Το ερώτημα είναι καυτό και συνεχίζει να αιωρείται στην ελληνική κοινή γνώμη: θα επιχειρήσει ο Ερντογάν να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο; Η απάντηση είναι πως μάλλον θα αποφύγει να δημιουργήσει μία κρίση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει τα ελληνοτουρκικά σε πολεμική σύρραξη. Στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, άλλωστε, η προσοχή του είναι στραμμένη στη Συρία, ειδικά μετά την απόφαση του προέδρου Τραμπ να αποσύρει τις εκεί αμερικανικές δυνάμεις.
Γιατί να διακινδυνεύσει μία πολεμική εμπλοκή με την Ελλάδα, η οποία, ανεξαρτήτως της έκβασης θα είναι καταστροφική και για την Τουρκία; Δεν έχει κανένα πραγματικό λόγο εισέλθει σε μία τέτοια περιπέτεια, η οποία εκ των πραγμάτων θα χαλούσε την εικόνα του νικητή που έχει ήδη εξασφαλίσει από τη στρατιωτική εμπλοκή στη βόρειο Συρία. Εικόνα που μπορεί να ενισχυθεί πολύ εάν ο Λευκός Οίκος του λύσει τα χέρια να κινηθεί εναντίον των Κούρδων και ανατολικά του Ευφράτη.
Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει πως και στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα συνεχίσει να επιδίδεται στη γνωστή επιθετική ρητορική και ενδεχομένως σε κάποιες θεατρικές κινήσεις με επικοινωνιακή στόχευση, ώστε αφ’ ενός να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από την αδυναμία του να εμποδίσει τη γεώτρηση της ExxonMobil στο τεμάχιο 10 της κυπριακής ΑΟΖ, αφ’ ετέρου να υπερκεράσει την κεμαλική αντιπολίτευση, η οποία τον κατηγορεί για ενδοτισμό(!) έναντι της Ελλάδας στο Αιγαίο.
Ο τρόπος που ο Ερντογάν είχε συμπεριφερθεί στις παραμονές του δημοψηφίσματος την άνοιξη του 2016 μας δίνει μία εικόνα και για το σήμερα. Υπενθυμίζουμε πως είχε στείλει την ηγεσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων να κάνει μία ολιγόλεπτη βόλτα γύρω από τα Ίμια με προφανή επικοινωνιακή στόχευση. Κατά συνέπεια, το πραγματικά κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η Άγκυρα θα παραμείνει στο γνωστό πλαίσιο των προκλήσεων, των τριβών και των αντιπαραθέσεων, ή θα αλλάξει ποιοτικά επίπεδο.
Οι συμμαχίες δεν αρκούν
Αν στο Αιγαίο μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις, στην κυπριακή ΑΟΖ το σενάριο είναι στο επίπεδο σχεδόν της βεβαιότητας. Η Τουρκία ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει γεώτρηση. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγει να έλθει σε αντιπαράθεση με τους Αμερικανούς και τους Γάλλους, αλλά αμφισβητεί εμπράκτως τα νόμιμα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, με σκοπό να εγγράψει υποθήκη “συνιδιοκτησίας”. Και σ’ αυτό το επίπεδο, κανείς δεν θα συγκρουσθεί με την Άγκυρα για λογαριασμό των Ελληνοκυπρίων. Ούτε οι Αμερικανοί, ούτε οι Γάλλοι, ούτε βεβαίως και οι Ισραηλινοί. Το είπε προ ημερών καθαρά και ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Αποστολάκης.
Είναι αρχή επιβεβαιωμένη από την ιστορία ότι οι συμμαχίες ενισχύουν και κάποιες φορές πολλαπλασιάζουν την ισχύ ενός κράτους. Δεν το υποκαθιστούν, όμως, ως προς την υποχρέωσή του να υπερασπισθεί τον εαυτό του. Μόνο εάν οι Έλληνες αντισταθούν ενδεχομένως κάποιοι σύμμαχοι να μας στηρίξουν. Κι αυτό θα το πράξουν, εάν το πράξουν, επειδή θα εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα, την ανάγκη τους να διατηρήσουν ισορροπίες.
Ας θυμηθούμε τον Μακιαβέλι. Συμβούλευε τον ηγεμόνα του ως εξής: «Από τους ισχυρούς ξένους προστατεύεσαι με τον καλό εξοπλισμό και τους καλούς συμμάχους». Δεν ζητούσε μόνο το ένα, ζητούσε και τα δύο. Η περιοχή μας είναι πλέον γεωπολιτικά ασταθής. Εδώ διασταυρώνονται αντικρουόμενα συμφέροντα και των μεγάλων και των τοπικών δυνάμεων. Η εθνική μας ασφάλεια, η ασφάλεια και της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας προϋποθέτει ανάκαμψη της οικονομίας, ενίσχυση του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων με έξυπνες λύσεις και βεβαίως με τη σύναψη στρατηγικών συμμαχιών.