος είναι στην πολιτική νομιμοποίηση που θα προσέφερε μια ποικιλία ψήφων από διαφορετικούς χώρους: Των Θεοδωράκη, Μαυρωτά, Λυκούδη, Δανέλλη από το Ποτάμι, του Θεοχαρόπουλου από το ΚΙΝΑΛ, του Θεοχάρη από τους ανεξάρτητους, της Κουντουρά και του Παπαχριστόπουλου από τους ΑΝΕΛ, και της συνεργαζόμενης Παπακώστα. Ενδεχόμενη άρνηση του Θεοδωράκη στερεί την εικόνα συναίνεσης που επιδιώκει να εκπέμψει το Μαξίμου, πολύ περισσότερο που η στάση του ενδέχεται να επηρεάσει και άλλους.
Τις δεύτερες σκέψεις στον Θεοδωράκη προκάλεσαν οι δηλώσεις Ζάεφ για τη μακεδονική γλώσσα και η υπόνοια περί Μακεδόνων του Αιγαίου. Η επίθεση ωστόσο του Μαξίμου είναι αντιδεοντολογική. Ευθύνη έχει βέβαια και ο αρχηγός του Ποταμιού, έχοντας δώσει το δικαίωμα να τον θεωρούν δεδομένο με την έως τώρα έντονη δοτικότητά του στους χειρισμούς της στο Σκοπιανό.
Από πολιτική κουλτούρα το Ποτάμι (όπως και μεγάλο τμήμα της αναθεωρητικής Αριστεράς και των Φιλελεύθερων) θεωρούσε όλους όσους αντιτίθεντο στην συμφωνία ως φορείς εθνικιστικών ιών, ή στην καλύτερη περίπτωση, ως αγκυλωμένους σε μια παρωχημένη εθνικοφροσύνη. Είναι χαρακτηριστική μια παλιότερη αφελής δήλωση του Θεοδωράκη στον Alpha, όπου τόνιζε ότι «το δίλημμα των Ελλήνων δεν θα είναι αν η συμφωνία είναι καλή ή κακή, αλλά αν θα συνταχθούμε με την Ευρώπη, με το ΝΑΤΟ, με τις ΗΠΑ ή αν θα δώσουμε χώρο στους Ρώσους και τους Τούρκους».
Παρότι κατ’ αυτόν το δίλημμα δεν ήταν αν η συμφωνία είναι «καλή ή κακή», ανακάλυψε εκ των υστέρων ότι τελικά μετράει εάν θα είναι κακή. Οι δηλώσεις Ζάεφ τον επανέφεραν – όπως και κάποιους άλλους – από τον ληθαργική μακάρια εκδοχή ότι η ένταξη και μόνο στους διακρατικούς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, αρκούν για να επιφέρουν αποξένωση των λαών από την ταυτότητά τους (έστω και κατασκευασμένη), και να εξαλείψουν τους διαχρονικούς τους μύθους που είναι πλασμένοι με αλυτρωτικά όνειρα και εμποτισμένοι στο αίμα.
Η κυβέρνηση δεν κατάλαβε τι υπέγραψε, ούτε παρακολούθησε την υλοποίηση της συμφωνίας. Επαναπαύτηκε στο γενικό πλαίσιό της, και με τις δηλώσεις Ζάεφ υπέστη επικοινωνιακό Βατερλό. Αναρωτιέται βέβαια κανείς τι έκαναν οι ειδικοί τους σύμβουλοι και κατά πόσο ζήτησε την συνδρομή των εμπειρογνωμόνων του ΥΠΕΞ (και κατά πόσο θα βοηθούσαν βέβαια αυτοί, αφ΄ ής στιγμής το ΥΠΕΞ μένει ακέφαλο. Μια χώρα τέτοιων εξωτερικών προβλημάτων χρειάζεται έναν γνώστη υπουργό, και όχι υπουργό γενικών καθηκόντων όπως ο κ. Τσίπρας).
Προστρέχοντας στους ειδικότερους ημών, παραθέτουμε ενδεικτικά και τηλεγραφικά τρεις μόνο αναφορές του καθηγητή Άγγελου Συρίγου, καθότι οι τροποποιήσεις του συντάγματος αφήνουν παράθυρα για μελλοντικές διαφορετικές ερμηνείες ακόμα και του όρου «Βόρεια Μακεδονία». Υπάρχει, γράφει, παραλλήλως με τον όρο «Βόρεια Μακεδονία» η αναφορά σε «μακεδονικό κράτος». Επίσης η αναφορά σε «μακεδονικούς εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους», κάλλιστα μπορεί να περιλαμβάνει και τον ελληνικό εμφύλιο, ενώ παραμένει και η αναφορά σε «Μακεδόνες υπό τη Βουλγαρία και την Ελλάδα», όπου ζητάται η «ενοποίηση ολόκληρου του λαού της Μακεδονίας».
Ο κ. Τσίπρας κινδυνεύει, αυτό που θεωρούσε ως παρακαταθήκη του, να αποβεί ένα μονοκομματικό άγος, που θα του μείνει στίγμα στο μέλλον.